Το «Συμπόσιο του Μαΐου» πραγματοποιήθηκε την Τρίτη το βράδυ, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με θέμα «Θέατρο, Αρχιτεκτονική, Θεατρικότητα». Κεντρικός ομιλητής ήταν ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μανόλης Κορρές και συντονιστής ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Ηρακλής Λογοθέτης.

Πριν την έναρξη της ομιλίας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός δήλωσε: «Είναι μια εκδήλωση η οποία έχει ξεκινήσει από την προηγούμενη διοίκηση. Είναι κάτι υπέροχο, πάρα πολύ όμορφο και φωτεινό. Είμαστε περήφανοι να έχουμε στο Εθνικό Θέατρο ανθρώπους του πνεύματος, της τέχνης και της επιστήμης όπως ο κύριος Κορρές. Ελπίζουμε με αυτόν τον τρόπο η σχέση μας με την τέχνη και την επιστήμη να συνεχιστεί και να εμπλουτιστεί γιατί είναι κάτι που το έχουμε όλοι ανάγκη».
Ο κ. Λογοθέτης ανέφερε ότι η θεατρική αρχιτεκτονική αντανακλά την κοινωνική διάρθρωση και απηχεί τις ταξικές, κοινωνικές ή άλλες διακρίσεις και προτεραιότητες της κάθε εποχής. Εκτός από τα κοινωνικά δρώμενα «κάθε πορεία μέσα στην θεατρική αρχιτεκτονική είναι μια πορεία στο εξωτερικό της κέλυφος και στην εσωτερική αρχιτεκτονική» η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την οργάνωση της σκηνής ,την κατεύθυνση του βλέμματος από τον ηθοποιό στο κοινό και από το κοινό στον ηθοποιό.
Ο κ. Κορρές δήλωσε ότι οι παραστατικές τέχνες ήταν, από παλιά, στην υπηρεσία, της κοινωνικής συνοχής. «Οι αρχαίοι, όχι μόνο οι Έλληνες, γενικότερα οι ιστορικοί λαοί χρησιμοποιούσαν και τους αγώνες ως μέσο στην υπηρεσία της επίτευξης της κοινωνικής συνοχής», όπως ήταν οι δραματικοί αγώνες στα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια, την αθηναϊκή γιορτή που γινόταν προς τιμήν του Διονύσου Ελευθερέως και παρακολουθούσαν όλοι οι Αθηναίοι. Οι δραματικές δραστηριότητες άφησαν το αποτύπωμά τους στην εικαστική τέχνη, κυρίως στα αγγεία, τα οποία «παριστάνουν την δράση των ηθοποιών ή δίνουν έμφαση στο θέμα το οποίο η δράση υπηρετεί».
Οι συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ότι «στην αγορά εντοπίστηκε η πιθανότερη θέση της ορχήστρας όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα του Θέσπιδος». Το θέατρο «αρχικά ίσως να το είδαν σαν μόδα οι Αθηναίοι, αλλά για είκοσι, για τριάντα χρόνια το επαναλάμβαναν και είχαν πειστεί ότι είχε μπει βαθιά στη ζωή τους και δεν μπορούσε να είναι μια έκτακτη, πρόσκαιρη, καταχρηστική χρησιμοποίηση μιας γωνιάς της αγοράς, αλλά έπρεπε να γίνει η μεγάλη επέκταση, να βρεθεί η οριστική τοποθεσία και να γίνουν οι οριστικές εγκαταστάσεις».
Μερικούς αιώνες αργότερα, σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους και για πρώτη φορά στην Αθήνα εμφανίζονται κτίσματα που υπηρετούν τον ίδιο σκοπό όπως το Θέατρο του Διονύσου, το Ωδείο του Περικλέους, η Στοά του Ευμένους.
Η κυκλική ορχήστρα στο θέατρο έχει τις ρίζες της σε μια ανθρωπολογική ιδέα σχετική με τα αρχέτυπα σχήματα του κύκλου και γεννήθηκε «από την παλιά μορφή του αλωνιού, στο οποίο μετά από μια καλή σοδειά ακολουθούσε ξέφρενη γιορτή με έντονο διονυσιακό χαρακτήρα». Ωστόσο, οι έρευνες έχουν δείξει ότι η ορχήστρα ήταν «ορθογώνια, τραπεζοειδής ακανόνιστη, ποτέ δεν ήταν κυκλική».
Η δημιουργία της σκηνής έγινε πραγματικότητα μετά την ήττα του Ξέρξη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η τέντα της στρατιωτικής σκηνής του έγινε λάφυρο των Ελλήνων. «Το ένα μισό το πήραν οι Αθηναίοι και πιθανώς, το μεγαλύτερο μέρος του κατέληξε στο θέατρο ως μεγάλη κουρτίνα και σκηνή μαζί».
Το 27 π.Χ., στην Αγορά των Αθηνών με χορηγία του Ρωμαίου στρατιωτικού και πολιτικού Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα, δημιουργείται ένα μουσικό θέατρο και ωδείο, το οποίο δεν διαφέρει σε τίποτα από τα σημερινά θέατρα. Ήδη, τον 1ο αιώνα π.Χ. το είδος των θεατρικών κτισμάτων είχε ήδη διαμορφωθεί.
Τέλος, η θεατρικότητα υπάρχει στις μεγάλες αρχιτεκτονικές συνθέσεις όπως η Ακρόπολη. «Το άνοιγμα της πρόσοψης των Προπυλαίων αντικαθιστά τα παλιά μυκηναϊκά τείχη με τις βαριές αναλογίες με κίονες, αετώματα και στοιχεία δανεισμένα από τους ναούς». Επίσης, η μεγάλη πλατεία στη Σιένα της Ιταλίας είναι «κάθε μέρα το θέατρο της κοινωνίας της πόλης».