Ο Αργύρης Σφουντούρης μας υποδέχτηκε στην αυλή του δημαρχείου. Παρά το γεγονός ότι μοιάζει με έναν τυπικό εβδομηνταπεντάχρονο άντρα, η ιστορία που σημάδεψε τα πρώτα χρόνια της ζωής του και τα τραύματα που κουβαλά στην ψυχή του από τότε, τον κάνουν να ξεχωρίζει.

Ήταν μόλις 4 ετών, όταν έχασε τους γονείς τους και άλλους τριάντα δύο συγγενείς, στην σφαγή του Διστόμου, η οποία έγινε σαν σήμερα, στις 10 Ιουνίου του 1944 και στοίχισε την ζωή σε 218 άτομα, ανάμεσα στα οποία 38 παιδιά.
Το ντοκιμαντέρ του Στέφαν Χάουπτ «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη», που βγαίνει ξανά στις αίθουσες αύριο Πέμπτη 11 Ιουνίου, ξεκινά ακριβώς από τα γεγονότα εκείνης της ημέρας και ακολουθεί τον Σφουντούρη σε όλα τα στάδια της προσωπικής του διαδρομής και του αγώνα του.
Ενός αγώνα για την μνήμη, για να μην ξεχαστούν ούτε να επαναληφθούν ποτέ τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας, ενός αγώνα για την ηθική και όχι την υλική ικανοποίηση, για μια επίσημη συγνώμη από την Γερμανία για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε, ενός αγώνα για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων στα θύματα του πολέμου. Στα παραπάνω γεγονότα αναφέρεται και το βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο Σφουντούρης με τίτλο «Πενθώ για την Γερμανία-Το παράδειγμα του Διστόμου».
«Υπάρχουν επιπτώσεις για τα εγκλήματα του φασισμού»
Στην ομιλία του προς τους δημοσιογράφους, ο δήμαρχος του Διστόμου Γιάννης Γεωργακός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων στους 6.0001 επισκέπτες που ήρθαν το Δίστομο, και ειδικά στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού, στη διάρκεια μόλις λίγων μηνών (από τις 22 Φεβρουαρίου μέχρι τις 7 Ιουνίου) ενώ ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο γεγονός ότι «το Δίστομο επισκέπτονται με εντολή του Υπουργού Άμυνας και στρατιωτικές σχολές. Μέχρι σήμερα δεν είχε γίνει ποτέ αυτό, δεν είχαν μάθει οι στρατιωτικοί τι σημαίνει φασισμός και ναζισμός και ερχόμενοι εδώ μπορούν να καταλάβουν και φεύγουν προβληματισμένοι και σκεπτικοί». Τέλος, ο κύριος Γεωργακός αναφέρθηκε και στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης που επισκέπτονται το Δίστομο κυρίως λόγω της καμπάνιας που ξεκίνησε ο Αργύρης Σφουντούρης στην Γερμανία «την οποία πρέπει να συνεχίσουμε για να μάθει ο γερμανικός λαός τι συνέβη».
