Λίγες ημέρες μετά την επιβολή της χούντας, άρχισαν τα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» μετά μουσικής. Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύθηκαν με το ΥΠ αριθμ. 13/1-6-1967 ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου του Στρατού Οδυσσέα Αγγελή, το οποίο έχει ως εξής:

«1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα διά ολόκληρον την επικράτειαν:
Απαγορεύεται:

α) Η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη», δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν.

β) Το άδειν άπαντα τα άσματα, τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας, διαλυθείσης δυνάμει της παραγράφου 8 του διατάγματος της 6ης Μαΐου 1967, δοθέντος ότι τα εν λόγω άσματα υποκινούν πάθη και διενέξεις εις τους κόλπους του πληθυσμού.

2) Οι παραβαίνοντες την ως άνω διαταγήν πολίται θα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως ενώπιον στρατοδικείων και θα δικάζωνται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκτάκτου νομοθεσίας».

Και κάπου εκεί άρχισαν τα βάσανα όσον αφορά την ελληνική μουσική και το ελληνικό τραγούδι στην περίοδο της μαύρης επταετίας. Τραγούδια απαγορεύτηκαν, τραγούδια λογοκρίθηκαν, όλοι και όλα έπρεπε να περνούν από επιτροπές λογοκρισίας, όπου ο κάθε «γαλονάς» απαγόρευε ή κατέστρεφε ακόμη και δίσκους βινυλίου, ειδικά αυτούς των 45 στροφών, για να μην μπορούν να παιχθούν στα πικάπ της ραδιοφωνίας και να μεταδοθούν έστω και αργά το βράδυ.
Αλιείς «ύποπτων» λέξεων


