Την Κυριακή 24 Μαΐου το απόγευμα οι αμερικανοί αδελφοί Τζόελ και Ιθαν Κοέν που κάθονται εφέτος στην καρέκλα του προέδρου της Κριτικής Επιτροπής θα ανακοινώσουν στην αίθουσα Lumiere τον εφετινό Χρυσό Φοίνικα αλλά και ποιες ταινίες μοιράζονται τα υπόλοιπα βραβεία. Η διοργάνωση δεν ήταν από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων, σίγουρα όμως υπάρχουν ταινίες που αξίζουν προσοχή και βράβευση. Κάποιες μάλιστα έχουν δημιουργήσει κλίμα γύρω τους, οπότε θεωρώ ότι πολύ δύσκολα θα λείψουν από τα βραβεία.
Μία από αυτές είναι «Ο γιος του Σαούλ», ουγγρική παραγωγή του νεαρού σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες, παλαιότερα βοηθού του Μπέλα Ταρ. Γυρισμένη εξ ολοκλήρου με κάμερα στο χέρι, η ταινία αναφέρεται στην προσπάθεια ενός ούγγρου «σοντερκομάντο» να πετύχει κάτι που έχει βάλει με πάθος στο μυαλό του μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς όπου η ιστορία τοποθετείται. «Σοντερκομάντο» λέγονταν οι «επίλεκτοι» εβραίοι τους οποίους οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η προσπάθειά του να τα καταφέρει θα είναι μια εμπειρία βουτηγμένη στην αγωνία, στον ιδρώτα, στο ασταμάτητο λαχάνιασμα και στο αίμα αθώων, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο φακός παρακολουθεί τον ήρωα από τη μέση και πάνω, με αποτέλεσμα να παρατηρούμε σε όλες τις λεπτομέρειες το πρόσωπό του και να ακούμε τα όσα φρικώδη συμβαίνουν γύρω του. Σπανίως πλέον το σινεμά προσφέρει τέτοιες σωματικές εμπειρίες και ο Λ. Νέμες μπορεί να αισθάνεται υπερήφανος που τα κατάφερε. Σημειωτέον να πω ότι οι εβραϊκής καταγωγής αδελφοί Κοέν έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία για το Ολοκαύτωμα και μία από τις ταινίες που μίσησαν είναι το «Η ζωή είναι ωραία» του Ρομπέρτο Μπενίνι, που το 1998 βραβεύθηκε στις Κάννες και αργότερα έφτασε ως τα Οσκαρ κερδίζοντας τρία. «Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων δεν είναι θέμα για να κάνεις πλακίτσες» έχουν πει τα δύο αδέλφια σε παλαιότερη συνέντευξή τους.

Το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής θα το έδινα στη «Νεότητα» («Youth») του Ιταλού Πάολο Σορεντίνο, μια ταινία στην οποία η νιότη και το γήρας αναπτύσσουν έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο με φόντο ένα πανάκριβο ξενοδοχείο της Ελβετίας. Yπάρχει όμως και ο παράγοντας «Carol». Η ταινία του Αμερικανού Τοντ Χέινς, που αναφέρεται στον ομοφυλοφιλικό έρωτα δύο γυναικών στη δεκαετία του 1950 (από ένα βιβλίο της Πατρίτσια Χάισμιθ), αγαπήθηκε από όλους όσοι την είδαν, έχει ήδη συγκεντρώσει ψιθύρους για τα επόμενα Οσκαρ και περιέχει φυσικά την ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ.
Ο «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου έχει επίσης πιθανότητες να κερδίσει κάποιο βραβείο –μακάρι και το μεγαλύτερο. Αν και με αδυναμίες από τη μέση και μετά, η ταινία διαπραγματεύεται με παγωμένο χιούμορ την ιδέα μιας κοινωνίας όπου οι άνθρωποι που έχουν μείνει μόνοι κλείνονται σε ένα ξενοδοχείο όπου θα πρέπει να βρουν τον ιδανικό σύντροφο. Αν δεν συμβεί αυτό, μεταμορφώνονται σε ζώα (επιλέγει ο καθένας ποιο ζώο του ταιριάζει). Στυλιζαρισμένη εκκεντρικότητα από τον δημιουργό του «Κυνόδοντα» στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του και απ’ ό,τι φαίνεται όχι την τελευταία.
Στυλιζαρισμένη μεν, εκκεντρική όμως όχι είναι και η «Δολοφόνος» του Ταϊβανού Χου Χσιάο Χσιέν, αγαπημένου «παιδιού» των Καννών, που τώρα σημειώνει μια μεγάλη επιστροφή. Βλέποντάς την ένιωσα να περπατώ μέσα σε γκαλερί που φιλοξενεί φίνους πίνακες της κινεζικής φύσης, ένα κομψοτέχνημα στην κυριολεξία που δεν θα πρέπει να λείψει από τα βραβεία.
Για τις ερμηνείες έχω ήδη αναφερθεί σε εκείνες που με άγγιξαν περισσότερο. Στους άντρες επιλέγω τον Γάλλο Βενσάν Λιντόν για τη δουλειά του στην ταινία «La loi du marche» («Ο νόμος της αγοράς») του Στεφάν Μπριζέ, όπου υποδύεται με απόλυτη ακρίβεια τον απολυμένο εργάτη ο οποίος προσπαθεί να συμβαδίσει με τη νέα τάξη πραγμάτων της ζωής του, αν και τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Αλλά από την άλλη μεριά πώς να ξεχάσεις τον Μάικλ Κέιν στην ταινία του Π. Σορεντίνο όπου ανακατεύει χιούμορ και παράπονο ενώ υποδύεται τον ηλικιωμένο διευθυντή ορχήστρας που νιώθει τόσο άδειος χωρίς την πεθαμένη γυναίκα του;
Στις γυναίκες, πέρα από την Κέιτ Μπλάνσετ της «Carol», με έχει κερδίσει η πρωταγωνίστρια της «Μητέρας μου» του Νάνι Μορέτι: η Μαργκαρίτα Μπούι υποδύεται αριστοτεχνικά την αριστερή σκηνοθέτρια η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον επικείμενο χαμό της άρρωστης μητέρας της, στην αδυναμία της να συνεννοηθεί με τη δική της κόρη και στην αγωνία της να τελειώσει την ταινία στην οποία δουλεύει.
Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι, όπως σε κάθε φεστιβάλ και με κάθε επιτροπή, στην πραγματικότητα όλα είναι ανοιχτά. Πολύ σπάνια μπορείς να προβλέψεις με βεβαιότητα ποιος θα είναι ο μεγάλος νικητής. Στις Κάννες άλλωστε δεν κερδίζουν μόνο τα φαβορί, όπως για παράδειγμα το «Μυστικά και ψέματα» του Μάικ Λι, η «Αγάπη» του Μίχαελ Χάνεκε ή «Η ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς αλλά και ταινίες που δεν περιμένεις καν να βραβευθούν όπως ο Φιλιππινέζος «Θείος Μπουνμί θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» του Απιτσατπόνγκ Βεερθεσακούλ που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα το 2010 με πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής –απ’ όλους τους ανθρώπους –τον… Τιμ Μπάρτον.

HeliosPlus