Το δικό της παρών στο Δίστομο έδωσε για ακόμη μια χρονιά (μιας και έρχεται κάθε χρόνο) η γερμανική ομάδα δράσης «Α.Κ. Δίστομο/Αμβούργο», η οποία ιδρύθηκε το 2001 και αποτελείται από δικηγόρους και πολίτες, οι οποίοι, εδώ και δεκαπέντε χρόνια υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις στα ζητήματα της αναγνώρισης των εγκλημάτων πολέμου και των γερμανικών αποζημιώσεων. Ο εκπρόσωπος τους, Μάρτιν Κλίνγκνερ δήλωσε: «Ενημερωθήκαμε για την προσπάθεια των πολιτών του Διστόμου για την δικαίωση σχετικά με την σφαγή και θέσαμε ως στόχο να υπερασπιστούμε αυτή την προσπάθεια στο βαθμό των δυνατοτήτων μας. Μέχρι σήμερα, η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε ευαισθητοποιηθεί να αποδώσει την δικαιοσύνη που όφειλε. Θέλουμε να ενημερώσουμε την γερμανική κοινή γνώμη και να την ευαισθητοποιήσουμε σχετικά με αυτό το θέμα. Ασκούμε πίεση ώστε η γερμανική κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ. Ο αγώνας είναι πολιτικός και νομικός. Είναι ένα σημαντικό θέμα για την Ελλάδα και τον κόσμο
Όσο για το πόσο ενημερωμένοι είναι οι Γερμανοί σχετικά με τα εγκλήματα πολέμου του Γ΄ Ράιχ, ο κύριος Κλίνγκνερ δήλωσε ότι «οι Γερμανοί είναι πολύ καλύτερα ενημερωμένοι από ότι πριν από είκοσι χρόνια. Εκείνη την εποχή στους τουριστικούς οδηγούς δεν υπήρχε καμία πληροφορία ότι υπάρχουν μέρη στα οποία έγιναν σφαγές από το Γ΄ Ράιχ. Σήμερα έχουν προστεθεί αυτές οι πληροφορίες και δεν αποσιωπάται το γεγονός. Η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος της κοινωνίας πραγματικά ενδιαφέρεται, αλλά σίγουρα το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί από τότε που άλλαξε η κυβέρνηση στην Αθήνα. Το θέμα είναι πιο συχνά στα μέσα, με πιο εκτενείς αναφορές.
Οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι ένα μείζον ζήτημα που δεν έχει αναγνωριστεί από την γερμανική κυβέρνηση. «Η επίσημη θέση της γερμανικής κυβέρνησης είναι ότι δεν θα αναλάβει το κόστος των αποζημιώσεων. Θεωρούμε ότι πρέπει να αναγνωριστούν τα εγκλήματα και τα θύματα να λάβουν μια αποζημίωση. Ο αγώνας για την αποζημίωση θα δείξει ότι υπάρχουν επιπτώσεις για τα εγκλήματα του φασισμού.»
Ο δόκτων Γιόακιμ Λάου, δικηγόρος με έδρα την Φλωρεντία και νομικός εκπρόσωπος των θυμάτων του Διστόμου στην Ιταλία μίλησε για την συμφωνία που είχε υπογραφεί στην Χάγη το 1907 και αφορούσε τον άμαχο πληθυσμό. «Περίπου πριν από 100 χρόνια, τα μεγάλα κράτη του κόσμου αποφάσισαν ότι στα πλαίσια ενός πολέμου απαγορεύεται να σκοτώνεται ο άμαχος πληθυσμός. Υποσχέθηκαν ότι αν το κάνει ένα κράτος θα πρέπει να πληρώνει αποζημίωση. Είχε αποφασιστεί ότι οι αποζημιώσεις δεν θα πηγαίνουν σε μια ολόκληρη χώρα αλλά μεμονωμένα στους πολίτες. Επτά χρόνια αργότερα, ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το πρώτο πλήγμα για την Ευρώπη. Έκτοτε, όλες οι χώρες και ειδικά η Γερμανία προσπαθεί να αποποιηθεί αυτή την υποχρέωση. Η περίπτωση του Διστόμου είναι μια από τις πολλές, έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία. Όταν ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιόαχιμ Γκάουκ ήρθε στην Ελλάδα, ζήτησε συγνώμη, αλλά είπε ότι δεν υπάρχει πλέον νομική οδός ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Με το να το λέει αυτό δεν τηρεί αυτό που αποφασίστηκε το 1907
Οδυνηρές μνήμες
Το οδοιπορικό με τον Αργύρη Σφουντούρη ξεκίνησε από το πατρικό του σπίτι, που βρίσκεται λίγα βήματα από το Δημαρχείο και ακριβώς μπροστά στην κεντρική πλατεία όπου έλαβε χώρα η σφαγή. Στάθηκε στην κλειστή πόρτα, ακριβώς στο ίδιο σημείο που είχε σταθεί σε εκείνη την περίφημη φωτογραφία του 1945 που τράβηξε η Βούλα Παπαιωάννου, ένα χρόνο μετά τη σφαγή και στην οποία απεικονίζεται με την αδελφή του, τον παππού και την γιαγιά του.