Ο Μανώλης Μητσιάς και ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης συνεργάζονται και παρουσιάζουν για πρώτη φορά ένα μουσικό αφιέρωμα στα τραγούδια που απαγόρευσε ή λογόκρινε η χούντα. Στις 21 και 22 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τραγούδια με σαφές και έντονο πολιτικό στίγμα αλλά και «ελαφρά» τραγούδια, αφού οι λογοκριτές των συνταγματαρχών ανακάλυπταν συνεχώς ύποπτες λέξεις και κρυφά νοήματα ακόμη και σε μια ερωτική μπαλάντα, αν οι δημιουργοί της είχαν την ατυχή έμπνευση να την έχουν αφιερώσει στιχουργικά σε κάποια «Ελευθερία», σε μια «Νίκη», σε μια «Αναστασία»!
Πέρα από τους συνήθεις υπόπτους –Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Μαρκόπουλο, Διονύση Σαββόπουλο ή Μάνο Χατζιδάκι – εμφανίζονταν στις μαύρες λίστες της επιτροπής λογοκρισίας και τραγούδια του Μπαγιαντέρα, του Βασίλη Τσιτσάνη και του Μάρκου Βαμβακάρη. Φυσικά απαγορεύτηκαν και οι αντίστοιχοι στιχουργοί, από τον Κώστα Βίρβο και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ως τους μεγάλους ποιητές μας, Νίκο Γκάτσο και Γιάννη Ρίτσο, και τους νομπελίστες μας, Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, όπως επίσης και κάθε Σοβιετικός, Ρώσος κ.ο.κ. Ετσι λοιπόν κομμένος από το ραδιόφωνο ο Τσαϊκόφσκι, κομμένος ο Προκόφιεφ, αλλά κομμένος και ο Ντβόρζακ. Ο,τι δηλαδή δεν «συμμορφωνόταν προς τας υποδείξεις». Αλλά και τραγούδια υπεράνω υποψίας, όπως το «Πέταξ’ ένα πουλί» του Κώστα Κλάββα και του Αλέξη Αλεξόπουλου, ακόμη και το «αθώο» «She loves you» των Beatles.
Λογοκρισία, παλιά ιστορία
Στα «Απαγορευμένα τραγούδια» –«Διότι δεν συνεμορφώθην», όπως είναι ο ακριβής τίτλος των συναυλιών, έχει αναλάβει την ιστορική έρευνα και τη διαμόρφωση του προγράμματος ο δημοσιογράφος Γιώργος Μονεμβασίτης, ο οποίος μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής» για τον κορμό αλλά και το νόημα των δύο μουσικών παραστάσεων. Η ιστορία της λογοκρισίας αρχίζει χρόνια πίσω από τη χούντα, όπου σύμφωνα με την έρευνά του η μουσική και το τραγούδι υπέστησαν λογοκρισία και πριν από τη μεταξική περίοδο. «Το ρεμπέτικο για παράδειγμα. Οι τολμηροί στίχοι των τραγουδιών του, κυρίως εκείνοι που χαρακτηρίζονταν χασικλίδικοι, έδιναν δικαίωμα στους λογοκριτές να ασκήσουν την εξουσία τους. Οι μεταξικοί νόμοι επέβαλλαν ασφαλώς πιο αυστηρές προδιαγραφές λογοκρισίας. Αλλά και μετά την περίοδο Μεταξά, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η μετεμφυλιακή Δεξιά διατήρησαν το ρεμπέτικο στο περιθώριο. Το κρατικό ραδιόφωνο –ΕΙΡ (Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας) ονομαζόταν τότε –μόλις το 1958 επέτρεψε να μεταδοθεί ρεμπέτικο από τις ραδιοσυχνότητές του. Και όχι όποιο κι όποιο. Μόνο κάποια κανταδόρικα, του Βασίλη Τσιτσάνη» υπογραμμίζει ο Γιώργος Μονεμβασίτης.
Στην περίοδο της χούντας είχαν απαγορευτεί ακόμη και τα ρεμπέτικα λόγω του μπουζουκιού. «Λογοκρισία στο τραγούδι επιβαλλόταν πάντοτε με δύο τρόπους» σύμφωνα με τον Γ. Μονεμβασίτη: «Προληπτικά και κατασταλτικά. Υπήρχε μια ειδική επιτροπή στο υπουργείο Προεδρίας στην οποία οι δημιουργοί ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν τα τραγούδια τους (στίχους, αλλά και μουσική σε παρτιτούρα!). Και η επιτροπή αποφαινόταν, λειτουργώντας προληπτικά, αν αυτά τα τραγούδια επιτρεπόταν να δισκογραφηθούν. Στην κρατική ραδιοφωνία δεν υπήρχε επίσημα κάποια ανάλογη επιτροπή, αλλά ο κάθε… ανευθυνοϋπεύθυνος αρμόδιος μπορούσε να επέμβει κατασταλτικά και να απαγορεύσει τη μετάδοση κάποιου τραγουδιού που πίστευε ότι δεν συμπορευόταν με τα χρηστά ήθη του ελληνικού κράτους. Ετσι είχαμε αρκετά κρούσματα λογοκρισίας στο τραγούδι ακόμη και προτού κηρυχτεί η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967».

«Μαύρη Φορντ» και φάλτσος Μίκης


Στην περίπτωση του τραγουδιού «Η μαύρη Φορντ» η λογοκρισία λειτούργησε κατασταλτικά. Ενώ στη δισκογραφική έκδοση με τα τραγούδια και τη μουσική της ιστορικής παράστασης το τραγούδι υπάρχει, απαγορεύτηκε να μεταδίδεται από το ραδιόφωνο λόγω της… ανηθικότητας των στίχων του (Αχ τι κακό, αχ τι κακό! / Μέσα στη Φορντ ένα βράδυ μαγικό! / Αχ τι κακό, αχ τι κακό! / Εχασα κάτι που το είχα φυλαχτό!). Και ιδού και ένα παράδειγμα επιβολής λογοκρισίας –κατασταλτική και αυτή –στην προ δικτατορίας περίοδο με κριτήρια… αισθητικά. Ο κύκλος τραγουδιών «Λιποτάκτες» του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση του αδελφού του Γιάννη, ερμηνευμένος από τον ίδιο, είχε απαγορευτεί να μεταδίδεται από το ΕΙΡ, το 1965, με την αιτιολογία ότι ο τραγουδιστής ήταν φάλτσος!
Στην περίοδο της επταετίας τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα αλλά και περισσότερο ευτράπελα. «Υπήρχαν παραδείγματα προληπτικής λογοκρισίας που προκαλούν μειδιάματα αν όχι γέλωτες, που προϊδέαζαν για τη σίγουρη τύχη τέτοιων τραγουδιών. Το τραγούδι «Να ‘τανε το ’21» του Σταύρου Κουγιουμτζή σε στίχους της Σώτιας Τσώτου. Οι αρχικοί στίχοι του εμπεριείχαν κάπου τη φράση «…και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα, μια Τουρκοπούλα αγκαλιά». Με αυτούς πρωτοηχογραφήθηκε το 1969 σε δίσκο 45 στροφών με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. Η εν λόγω φράση ενόχλησε τους… καλούς γείτονες, οι οποίοι με διάβημά τους πέτυχαν την απόσυρση του δίσκου από την αγορά και με απόφαση της επιτροπής λογοκρισίας το τραγούδι ξαναηχογραφήθηκε με αλλαγμένη τη φράση σε «…και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα, μια ομορφούλα αγκαλιά»».

