Το φθινόπωρο του 1961, ο φωτογράφος Τεντ Ράσελ έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο του που του μίλησε για ένα τραγουδιστή της φολκ ο οποίος παρουσίαζε τον εαυτό του σαν ένα είδος περιπλανώμενου αλήτη που ακολουθούσε τα βήματα του θρύλου της φολκ Γούντι Γκάθρι.
Ο φωτογράφος άκουγε τζαζ και δεν γνώριζε τίποτα από την φολκ μουσική, ωστόσο διαισθάνθηκε ότι μπορεί να έβγαζε μια καλή ιστορία και πήγε στο Gerde’s Folk City, έναν μουσικό χώρο για τους λάτρεις της φολκ, στο Γκρίνουιτς Βίλατζ για να φωτογραφήσει τον εικοσάχρονο, τότε, Μπομπ Ντίλαν. Ως φωτογράφος, ο Ράσελ εντυπωσιάστηκε από τον πολύ καλό φωτισμό του χώρου αλλά δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η μουσική που άκουσε.
«Κοιτούσα μέσα από την οθόνη της φωτογραφικής μηχανής για κάποια αλλαγή στην έκφραση του και ήμουν ανυποψίαστος για όλα τα υπόλοιπα», λέει. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο άνθρωπος που φωτογράφιζα θα γινόταν μουσικό είδωλο σε ολόκληρο τον κόσμο».
Ο Ράσελ επισκέφτηκε τον Ντίλαν και στο διαμέρισμά του, στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, όπου έμενε με την κοπέλα του, Σουζ Ροτόλο. «Τους είπα: Κάντε ότι θα κάνατε αν δεν ήμουν εδώ. Έκαναν αυτό που τους είπα, με αγνόησαν».
Ο Ράσελ δεν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων με τις φωτογραφίες του που απεικόνιζαν τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες ενός ανερχόμενου τραγουδιστή της φολκ. «Όταν έβαλα ένα ντέμο του Μπομπ Ντίλαν να παίξει, οι εκδότες της Saturday Evening Post με ρώτησαν αν το έχω βάλει να παίζει στη σωστή ταχύτητα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Μπομπ Ντίλαν γεννήθηκε το 1941 στο Ντουλούθ της Μινεσότα ως Ρόμπερτ Άλαν Ζίμερμαν. Πέρασε μια κλειστή παιδική ηλικία και εφηβεία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 συναντήθηκε με το ίνδαλμά του, τον Γούντι Γκάθρι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πηγαίνει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη. Ο Ντίλαν έχει αποκαλύψει σε συνέντευξή του την εξάρτησή του από την ηρωίνη, μια συνήθεια που απέκτησε με το που έφτασε στη Νέα Υόρκη ενώ παλιότερα, δήλωσε, ότι είχε τάσεις αυτοκτονίας.
Το λέυκωμα «Bob Dylan: NYC 1961-1964» κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli της Νέας Υόρκης.