Η είδηση του θανάτου της Μάγια Πλισέτσκαγια το Σάββατο 2 Μαϊου από ανακοπή καρδιάς προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση στους φίλους του χορού και όχι μόνο. H χορεύτρια-θρύλος, η παλαι ποτέ βασίλισσα του σοβιετικού μπαλέτου στο χάρισμα της οποίας υποκλίθηκαν οι ισχυροί της Γης αλλά και εκατομμύρια απλοί άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 89 ετών. Η ζωή της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέχνη της αφού δεν δίσταζε ν΄ανέβει στην σκηνή ακόμη κι όταν πλέον είχε περάσει για τα καλά τα 80 της χρόνια…

Το 2011 με αφορμή μια ακόμη επικείμενη τότε επίσκεψή της στην Αθήνα και το Μέγαρο Μουσικής προκειμένου να ερμηνεύσει το «Ave Maya» την χορογραφία που είχε δημιουργήσει ο Μορίς Μπεζάρ ειδικά γι΄αυτήν πριν από μερικά χρόνια, είχε μιλήσει στο «Βήμα» ξεδιπλώνοντας ευθύς εξαρχής το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της. Χαρακτηριστικό το σχόλιό της για την οικονομική κρίση στην χώρα μας : «Κρίση στην Ελλάδα;Αστειεύεστε, φαντάζομαι…Ξεχνάτε,φαίνεται,ότι εγώέχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος τηςζωής μου σε μια πραγματικά δύσκοληκατάσταση, την πρώην ΣοβιετικήΕνωση. Δεν υπήρχε ελευθερία, νόμοςή τάξη,η διαφθορά βασίλευε παντού.Οσο για την οικονομία, πραγματικόχάος! Ας μη μιλάμε λοιπόν, τώρα, γιαδυσκολίες» σχολίαζε συγκεκριμένα.

Η Πλισέτσκαγια αγαπούσε πολύ την χώρα μας και διατηρούσε πάντα έντονες αναμνήσεις: «Μπορεί να μπερδεύω θέατρακαι ξενοδοχεία», έλεγε «αλλά τιςπόλεις τις θυμάμαι πάντοτε πολύ καλά.Πέρα από αυτό το γενικό, όμως,ποιος είναι άραγε αυτός που θα μπορούσενα ξεχάσει την Ακρόπολη; Εχωφωτογραφίες στον Παρθενώνα καιθαυμάσιες αναμνήσεις από αυτή τηχώρα η οποία στάθηκε τόσο σημαντικήγια την τέχνη και τον πολιτισμό.Οσο για το Ηρώδειο,είναι ένα από ταωραιότερα θέατρα του κόσμου, αν όχιτο ωραιότερο» έλεγε χαρακτηριστικά.

Διατηρούσε σταθερή αισιοδοξία για το παρόν και το μέλλον σε σχέση με το παρελθόν. «Η τέχνη υπήρχε,υπάρχεικαι θα υπάρχει»έλεγε.«Είναι αλληλένδετημε την ίδια τη ζωή και καμιάοικονομική ή πολιτική συγκυρίαδεν μπορεί να τη σκοτώσει. Το πιστεύωακράδαντα:σήμεραείναι πολύπιο εύκολο για κάποιον να ασχοληθείμε την τέχνη.Η συμβουλή μου,λοιπόν,σε έναν νέο άνθρωπο που θέλεινα κάνει καλλιτεχνική καριέρα θαήταν να δει πρώτα αν έχει ταλέντο καιαφού βεβαιωθεί πως πράγματι το διαθέτει,νακυνηγήσει το όνειρό του μεόποιο κόστος».

Δεν συμμεριζόταν την περιρέουσα γκρίνια περί έλλειψης ταλέντων στην σημερινή εποχή. Θεωρούσε πως και σήμερα υπάρχουν θαυμάσιοι χορευτές στα μεγάλα συγκροτήματα. Αντιδρούσε έντονα, όμως, όταν κάποιος την ρωτούσε αν έχει βρεθεί η διάδοχός της. «Οι βασιλείς και οιγονείς έχουν διαδόχους και απογόνους,οικαλλιτέχνες όχι» έλεγε. «Στην τέχνη,αν έχεις πραγματικά κάτι ναπεις,ποτέ δεν πρέπει να διαδέχεσαικανέναν. Οφείλεις να είσαι μοναδικός,πρωτότυπος».

