Η Αλκη Ζέη γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα αλλά έφυγε δύο χρονών για τη Σάμο. Στην Αθήνα επέστρεψαν οικογενειακώς το 1937. «Ημασταν δυστυχέστατες όταν ήρθαμε» λέει για την ίδια και την αδελφή της. Στην Κατοχή γνωρίστηκε, συναναστράφηκε και συμπορεύθηκε, μαζί με την αδελφή της, με όλους σχεδόν τους σημαντικούς Ελληνες εκείνης της εποχής. Το 1945 παντρεύτηκε τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, λίγο προτού αυτός φύγει με το περιβόητο «Ματαρόα» για το Παρίσι. Τελικά ο Σεβαστίκογλου με απόφαση του Κόμματος δεν έφυγε και ξεκίνησαν μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και ταλαιπωρίες.
Το 1963, πρόσφυγας στη Μόσχα, έγραψε το πρώτο της βιβλίο «Το καπλάνι της βιτρίνας». «Εζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος».
Το 2013 βγήκε το τελευταίο και αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο». Πριν από λίγες ημέρες αναγορεύθηκε επίτιμη διδάκτωρ Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Η ζωή που ζήσατε μοιάζει με αυτήν ενός κύκνου που αναγκάστηκε να ζήσει τη ζωή ενός θηρίου.
«Δεν μου κάνει εντύπωση, γιατί δεν ήμουν μόνο εγώ, ήταν πολλοί που ζήσανε έτσι και χειρότερα».
Αυτοί που έχουν γνωρίσει την ανάγκη και την έλλειψη γενικά τη φοβούνται λιγότερο.
«Ο παππούς, ο μπαμπάς της μητέρας μου, ο Γεώργιος Σωτηρίου, ήταν διευθυντής στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Κάθε καλοκαίρι πήγαιναν στη Σάμο και κουβαλούσε όλα του τα βιβλία, γιατί έλεγε «μπορεί κάποιο να μου χρειαστεί». Ετσι, το 1922 είχε κουβαλήσει τα βιβλία του, τα παιδιά του, τα κλειδιά του σπιτιού, και δεν έχασε τίποτα, γιατί δεν είχε κάτι άλλο να χάσει. Εμεινε στη Σάμο».
Εκτός από τον παππού; Ο πατέρας σας;
«Ηταν άνθρωπος που διάβαζε πολύ, στα νιάτα του ήταν φίλος με τον Νίκο Καζαντζάκη. Ηταν βενιζελικός, δημοκρατικός, αλλά ήταν φοβητσιάρης. Δεν μας άφηνε να πάμε εκδρομή με το σχολείο για να μην πάθουμε τίποτα».
Επομένως ο παππούς και οι γονείς ήταν τα πρότυπά σας;
«Περισσότερο οι δάσκαλοί μας. Τους γονείς τούς θεωρούσαμε δεδομένους. Στο γυμνάσιο ο Μιχάλης Αναστασίου, ο οποίος ήταν και ξάδελφος του Καζαντζάκη, μας έκανε Αρχαία αλλά μέσα στο μάθημα μας διάβαζε Ιψεν και Καβάφη».
Ενας καθηγητής σήμερα τι περιθώριο έχει;
«Εχει υποχρέωση να βρίσκει τρόπους ώστε να καθοδηγεί τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία».
Εσάς ποιος σάς έδωσε το πρώτο σημαντικό βιβλίο που διαβάσατε;
«Ο άντρας της Διδώς Σωτηρίου, ο θείος Πλάτων, όταν αρχίσαμε να διαβάζουμε, μας έφερνε βιβλία. Θυμάμαι αυτό του Πέτρου Πικρού «Πετάει-πετάει ο άνθρωπος»».
Είναι ενός είδους τύχη για ένα παιδί να υπάρχει στην οικογένεια κάποιος αντισυμβατικός και να το οδηγήσει σε διαφορετικούς δρόμους…
«Βέβαια. Και εγώ είχα τη μεγαλύτερη τέτοια τύχη, τη Διδώ».
Μετά ήρθατε στην Αθήνα και ήρθε η Κατοχή. Πότε ήταν που είπατε ότι πρέπει να αντισταθείτε;
«Είχαμε τη Διδώ, η οποία σιγά-σιγά μας έβαζε στην Αντίσταση, μας έβαζε στο νόημα. Μετά, στου «Λουμίδη», γνωρίσαμε όλους τους υπόλοιπους. Τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Πλωρίτη, τον Σεβαστίκογλου. Πηγαίναμε στο θέατρο του Κουν. Στην Κατοχή βλέπαμε Ιψεν και αμερικάνικο θέατρο που το μετέφραζε ο Γιώργος με ονόματα ισπανικά, για να λένε ότι είναι ισπανού συγγραφέα. Εχω τη μετάφραση από τα «Καπνοτόπια» με τα ισπανικά ονόματα. Πιστεύαμε ότι μπορούσαμε και εμείς να βοηθήσουμε για να ελευθερωθούμε. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς και δεν υποψιάστηκε κανείς το σπίτι μας. Και ποιος δεν πέρασε. Η Μαρία Σβώλου, η Ηλέκτρα που την εκτέλεσαν, η Μέλπω Αξιώτη».
