Αρκετά είναι τα αμερικάνικα μουσεία που έχουν αρχίσει να επιστρέφουν, στην Ινδία, αρχαία κειμήλια, τα οποία πιθανώς να είχαν κλαπεί από τον Ινδό έμπορο έργων τέχνης Σαμπχάζ Καπούρ. Μετά από έρευνα των ομοσπονδιακών αρχών, αποδείχθηκε ότι ο Καπούρ κρυβόταν πίσω από την μεγαλύτερη επιχείρηση εισαγωγής λαθραίων αρχαιοτήτων που έγινε ποτέ σε αμερικάνικο έδαφος. Η δράση του Καπούρ δεν περιορίστηκε μόνο στην Αμερική, αλλά επεκτάθηκε στην Αυστραλία, την Άπω Ανατολή και την Ευρώπη.
Μάλιστα, ο Καπούρ διατηρούσε την γκαλερί «Art of the Past» (H τέχνη του παρελθόντος) με τα συγκεκριμένα κειμήλια, στην λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης. Μέχρι τώρα, μουσεία στην Χαβάη και στη Μασαχουσέτη έχουν επιστρέψει αντικείμενα, ενώ τον περασμένο Οκτώβριο, το Μουσείο Τέχνης του Τολέδο στο Οχάιο παρέδωσε στις αρχές ένα άγαλμα αξίας 245 χιλιάδων δολαρίων, το οποίο είχε αγοράσει από τον Καπούρ το 2006.
«Σίγουρα, εξαπάτησε πολλούς ανθρώπους», δήλωσε ο διευθυντής του μουσείου του Οχάιο Μπράιαν Κένεντι. Ο εξηνταπεντάχρονος Σαμπχάζ Καπούρ αναμένεται να δικαστεί στην πατρίδα του με την κατηγορία του εμπορίου κλεμμένων αρχαίων κειμηλίων, συνολικής αξίας εκατό εκατομμυρίων δολαρίων. Ο ίδιος δηλώνει αθώος.
Ακόμα δεκαπέντε μουσεία, ανάμεσα στα οποία το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, φέρονται να έχουν αντικείμενα του Καπούρ, ωστόσο, οι εκπρόσωποι τους δήλωσαν ότι, μετά από σχετική έρευνα, τα αντικείμενα δεν βρέθηκαν να είναι κλεμμένα ενώ, πριν τα παραδώσουν στις αρχές, θα ήθελαν να δουν επίσημο χαρτί που να αναφέρει ότι είναι παράνομα.
«Πρέπει να ξεφορτωθούμε οποιοδήποτε αντικείμενο έχει το όνομά του Καπούρ επάνω του. Με αυτό τον τρόπο θέλουμε να στείλουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν είναι μέρος της αποστολής μας να κατέχουμε τέτοιου είδους έργα τέχνης», είπε ο Στέφαν Τζοστ, διευθυντής του Μουσείου Τέχνης της Χονολουλού, που έδωσε στις αρχές συνολικά επτά αντικείμενα ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν και βουδιστικά αγαλματίδια.
Η έρευνα των ομοσπονδιακών αρχών ξεκίνησε το 2012 με εφόδους τόσο στην γκαλερί του Καπούρ όσο και σε αρκετές αποθήκες όπου υπήρχαν ινδικά αρχαία. Την ίδια περίοδο, οι αρχές έκαναν έκκληση στα μουσεία να επανελέγξουν την προέλευση των αντικειμένων που πωλήθηκαν ή προσφέρθηκαν ως δωρεά από τον Καπούρ. Επίσης, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις, στην αδερφή του Καπούρ, σε μια γυναίκα που δήλωνε σύντροφός του και στον διευθυντή της γκαλερί Άαρον Φρίντμαν. Μάλιστα, ο Φρίντμαν, τον Δεκέμβριο του 2013, δήλωσε ένοχος σε έξι κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν ενώ λέγεται ότι συνεργάζεται με τις αρχές.
Ο Στίβεν Ούρις, καθηγητής στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Μαϊάμι και ειδικός σε θέματα μουσείων, δήλωσε ότι η επιστροφή των αρχαίων αντικειμένων, ακόμα και αυτών που συνοδεύονταν από νόμιμα χαρτιά, «στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στα άλλα μουσεία». Τα μουσεία ως θεσμοί πιέζονται συνεχώς να διώξουν από τις συλλογές τους, έργα τέχνης που είτε προέρχονται από αβέβαιους εμπόρους είτε έχουν κλαπεί ή πουληθεί στην μαύρη αγορά.
Γιώτα Φλώρου