Οσοι αγαπούν τις ταμπέλες την αποκαλούν «αιώνια ενζενί». Μπορεί να μετρά ήδη 15 επιτυχημένα χρόνια με συνεχή παρουσία στο θέατρο, αλλά το νεανικό παρουσιαστικό της τής δίνει ένα μοναδικό ερμηνευτικό πασπαρτού: μπορεί να υποδύεται γυναίκες που έχουν τραυματιστεί πολύ από τη ζωή αλλά και κορίτσια που έχουν την έξαψη της ορμητικής εκκίνησης. Η Ιωάννα Παππά επαναλαμβάνει αυτή την εποχή με επιτυχία τον μονόλογο «Οδός Πολυδούρη» της Ρούλας Γεωργακοπούλου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, στο θέατρο Θησείον, ενσαρκώνοντας την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στην τελευταία φάση της πολυτάραχης ζωής της. Το καλοκαίρι θα περιοδεύσει ως σοφόκλεια «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη και τον χειμώνα θα είναι η αιώνια ερωτευμένη με τον έρωτα Μάσα στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Μας μίλησε για τη σκηνική της γνωριμία με την Πολυδούρη, το χωριό που λέγεται Ελλάδα και τη σημασία της αποκαθήλωσης των μύθων σου αν θες να ζήσεις την ολόδική σου αλήθεια.
Είναι η δεύτερη χρονιά που υποδύεται την ελληνίδα ποιήτρια και αυτή τη φορά «με πετυχαίνει σε μια διαφορετική στιγμή της ζωής μου. Πέρυσι κουβαλούσα αρκετή θλίψη μέσα μου, είχα την τάση να υπερτονίζω οτιδήποτε δραματικό με συναντούσε, επικοινωνούσα 100% με το σκοτάδι της Πολυδούρη. Εφέτος απολαμβάνω πιο πολύ την όλη διαδικασία, έχουν μπει όλα στη θέση τους».
Η διαστρέβλωση της ψυχοθεραπείας

Η δράση τοποθετείται στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, η ποιήτρια βρίσκεται σε παραληρηματικό αναβρασμό λίγο προτού πεθάνει, μόλις σε ηλικία 29 ετών: «Η αγαπημένη μου φράση από το έργο είναι κάτι που λέω προς το τέλος: «Αναιρώντας σχεδόν κάθε μέρα, έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου». Με αγγίζει πολύ. Ολοι έχουμε νιώσει μια μεγάλη ματαίωση, την ανάγκη να μη διεκδικήσουμε άλλο, να ξημερώνει το πρωί και να μη θέλεις να κάνεις τίποτα. Υπάρχουν λοιπόν κάποια πράγματα που τρέφονται από σένα και επειδή δεν τολμάς να τα αντιμετωπίσεις αρχίζεις να αργοπεθαίνεις εξαιτίας τους. Αφήνεσαι σε κάτι φαινομενικά βολικό που τελικά σου στερεί τη ζωή. Η Πολυδούρη άλλαξε πολλές φορές πορεία, φαινομενικά δεν καθηλώθηκε, πήγε στο άλλο άκρο, λες και ήθελε διαρκώς να καταπιάνεται με κάτι για να μη νιώσει απόγνωση. Πρακτικά ήταν δραστήρια αλλά ψυχολογικά ήταν καταβεβλημένη».

Η ίδια έχει μάθει να δίνει ισόποσο χώρο στο φως και στο σκοτάδι μέσα της: «Η διαστρεβλωμένη ψυχοθεραπεία απαιτεί να φτάσεις σε ένα σημείο που να είσαι πάντα καλά. Πώς μπορείς να είσαι μόνο καλά; Και γιατί πρέπει να είσαι μόνο καλά; Εχω μέσα μου σε ισόποσα μεγέθη υγεία και αρρώστια. Και είμαι σε ανοιχτό διάλογο και με τα δύο. Οταν βλέπω ανθρώπους που δυσκολεύονται να παραδεχθούν τα σκοτάδια τους, μέσα μου γελάω και αναρωτιέμαι: «Αραγε γιατί εγώ έχω αυτή την ευκολία;»».