Ο «Λουμίδης» για εσάς ήταν νησίδα πνευματικής ελευθερίας ή αντίστασης;
«Εκεί δεν μιλούσαμε για Αντίσταση, αλλά το να μιλάμε για λογοτεχνία και ποίηση ήταν κι αυτό μια ανάσα. Σαν να βρισκόσουν κάπου αλλού».
Με τον Γκάτσο, λόγω της σχέσης του με την αδελφή σας, πρέπει να ζήσατε και ένα μέρος της διαδικασίας του να ωριμάζει και να γίνεται σπουδαίος.
«Οταν τον γνωρίσαμε, έγραφε την «Αμοργό». Ηξερε τόσα πράγματα και πάντα ο Γιώργος αναρωτιόταν: «Αυτό το παιδί από την Ασέα πού τα έμαθε όλα αυτά; Πού έμαθε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά; Πού ξέρει όλη τη ρωσική και τη γαλλική φιλολογία;»».
Την «Αμοργό» την είδατε σε πολύ αρχικό στάδιο;
«Ναι. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Τον ρωτούσαμε και αυτός γελούσε».
Η άλλη νησίδα που λέγεται Μάνος Χατζιδάκις;
«Με τον Μάνο ήμασταν συνομήλικοι. Ημασταν πολύ φίλοι. Ακου τι λογοκρισία μού έχει κάνει στο Τρίτο Πρόγραμμα. Διάβαζαν ένα βιβλίο μου, το «Κοντά στις ράγες». Αναφέρεται στη Ρωσική Επανάσταση και υπάρχει ένας ήρωας, ο Ιγκορ. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Αλκη μου, με συγχωρείς, αλλά πρέπει να σου κάνω λογοκρισία. Θέλω να σου ζητήσω τον Ιγκορ, επειδή ακούγεται πολύ ρωσικό, να τον πούμε Ιγκόρ που δεν θα τους χτυπήσει άσχημα λόγω του Στραβίνσκι»».
Πρέπει να ήταν πολύ σπουδαίο συναίσθημα το να νιώθετε ότι ανάμεσά σας ζούσαν οι πραγματικοί ποιητές.
«Το θεωρούσαμε φυσικό. Ημασταν στη γέννηση του «Ικαρου» στο σπίτι του Πατσιφά που πήγαιναν ο Πλωρίτης, ο Καρύδης, ο Σεβαστίκογλου, ο Χατζιδάκις».
Σήμερα μπορεί να υπάρχουν νέοι πολύ σημαντικοί και να τους χάνουμε μέσα στη γενική απαξίωση;
«Δεν νομίζω ότι θα χαθεί κανείς εάν είναι ταλέντο. Κάπου θα βγει».
Πώς βιώσατε το φευγιό του Σεβαστίκογλου για τη Ρωσία;
«Υπήρχε ο Εμφύλιος. Εφυγε και καθώς οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να ζουν μια κανονική ζωή, κατάλαβα ότι εγώ ήμουν ο μη κανονικός άνθρωπος. Στην παρανομία είχα σύνδεση με τον Μπελογιάννη, τον Μπάτση, την Ελλη Παππά, και όλοι μαζεύονταν στο σπίτι της αδελφής μου ξένοιαστοι, εκτός από εμένα».
Την ημέρα της εκτέλεσης του Μπελογιάννη τη θυμάστε;
«Τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Ηταν μια μέρα που θαρρείς ότι κάπως ο κόσμος τόλμησε. Θυμάμαι ότι καθόμασταν στην πλατεία Αμερικής σε ένα καφενείο με τον Λέοντα Κουκούλα και τον Πέλο Κατσέλη, ο οποίος είχε μια εφημερίδα. Τη διάβαζε και χωρίς φόβο είπε: «Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα φυλάξω την εφημερίδα, να την έχουν τα παιδιά μου». Ηταν η πρώτη φορά που άρχισε να μιλάει πιο ανοιχτά ο κόσμος ενώ υπήρχε τρομοκρατία».
Είχαν χαθεί συνολικά οι ανθρώπινες σχέσεις εκείνη την εποχή.
«Την περίοδο του Εμφυλίου δεν είχα παιδιά. Εκείνοι που είχαν, αναγκάζονταν να ζήσουν μακριά τους, και τα συναντούσαν αργότερα. Στο Μεταγωγών συνάντησα μια καθηγήτρια, η οποία είχε ένα κοριτσάκι που ήρθε να τη δει και έπαθε μπροστά της κρίση επιληψίας. Ταράχτηκα πάρα πολύ και της είπα: «Στη θέση σου θα υπέγραφα, δεν θα το άντεχα αυτό». Με μια υπογραφή μπορούσε να βγει. Και με «κάρφωσε» στο Κόμμα ότι της έκανα υποδείξεις να υπογράψει».