Η λαμπερή καριέρα της σε σχέση με τις δυσκολίες που βίωσε στην πρώην Σοβιετική Ενωση επανερχόταν σταθερά στον λόγο της σ΄εκείνη την συνέντευξη. Επαναλάμβανε διαρκώς ότι όλα αυτά σαφώς επηρέασαν τόσο την ίδια όσο και τους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός της αλλά ήταν υπερήφανη που κατάφερε να υπερβεί τα εμπόδια και να πετύχει όσα πέτυχε. Ο τρόπος της αποδείκνυε ότι παρά τα δεκαεπτά – τότε- χρόνια που είχαν περάσει από την κυκλοφορία της πρώτης αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Εγώ, η Μάγια Πλισέτσκαγια», η οποία μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ, η ένταση μέσα της δεν είχε ακόμη καταλαγιάσει.

Στο βιβλίο αυτό η Πλισέτσκαγια περιέγραφε με τρόπο άκρως παραστατικό τη ζωή της- και μέσω αυτής τη ζωή του σοβιετικού καλλιτέχνηαπό τα τέλη του ΄30 ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Στις σελίδες του βιβλίου (το οποίο το 2007 ακολούθησε ένα ακόμη, εξίσου επιτυχημένο, με τίτλο «Δεκατρία χρόνια μετά») ζωντανεύουν οι κυριότερες στιγμές αλλά και τα πολλά πρόσωπα της μπαλαρίνας: η τραυματική παιδική ηλικία, το πάθος για τον χορό, η επαγγελματική καταξίωση, οι συγκρούσεις με συναδέλφους αλλά και με τη σοβιετική εξουσία.

Μέσα από την αφήγηση η χορεύτρια που μαγνήτισε με την αντισυμβατική παρουσία της και ενέπνευσε χορογράφους όπως ο Μορίς Μπεζάρ και οΡολάν Πετίεναλλάσσεται με τη λαμπερή γυναίκα: τα κοσμικά κοκτέιλ πάρτι με τονΧρουστσόφ(ο ίδιος διηγούνταν μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι την είχε δει τόσες φορές στη «Λίμνη των Κύκνων»- το σήμα κατατεθέν της- ώστε στα όνειρά του ανακατεύονταν τανκς με… λευκό τούλι!), η φιλία με τονΡόμπερτΚένεντι,η γνωριμία με προσωπικότητες όπως οΑντρέι Ζαχάροφ, οΖορζΜπαλανσίν,οΦρανκ Σινάτρα, οΝτμίτρι Σοστακόβιτς, οΡίτσαρντ Αβεντονκαι οΠιερ Καρντέν…

Γεννημένη στις 20 Νοεμβρίου 1925, η Μάγια Πλισέτσκαγια βίωσε την τραγωδία και την απώλεια πολύ νωρίς στη ζωή της. Προτού ακόμη συμπληρώσει τα δώδεκα χρόνια της ο πατέρας της εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς, η μητέρα της οδηγήθηκε σε στρατόπεδο στο Καζακστάν και η ίδια στιγματίστηκε ως κόρη ενός «εχθρού του λαού». Το 1943 έγινε μέλος των φημισμένων μπαλέτων Μπαλσόι όπου όμως, λόγω του οικογενειακού παρελθόντος της, επί χρόνια της απαγορευόταν η συμμετοχή σε περιοδείες στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αποκλεισμός της από τις εμφανίσεις του συγκροτήματος στο Λονδίνο το 1956, με την ίδια να «απαντά» με μια διονυσιακού θριάμβου εμφάνιση στη Μόσχα.

Τρία χρόνια αργότερα, εντούτοις, ο ίδιος ο Χρουστσόφ θα συναινέσει στη συμμετοχή της στην περιοδεία των Μπαλσόι στη Νέα Υόρκη παίρνοντας προσωπικά το ρίσκο μιας πιθανής αυτομόλησής της. Η Πλισέτσκαγια θα εμφανιστεί στις ΗΠΑ, θα δρέψει δάφνες και θα επιστρέψει στην πατρίδα της προς μεγάλη ικανοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο την αντάμειψε γι΄ αυτό: δύο πολυτελή αυτοκίνητα, προσωπικός οδηγός, εξοχική κατοικία σε περιζήτητη περιοχή κοντά στη Μόσχα, πανάκριβα ρούχα… Ωστόσο οι «μάχες» συνεχίστηκαν. Και όπως η ίδια είχε δηλώσει, ποτέ δεν αφέθηκε να ξεχάσει ότι όλα αυτά τα προνόμια θα μπορούσαν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή.

