Ολη η Ελλάδα, μια ατέλειωτη παρτίδα τάβλι. Τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ; / Τώρα θα σου δείξω εγώ!», τα ντόρτια και οι εξάρες, οι γκαντέμηδες και οι ευνοημένοι του παιχνιδιού. Ενα από τα δημοφιλέστερα νεοελληνικά έργα, «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, ανεβαίνει για πρώτη φορά με μια μεγάλη πρωτοτυπία: τον Φώντα και τον Κόλλια, τους δύο φίλους και κουνιάδους που ρίχνουν τα ζάρια στην αυλή του σπιτιού τους και συζητούν ακατάπαυστα για το πώς θα πιάσουν την καλή, υποδύονται δύο ηθοποιοί αφρικανικής καταγωγής που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Ο Σαμουήλ Ακίνολα και ο Στέφανος Μουαγκιέ είναι φίλοι από παιδιά και ως τις 26 Ιουλίου θα επιδίδονται σε μια μέχρι τελικής πτώσεως παρτίδα τάβλι στην αυλή του θεάτρου «Ακαδημία Πλάτωνος».
Εμπνευστής αυτής της συνεύρεσης ο ηθοποιός Δημήτρης Λάλος, ο οποίος εδώ υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία. Πρωτοανεβασμένο το 1972 από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης, το έργο επαναπροσδιορίζεται μέσα από μία θεατρική πρόταση που υπενθυμίζει ότι το πιο δυνατό στοιχείο ενός λαού είναι η νοοτροπία του. Από τη στιγμή που οι δύο πρωταγωνιστές μεγάλωσαν στην Ελλάδα, έχουν κληρονομήσει την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Κι αυτό πηγαίνει πολύ βαθιά και δεν στέκεται ούτε στιγμή στο χρώμα του δέρματος.
Οπως τονίζει ο σκηνοθέτης, «κατά τη διάρκεια των προβών συνειδητοποιούσα όλο και πιο έντονα ότι δεν έχει καμία σημασία σε ποια φυλή ανήκεις. Οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι, γιατί τα συναισθήματα είναι παντού τα ίδια. Οι ήρωες του έργου έχουν περάσει Κατοχή και αρχικά αναρωτιόμουν αν θα πετύχει όλο αυτό παιγμένο από τον Σαμουήλ και τον Στέφανο. Οταν όμως οι ηθοποιοί το πιστεύουν, μπορούν να πείσουν και τους θεατές». Αλλωστε, «κάθε λαός έχει περάσει τη δική του Κατοχή. Το μόνο που αλλάζει είναι το όνομα του δικτάτορα. Και δύο έλληνες ηθοποιοί να έπαιζαν σήμερα, δεν θα είχαν βιώματα Κατοχής οι ίδιοι. Σημασία λοιπόν είναι πόσο συνδεδεμένοι είμαστε με την Ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο, με την επίγνωση ότι όλα αυτά έχουν συμβεί και αλλού, όχι μόνο στη χώρα μας».
Η ιδέα για αυτό το διαφορετικό «Τάβλι» γεννήθηκε στον Δημήτρη Λάλο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Γαλλία, στο πλαίσιο ενός διεθνούς φεστιβάλ όπου είχε βρεθεί με τον Σαμουήλ Ακίνολα, καθώς πρωταγωνιστούσαν στη «Δυτική Αποβάθρα» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές: «Δεν ξέραμε γρι γαλλικά και περιδιαβαίναμε το Παρίσι, γελώντας με τον σοβινισμό των Γάλλων. Κάναμε τα ίδια αστεία, εγώ ένας Ελληνας από τη Λάρισα, κι εκείνος ένας Ελληνας από την Κένυα και τη Νιγηρία. Το χιούμορ είναι η πιο σημαντική διεθνής γλώσσα και τότε σκέφτηκα «κοίτα πόσο Ελληνας είναι κάποιος που τόσοι και τόσοι επιμένουν να τον κατατάσσουν αλλού και να τον κοιτούν περίεργα»».
Η ιστορία του 27χρονου Σαμουήλ Ακίνολα έχει ως εξής: ο παππούς του ήρθε στην Ελλάδα το ’60 με Ιεραποστολή από την Κένυα. «Εκεί ήταν δάσκαλος, εδώ πήγε σε ιερατική σχολή και έγινε ιερέας. Δούλεψε σε ελληνικές εκκλησίες, στον Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι, στον Αγιο Παντελεήμονα στα Πατήσια και αλλού. Για τα δεδομένα της εποχής ήταν πολύ προχωρημένο να βλέπεις έναν μαύρο ιερέα να λειτουργεί σε ελληνική εκκλησία, όπως προχωρημένο θα ήταν να εκλεγεί μαύρος πρόεδρος στις ΗΠΑ των 60s».
Η μητέρα του Σαμουήλ ακολούθησε τον παππού του στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Στην Ελλάδα γνωρίστηκε με τον πατέρα του, ο οποίος είναι Νιγηριανός. Τους πάντρεψε ο ιερέας παππούς του. «Το αστείο είναι ότι οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Ελλάδα ενώ ήταν Αφρικανοί!» λέει, και ο Δημήτρης Λάλος συμπληρώνει: «Οπως ακριβώς οι δικοί μου γονείς γνωρίστηκαν στο Βέλγιο και κατά σατανική σύμπτωση ήταν από το ίδιο χωριό! Ο παππούς μου δούλευε εκεί ανθρακωρύχος, ανατιναχτής όπως έλεγε με περηφάνια. Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα και έζησα στη Γερμανία από τα 8 ως τα 18 μου. Οι γονείς μου ζουν ακόμη στη Γερμανία. Σε αυτή τη θεατρική τριανδρία, το μεταναστευτικό στοιχείο είναι πολύ έντονο όπως βλέπετε».
Οσο για τον τριαντάχρονο Στέφανο Μουαγκιέ, έχει κι ο ίδιος παρόμοια πορεία. Και ο δικός του παππούς ήρθε το ’60, ως ιεραπόστολος από την Ουγκάντα: «Η μητέρα μου ήρθε αργότερα, το ’74, προτού λήξει η χούντα. Εφυγε από τον εμφύλιο στην πατρίδα της και βρήκε χούντα». Οι παππούδες του Σαμουήλ και του Στέφανου γνωρίστηκαν και οι ίδιοι έγιναν φίλοι από πολύ μικρή ηλικία. «Το ότι είμαστε τόσο καλοί φίλοι, μας γλίτωσε από πολλές εργατοώρες προβών. Είχαμε από την αρχή την οικειότητα που έχουν οι δύο ρόλοι μεταξύ τους» λέει ο Στέφανος.
Ο Σαμουήλ ήξερε τάβλι, ο Στέφανος αναγκάστηκε να μάθει για τις ανάγκες της παράστασης: «Καμιά φορά πήγαινα στο καφενείο και χάζευα τους παππούδες που έπαιζαν τάβλι, μου άρεσαν οι έντονες αντιδράσεις τους. Ελεγα ότι αυτή η παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς θα μου χρησίμευε κάπου μια μέρα. Και να που έφτασε η ώρα».