Ο Μάης του ’68 πρέπει να ήταν η πρώτη εξέγερση που είδατε περισσότερο ως παρατηρητής. Πρέπει να είχε ένα άλλου είδους ενδιαφέρον για εσάς.
«Τον Μάη του ’68 ξανοίχτηκε το πνεύμα μας. Οι άλλοι τον θεωρούσαν πολύ μεγάλη επανάσταση, όμως εμάς δεν μας φαινόταν ύστερα από όσα είχαμε περάσει. Ο γιος μου μας ρώτησε: «Πού θα μας πάτε τώρα, στην Κίνα;»».
Οταν προσδίδουμε τιμή σε κάποιον άλλον, αυτόματα πρέπει να τη μειώσουμε από εμάς τους ίδιους. Νιώσατε να σας συμβαίνει αυτό με κάποιον από τους «απέναντι»;
«Για μένα ο Εμφύλιος τελείωσε όταν γνώρισα την Αμαλία Καραμανλή στο Παρίσι. Ως τότε δεν κάναμε παρέα με κανέναν δεξιό. Μετά αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι πρέπει πια να είμαστε όλοι μαζί και στην Ελλάδα».

«Δεν υπάρχει ούτε ένας πολιτικός για τον οποίο θα έκλαιγα»

Μπήκατε ποτέ στο δίλημμα αν θα ψηφίσετε κάτι άλλο εκτός από την Αριστερά;

«Οχι, δεν είχα καμία αμφιβολία. Και, για να πω την αλήθεια, στην Αριστερά έμεινε η ψυχή μου».
Τώρα υπάρχει πολιτικά κάτι που να λέτε «η ψυχή μου είναι εκεί»;
«Οχι. Τώρα δεν είναι πουθενά η ψυχή μου».
Θα θέλατε όμως;
«Πώς δεν θα ‘θελα».
Το λέτε με κάποιον καημό.
«Φυσικά. Θυμόμαστε με την αδελφή μου το κλάμα που κάναμε όταν αποστάτησε ο Τσιριμώκος. Ερχόταν σπίτι μας, μιλούσε πολύ ωραία, πολύ θερμά και όταν αποστάτησε κλαίγαμε. Εδώ και καιρό μου συμβαίνει κάτι πολύ κακό: δεν υπάρχει ούτε ένας πολιτικός για τον οποίο θα έκλαιγα, έστω κάνοντας μια αποστασία».
Ο Μανώλης Γλέζος;
«Ο Γλέζος δεν έπρεπε να ασχοληθεί με την πολιτική, έπρεπε να μείνει ο ήρωας όλων των Ελλήνων».
Ομως να που δυνάμωσε η Χρυσή Αυγή.
«Με τη Χρυσή Αυγή θύμωσα. Πώς το αφήσαμε αυτό το πράγμα και ξαναφύτρωσε; Είναι φασίστες, είναι εγκληματίες. Επί Χίτλερ ακόμη δεν ξέραμε τι έχει κάνει. Μετά τα είδαμε. Αφού τα μάθαμε όλα αυτά, πώς μπορείς να είσαι εκεί;».
Αν μαθαίνατε ότι κάποιος δικός σας άνθρωπος ψήφισε Χρυσή Αυγή, τι θα κάνατε;
«Θα τον έφτυνα κατάμουτρα. Δεν μπορεί σήμερα να είσαι φασίστας, δεν γίνεται».
Εχετε βιώσει σχεδόν κάθε λέξη που έχετε γράψει.
«Ναι, αλλά δεν πιστεύω στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Οσες φορές μου έχουν προτείνει δεν έχω πάει. Δεν νομίζω ότι μπορείς να συμβουλέψεις έναν νέο πώς να γράψει. Να του πεις «αυτό δεν είναι καλό» ή «πρόσεξε αυτό». Μπορείς να το πεις, αλλά την κατεύθυνση θα την πάρει μέσα από τα διαβάσματά του».
Ζούμε σε μια εποχή όπου όλοι δίνουν συμβουλές σε όλους.
«Ο Τσέχοφ έχει γράψει ένα βιβλιαράκι «Συμβουλές στον νέο συγγραφέα». Είναι εξαιρετικό. Λέει πώς να μη γράφεις πολλά, πώς να μην κάνεις άχρηστες περιγραφές της φύσης. Και της γυναίκας, τώρα που το σκέφτομαι. Οπως περιέγραψαν τις γυναίκες ο Τσέχοφ και ο Τολστόι, δεν τις έχει περιγράψει κανείς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