Λίγα μέτρα από το σπίτι, ο δρόμος ανηφορίζει για το επιβλητικό Μαυσωλείο του Διστόμου, το οποίο βρίσκεται στο λόφο Κανάλες, σε υψόμετρο 346 μέτρων πάνω από την πόλη. Ο κύριος Αργύρης περπάτησε μαζί μας μέχρι το μνημείο και είπε ότι αυτή την διαδρομή την κάνουν όλοι την ημέρα της επετείου της σφαγής.
Το μαυσωλείο, ένα χώρος ιερός, φιλοξενεί τα οστά των εκτελεσθέντων κατοίκων από το Δίστομο και την ευρύτερη περιοχή ενώ σε μια μαρμάρινη πλάκα είναι χαραγμένα τα ονόματά τους. Ανάμεσά τους, ο κύριος Αργύρης ξεχωρίζει εκείνα των γονιών του. «Σφουντούρης Νικόλαος, 45 ετών» και «Σφουντούρη Βασιλική, 35 ετών». Λίγα λεπτά μετά, πηγαίνει στον μικρό χώρο όπου φυλάσσονται τα οστά τους και αφήνει ένα λουλούδι στην μητέρα του.
Το Μαυσωλείο είναι ένας ιδιαίτερος τόπος. Η ησυχία που προσφέρει η απόσταση από την πόλη σε κάνουν να αναλογιστείς ακόμα περισσότερο την τραγωδία. Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ο Αργύρης Σφουντούρης κοίταξε για μια στιγμή πίσω, σα να αποχαιρετούσε για ακόμη μια φορά τους δύο πολύτιμους ανθρώπους που έχασε εβδομήντα χρόνια πριν.
Το Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού βρίσκεται πολύ κοντά στο πατρικό σπίτι του Αργύρη Σφουντούρη. Εκεί, εκτίθενται οι φωτογραφίες όλων των θυμάτων καθώς και αφιερώματα από τον τύπο της εποχής, ντοκουμέντα, φωτογραφίες από τη σφαγή και μαρτυρίες ενώ το ειδικά επεξεργασμένο οπτικοακουστικό υλικό που προβάλλεται σε μια ξεχωριστή αίθουσα δημιουργεί ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση καθώς πληροφορεί τους επισκέπτες για το χρονικό της τραγωδίας.
Στο ισόγειο του Μουσείου δεσπόζει η φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα, η οποία τραβήχτηκε από τον Ντμίτρι Κέσελ, ανταποκριτή του περιοδικού «Life» στο Δίστομο, λίγους μήνες μετά την τραγωδία. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο εθελοντής του Μουσείου και κάτοικος του Διστόμου, Χρήστος Παπανικολάου, η Μαρία Παντίσκα ήταν μόλις 17 ετών, αν και οι περισσότεροι που κοιτούν τη φωτογραφία πιστεύουν ότι ήταν γύρω στα 25 με 30, σημάδι ότι όσα βίωσε την μεγάλωσαν πρόωρα.