«Ο κόσμος στέκεται ακόμη στην εικόνα, στο χρώμα»
Βίωσαν ρατσισμό μεγαλώνοντας στην Ελλάδα; «Στον Βύρωνα όπου μεγαλώσαμε νιώθαμε πάντα ασφαλείς κι ευπρόσδεκτοι, ίσως επειδή ήταν περιοχή που υποδέχτηκε πάρα πολλούς Μικρασιάτες, κι έτσι ήταν από νωρίς ζυμωμένη με το διαφορετικό. Οταν βρισκόμασταν με άλλα σχολεία σε εκδρομές, ακούγονταν τα γνωστά σχόλια, αλλά η μητέρα μου με είχε προετοιμάσει. Γυρνούσα στο σπίτι και συζητούσαμε τις εμπειρίες μου. Μεγαλώνοντας τα προβλήματα έγιναν περισσότερο γραφειοκρατικά. Αρχικά δεν με αναγνώριζε ούτε η Ελλάδα ούτε η Αφρική, δεν μπορούσα να έχω καμία ιθαγένεια. Τώρα έχουμε αφρικανικό διαβατήριο, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε ελληνικό» εξηγεί ο Σαμουήλ.
Για τους αστυνομικούς που συχνά τους σταματούν για εξακρίβωση στοιχείων, είναι πάντα μια τεράστια έκπληξη τα άπταιστα ελληνικά που μιλάνε. Ο Στέφανος νιώθει ότι «ο κόσμος στέκεται ακόμη στην εικόνα, στο χρώμα. Οταν ήμουν ραδιοφωνικός παραγωγός, δεν θα ξεχάσω τα βλέμματα έκπληξης των ακροατών στα καλοκαιρινά πάρτι που κάναμε και μας έβλεπαν για πρώτη φορά. Πάθαιναν σοκ, σαν να σκέφτονταν «δηλαδή αυτός που ακούγαμε τόσον καιρό είναι μαύρος και όχι ξανθός με γαλάζια μάτια;»». Και ο Δημήτρης Λάλος συμπληρώνει: «Αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να παιχτεί από δύο οποιουσδήποτε μετανάστες, μόνο και μόνο για τον εντυπωσιασμό του πράγματος. Αν αυτά τα παιδιά δεν είχαν γεννηθεί και τριφτεί με την ελληνική πραγματικότητα, δεν θα ήξεραν για παράδειγμα πώς να παίξουν τα τρία θαυμαστικά που σε κάποια σημεία βάζει ο Κεχαΐδης, ο οποίος ακόμη και μετά θάνατον μας δίνει πολύ σαφείς οδηγίες για το πώς παίζεται το «Τάβλι»».

πότε & πού:

Θέατρο «Ακαδημία Πλάτωνος», Σπύρου Πάτση και Μαραθωνομάχων 8, Βοτανικός, έναντι λεωφόρου Αθηνών. Τηλ. 210 4830.330. Πέμ.-Κυρ., ως τις 26/7

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