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της πρώτης αυτοβιογραφίας της Πλισέτσκαγια αναφέρεται στον τρόπο που βίωσε η ίδια την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου:«Θυμάμαι ανθρώπους στους δρόμους γύρω από τα μεγάφωνα που μετέδιδαν ηρωική μουσική και τα τελευταία νέα…πρόσωπα που πρόδιδαν φόβο και ένταση…Υπήρχαν τεράστιες ουρές παντού.Τα πόδια μου πάγωναν από την πολύωρη παραμονή στην ίδια στάση.

Μόνη μου διέξοδος,το θέατρο.Μπορεί να ρωτήσετε πώς είχα τη δυνατότητα να πηγαίνω,όμως τα εισιτήρια ήταν απίστευτα φθηνά.Στην πραγματικότητα, μέχρι αρκετά πρόσφατα,τα εισιτήρια στην πρώτη σειρά του Μπαλσόι στοίχιζαν μόλις τρία ρούβλια και 50 καπίκια.

Και όλα αυτάόταν οι ντομάτες στην αγορά στοίχιζαν 10-15 ρούβλια το κιλό.Είχα λοιπόνμια επιλογή:είτε να φάω μια ντοματοσαλάτα αμφίβολης ποιότηταςείτε να πάω τέσσερις φορές στο θέατρο.Διάλεγα,λοιπόν,τροφή της ψυχής».

«Αν διέφευγα στη Δύση θα μου έλιωναν τα πόδια»

Η Μάγια Πλισέτσκαγια είχε αρκετές ευκαιρίες να διαφύγει στη Δύση. Γιατί λοιπόν δεν το έπραξε; Στην αυτοβιογραφία της υποστήριζε ότι φοβόταν.«Θα οργάνωναν κάποιο αυτοκινητικό ατύχημα,θα έλιωναν τα πόδια μου…φοβόμουν ότι θα με σκότωναν» έγραφε. Φαίνεται ότι οι φόβοι της είχαν κάποια βάση καθώς εκείνη την εποχή ακουγόταν έντονα στους κύκλους της ότι η ΚGΒ οργάνωνε κάποιο «ατύχημα» προκειμένου να σπάσει τα πόδια του Νουρέγεφ ο οποίος είχε ήδη αυτομολήσει στη Δύση.

Ανακαλούσε την ανάμνηση ενός υπέροχου μπουκέτου από τριαντάφυλλα που της είχε στείλει ο θρυλικός Ρούντι στη διάρκεια της δεύτερης περιοδείας της στις ΗΠΑ το 1962.Ο Νουρέγεφ τη συνέχαιρε για την επιτυχία της και ευχόταν να συνεργαστούν κάποια στιγμή στο μέλλον.

Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι κάθε επαφή μαζί του, ακούσια ή εκούσια, θα είχε κυρώσεις για αυτήν,είχε αποκλείσει από μόνος του κάθε περίπτωση απάντησης, μη αποκαλύπτοντας ούτε τη διεύθυνση ούτε το τηλέφωνό του.Παρ΄ όλα αυτά, την επομένη ημέρα ένας κατάσκοπος της ΚGΒ την επισκέφθηκε και,μυρίζοντας με δήθεν θαυμασμό τα τριαντάφυλλα, τη ρώτησε τι θα έκανε στην περίπτωση που ο Νουρέγεφ της έστελνε λουλούδια… «Φοβήθηκα μέχρι θανάτου» έλεγε η Πλισέτσκαγια.

Σε άλλο κεφάλαιο, με τίτλο «Πώς πληρωνόμαστε»,αφού υποστήριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών του Μπαλσόι στο εξωτερικό πήγαινε«στη χρηματοδότηση πολυτελών διακοπών των κεφαλών του κόμματος», ισχυριζόταν ότι οι χορευτές στις περιοδείες έπρεπε να επιβιώνουν με μόλις πέντε δολάρια την ημέρα.

Προκειμένου να μη λιποθυμήσουν από την πείνα,γράφει,κατέφευγαν στις…ζωοτροφές: «Εχοντας καταναλώσει φαγητό για ζώα νιώθεις πολύ δυνατός» έγραφε χαρακτηριστικά. «Ψήναμε μπιφτέκια για σκύλους ανάμεσα σε δυο ηλεκτρικά σίδερα του ξενοδοχείου,βράζαμε λουκάνικα στο μπάνιο… ο ατμός μάς έπνιγε, έφευγε κάτω από τις πόρτες των δωματίων, έφτανε να “μπουκώνει” ακόμη και τα ασανσέρ. Την ώρα του φαγητού ο μπουφές άδειαζε μέσα σε δευτερόλεπτα και αρπάζαμε τα γκαρσόνια από τις μπλούζες ζητώντας περίσσευμα. Ηταν απίστευτα ντροπιαστικό, απαίσιο…».