«Κανείς δεν πίστευε ότι είχαν έρθει για να μας σφάξουν»
10 Ιουνίου 1944. Εκείνο το πρωινό του Σαββάτου, οι κάτοικοι του Διστόμου προετοιμάζονταν για άλλη μια μέρα εργασίας ενώ ετοίμαζαν και το μνημόσυνο στους τέσσερις κατοίκους του Διστόμου που χάθηκαν ξαφνικά από τις σφαίρες των Γερμανών. «Στις 10 το πρωί μπήκαν πολλά γερμανικά φορτηγά. Εγώ ήμουν μπροστά στο σπίτι μου και έπαιζα με άλλα συνομήλικα παιδιά», θυμάται ο Αργύρης Σφουντούρης. «Συζήτησαν με τον πρόεδρο της κοινότητας και τον παπά αν έχει αντάρτες το χωριό και μετά, αφού τους είπαν ότι δεν έχουμε εδώ αντάρτες, έδωσαν διαταγή να κλειστούμε όλοι στα σπίτια. Άρχισαν να έρχονται στα σπίτια να ψάχνουν για όπλα και αντάρτες. Εμείς είχαμε κλειστεί στο σπίτι με τον πατέρα μου, δύο από τις αδερφές μου και μια εξαδέλφη της μεγαλύτερης αδελφής. Η μητέρα μου δεν ήταν στο χωριό. Είχε φύγει πρωί-πρωί με δύο γείτονες και με ένα κάρο, είχαν πάει στη Λιβαδειά να πάρουν εμπορεύματα, να ανταλλάξουν άλλα και να φέρουν πραμάτειες για το μαγαζί του πατέρα μου, για τα σπίτια και για άλλους συγγενείς και φίλους. Μετά από λίγο, αφού είχε ξεκινήσει η σφαγή και ίσως να είχε ολοκληρωθεί, αφού οι στρατιώτες δεν είχαν χρόνο γιατί με το φως της μέρας έπρεπε να επιστρέψουν στην Λιβαδειά, άκουσε ο πατέρας μου στο πλακόστρωτο αρβύλες. Κατέβηκε κάτω με την ελπίδα να μπορέσει να τους αποτρέψει να βάλουν φωτιά. Κανείς δεν πίστευε ότι είχαν έρθει για να μας σφάξουν. Ερχόντουσαν και πρωτύτερα με ένα ή δύο αυτοκίνητα, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν ότι θέλανε
«Μετά από λίγο, άρχισαν να ανεβαίνουν φλόγες και καπνοί και βγήκαμε έξω (από το σπίτι) και ψάχναμε στην αυλή να βρούμε τον πατέρα μας. Δεν τον βρήκαμε και ανοίξαμε την αυλόπορτα και ένας στρατιώτης που ήταν κοντά στο σπίτι, μας έκανε νόημα να πάμε να κρυφτούμε γιατί κάποιος άλλος με το οπλοπολυβόλο θα μας είχε εκτελέσει αμέσως. Έτσι σωθήκαμε. Ξανακλείσαμε την αυλόπορτα και περιμέναμε. Ακούγαμε τα φορτηγά να φεύγουνε. Ησύχασε το χωριό. Βγήκαμε τότε και είδαμε τον πατέρα μας σκοτωμένο και το άλλο πρωί ειδοποίησαν τη γιαγιά μας, είχαν φέρει το κάρο με τη μάνα μου. Ακούστηκε στην Λιβαδειά ότι κάτι γίνεται στο Δίστομο και οι δύο γυναίκες, η γειτόνισσα και η μάνα μου γύρισαν πίσω. Αν είχαν πάρει άλλη απόφαση, να περιμένουμε, πιθανότατα να είχαμε μάνα».
«Τα πρώτα χρόνια μετά ήμουν ετοιμοθάνατος. Παραιτήθηκα από το να θέλω να ζήσω. Είπα «αφού τα έχασα όλα, κάηκε το σπίτι, σκοτώθηκαν οι γονείς μου». Όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, στις 19 Ιουνίου 1944, πήραν ορισμένα ορφανά παιδιά που είχαν χάσει πατέρα και μάνα και εμένα με τις δύο αδερφές μου και μας πήγανε σε ένα ορφανοτροφείο. Λίγες μέρες μετά με στείλανε πίσω και λένε «δεν έχουμε δυνατότητα περίθαλψης βαριά αρρώστων». Ήμουν ψυχολογικά σε τέτοιο χάλι που δεν ήθελα να φάω, με είχανε ξεγράψει.»
Τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε δεν έχουν μειώσει την ένταση των συναισθημάτων. «Την στιγμή που δεν θα στενοχωριέμαι θα είμαι κλινικά νεκρός ή ηθικά νεκρός», λέει ο Αργύρης Σφουντούρης χαρακτηριστικά.