Πώς είναι να σου κόβουν τη φωνή
Δύο δημιουργοί, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Μάνος Ελευθερίου, που ένιωσαν τη λογοκρισία των έργων τους, μιλούν για αυτή την εμπειρία τους.
«Πίστευα πάντα και συνεχίζω να πιστεύω ότι τα αντιφασιστικά τραγούδια δεν χρειάζεται να είναι «φωνακλάδικα»» λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Οπως, για παράδειγμα, το «Αχ χελιδόνι μου». Με αυτή τη λογική έγραψα και το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» όπου σε ένα σημείο αναφέρει «πέφταμε φωνάζοντας Κάτω οι Γερμανοί». Εγώ την «Καισαριανή» όμως δεν την έγραψα για ένα – δυο συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά για αυτό το μακέλεμα, για το ότι οι Γερμανοί πήγαιναν τα παιδιά και τα εκτελούσαν επειδή ήταν παιδιά της Αντίστασης. Και έγραψα αυτό το τραγούδι, το οποίο ακόμη και σήμερα τραγουδιέται. Το περίεργο είναι ότι εκείνο τον καιρό είχα κρίση σκωληκοειδίτιδας και είχα πάει να χειρουργηθώ. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες –επειδή κάθε εγχείρηση είναι ένα περίεργο πράγμα που σε φοβίζει, εφόσον σε κοιμίζουν και σε ανοίγουν –είχα την εντύπωση ότι θα πεθάνω. Με αυτή τη μυρωδιά του θανάτου πήγε η σκέψη μου στην Καισαριανή και έγραψα αυτό το τραγούδι, το οποίο και λογοκρίθηκε. Απορώ, από την άλλη, πώς πέρασε το «Αχ χελιδόνι». Οπως πρέπει να αναφέρω ότι το 1970 κατέβηκε η μουσικοθεατρική παράσταση «Ο δρόμος». Γιατί περιελάμβανε τα τραγούδια μου «Μίλα μου για τη λευτεριά» και «Εξι άντρες»». (Σ.σ.: στις παραστάσεις θα ακουστεί το τραγούδι «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή»).
Και ο Μάνος Ελευθερίου συμπληρώνει: «Την εποχή εκείνη ήταν απαγορευμένος όλος ο Μίκης Θεοδωράκης και φυσικά όσα τραγούδια – στίχοι είχαν τη μουσική του. Το ίδιο έγινε και με εμένα εφόσον είχα δώσει στον Μίκη τραγούδια. Αλλά δεν υπήρχαν μόνο εκεί κρούσματα λογοκρισίας. Στη «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου επενέβη η λογοκρισία και άλλαξε τη λέξη συμμορία σε κομπανία (σ.σ.: «Μαλαματένια λόγια») ενώ θέμα υπήρξε και στον στίχο «Παρασκευή το βράδυ στις 9» (σ.σ.: «Τα λόγια και τα χρόνια»), έπρεπε να φύγει επειδή Παρασκευή προς Σάββατο έγινε το πραξικόπημα. Εγώ φυσικά τους είχα πει ότι εννοούσα τη Μεγάλη Παρασκευή».

πότε & πού:

21 – 22 Απριλίου Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ωρα έναρξης: 20.30, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