Η Ελλάδα παραμένει συντηρητική

Στην παράσταση η Πολυδούρη απευθύνεται με κοριτσίστικο θυμό σε όσους έχουν φτιάξει τον μύθο της χωρίς τη συγκατάθεσή της. Στο κοινό που την ταύτισε με τον Καρυωτάκη και περιορίστηκε στη μελοδραματική εκδοχή της ερωτικής τους ιστορίας, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια το αντιμετώπισε κι αυτό με σαρωτικό δυναμισμό: του είχε κάνει ακόμη και πρόταση γάμου σε μια εποχή που μόνο και να υψώσεις το βλέμμα σε έναν άντρα ήταν πράξη παρεξηγήσιμη. Παράλληλα η μητέρα της προετοίμασε τον ανήσυχο χαρακτήρα της φέρνοντάς την σε επαφή με τους φεμινιστικούς κύκλους της εποχής. Αν ζούσε σήμερα, πώς θα ήταν η ζωή της; «Η Πολυδούρη θα φαινόταν προχωρημένη και για τη σημερινή Ελλάδα. Ηταν γεννημένη για να ταρακουνήσει τα πράγματα σε οποιαδήποτε εποχή κι αν ζούσε. Και η Ελλάδα παραμένει συντηρητική. Για παράδειγμα, ήμουν με έναν γνωστό μου πριν από λίγο καιρό ο οποίος ως καλλιτέχνης συνηθίζει να κυκλοφορεί βαμμένος. Φεύγουμε πρωί από κάπου, μπαίνουμε σε ένα ταξί, τον βλέπει ο ταξιτζής και ρωτάει: «Να φοβηθώ;». Στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη και σε τόσα άλλα μέρη αυτά σταμάτησαν να προκαλούν σοκ και δέος από τα 60s. Η Ελλάδα παραμένει μια μικρή γειτονιά. Εχουμε τόσα νησιά αλλά η ελευθερία της θάλασσας δεν μας αγγίζει. Προτιμούμε να ζούμε με νοοτροπία ορεινού χωριού».

Ερωτας χωρίς happy end

Αν θα μπορούσε να μιλήσει σήμερα με τη Μαρία Πολυδούρη, τι θα της έλεγε; «Θα συζητούσα μαζί της για τον έρωτα. Για εκείνη έρωτας και θάνατος ήταν απολύτως συνδεδεμένοι. Και στο πρόσωπο του Καρυωτάκη αυτά τα δύο συνδυάζονταν μοναδικά. Η Πολυδούρη πίστευε στο ματαιωμένο, στο ανεκπλήρωτο, στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, στο ότι οι πραγματικά μεγάλοι έρωτες μόνο έτσι μπορούν να τελειώσουν, χωρίς αίσιο τέλος».

Η αποκαθήλωση των μύθων

Πριν από δύο χρόνια ένιωσε την ανάγκη να απέχει από τη δουλειά της: «Δούλευα ασταμάτητα σε τρεις και τέσσερις παραστάσεις τον χρόνο και ένιωσα ότι το θέατρο είχε γίνει πιο πραγματικό από την ίδια μου τη ζωή, σαν να ζούσα στον απόηχο των ρόλων μου. Δεν είχα όμως την οικονομική άνεση για να κάνω παύση και αναγκάστηκα να βρω την ισορροπία σιγά-σιγά μέσα μου. Οπως συμβαίνει με όλους τους μύθους της ζωής σου, τους γονείς, τους μέντορες, τους έρωτες, έτσι και με το θέατρο. Πρέπει να το αποκαθηλώσεις για να έρθεις σε πιο ουσιαστική επαφή μαζί του».

HeliosPlus