«Ένα τραγούδι για τον Αργύρη»
Το ντοκιμαντέρ είναι η συγκινητική ιστορία της ζωής του Αργύρη Σφουντούρη με φόντο τα γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τη Μεταπολίτευση. Μια ταινία για την αντιμετώπιση του προσωπικού θρήνου και την αναζήτηση της προσωπικής γαλήνης, η πορεία του στο δρόμο της επιστήμης, αλλά και η συνειδητοποίηση του ιστορικού χρέους που είχε για την διεκδίκηση των Γερμανικών αποζημιώσεων.
Ο Αργύρης Σφουντούρης είδε την ταινία σαν μια μεγάλη ευκαιρία και δέχθηκε να συμμετάσχει, αλλά με δύο όρους.
«Είπα να περιμένουμε. Το κάναμε δέκα χρόνια μετά από την πρώτη ερώτηση από τον σκηνοθέτη. Ο άλλος όρος ήταν να μην γράψουμε ένα σενάριο και το γυρίσουμε μέσα σε δύο-τρεις εβδομάδες, αλλά να το κάνουμε σιγά-σιγά, να το κάνουμε πραγματικά σαν ντοκιμαντέρ, να παρακολουθήσει τη ζωή μου.»
Ο Ελβετός σκηνοθέτης της ταινίας Στέφαν Χάουπτ γνώρισε τον Σφουντούρη όταν προσπαθούσε να ανεβάσει με μία θεατρική ομάδα στη σκηνή το βιβλίο «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη. «Τότε έψαχνα μία ανδρική φωνή που θα μπορούσε να διαβάσει για μας στην παράσταση κάποια κομμάτια της αρχής και του τέλους της Ασκητικής στα ελληνικά. Τη βρήκα στο πρόσωπο του Αργύρη Σφουντούρη. Η μεγάλη έκπληξη όμως ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν έμαθα, ότι για την παράσταση χρησιμοποιήσαμε τη δική του μετάφραση, στη γερμανική έκδοση τσέπης απλούστατα είχανε ξεχάσει να βάλουν το όνομα του μεταφραστή
«Λίγα χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 2003, βρισκόμασταν στην Κρήτη για διακοπές, στην οικογένεια της ελληνίδας γυναίκας μου. Την ίδια περίοδο οι Αμερικανοί είχαν εισβάλει στο Ιράκ. Σχηματίστηκε τότε μία ιδέα στο μυαλό μου: σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη βιογραφία του Αργύρη ως σημείο εκκίνησης για μία καινούρια ταινία».
Το μήνυμα που θέλει ο Αργύρης Σφουντούρης να περάσει η ταινία στο κοινό που θα την παρακολουθήσει είναι «να προσπαθήσουνε όλοι να μην γίνονται πόλεμοι, να πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι για το αν ο κόσμος είναι ειρηνικός ή όχι και όχι οι μεγάλες δυνάμεις και οι κυβερνήσεις».
«Πενθώ για την Γερμανία»
Το βιβλίο του Αργύρη Σφουντούρη «Πενθώ για την Γερμανία-Το παράδειγμα του Διστόμου» είναι αφιερωμένο στους γονείς του και σε όλα τα θύματα των γερμανικών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Περιέχει ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στις διαλέξεις τις οποίες έχει δώσει στην Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία και στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με τις υποχρεώσεις της Γερμανίας έναντι των θυμάτων των εγκλημάτων πολέμου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την προσωπική του εμπειρία από τη σφαγή του Διστόμου.
«Πενθούμε για μια Γερμανία που δεν μπορεί, δεν προσπαθεί να καταλάβει. Που ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν έχει καταφέρει να αφομοιώσει το ένοχο παρελθόν της», αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Ο Αργύρης Σφουντούρης έχει ξεχάσει πως είναι το μίσος πλέον. «Κατάλαβα ότι το μίσος είναι κάτι αρνητικό, κάτι που καταστρέφει εμένα. Το μίσος δεν είναι ο τρόπος που θα φέρει κάτι το καλύτερο. Η συμφιλίωση είναι η μόνη λύση».
Η ταινία βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 11 Ιουνίου, από την Filmtrade.
Το βιβλίο του Αργύρη Σφουντούρη «Πενθώ για την Γερμανία-Το παράδειγμα του Διστόμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βεργίνα.