«Ανήκω σε μια μεγάλη γενιά, στην ονειροπόλα γενιά της Εθνικής Αντίστασης, την καλύτερη της Ελλάδος και την τελευταία καλή της δημοσιογραφίας», λέει ο Κώστας Νίτσος. Ιστορικός διευθυντής της εφημερίδας «Τα Νέα» στη χρυσή εποχή της, έδωσε έμφαση στις καλλιτεχνικές σελίδες του φύλλου, που στις μέρες του ήταν φημισμένες. Τη Δευτέρα 30 Μαρτίου, η Ένωσις Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) θα τον τιμήσει για την προσφορά του στον Τύπο με τη μεγαλύτερη τιμητική της διάκριση, το μετάλλιο «Ξενοφών».

Με αυτήν την αφορμή του μιλήσαμε για τη δημοσιογραφία που άσκησε και τη δημοσιογραφία σήμερα και για την τέχνη του θεάτρου που παρακολούθησε στενά ως εκδότης του πρωτοποριακού περιοδικού Θέατρο (1961-1981) αλλά και ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.


Ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, θυμάται τα χρόνια της Κατοχής, την αντιστασιακή δράση ως αντάρτης πόλεων ενώ εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Εμπρός. «Μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και την επόμενη μέρα έγινα αντάρτης πόλεων. Το αντάρτικο της πόλης ήταν σκληρότερο από το αντάρτικο του βουνού. Στο βουνό ήσουνα συγκροτημένος και μαχόσουν έναν συγκροτημένο εχθρό. Στην πόλη δεν ήξερες ποιος είναι ο εχθρός, μπορεί να ήταν ο γείτονάς σου, ο διπλανός σου».
Μετά τον πόλεμο, πιάνει δουλειά στα Νέα. Για τον ίδιο, «δημοσιογραφία σημαίνει φρόνημα υψηλό. Είχαμε τότε το φρόνημα να κάνουμε κάτι καλό, όχι για να αποκτήσουμε λεφτά ή αναγνωρισιμότητα, δεν τα ξέραμε αυτά και τα περιφρονούσαμε. Θεωρούσαμε ότι ως δημοσιογράφοι αναλαμβάναμε μια αποστολή, ότι ήμασταν ένα είδος ιεραπόστολου για το καλό αυτού του λαού, για το καλό του τόπου που ανήκαμε, για το καλό της Ελλάδας, της πατρίδας μας». Μόλις ξεστομίζει την τελευταία λέξη, σπεύδει να διευκρινίσει: «Είμαι αριστερός, αριστερότατος», τονίζει, «αλλά δεν ντρέπομαι να πω την Ελλάδα πατρίδα και δεν έπαψα να τη λέω. Ήμουνα πραγματικά Έλληνας και πραγματικά κομμουνιστής –κομμουνιστής χωρίς κόμμα, δεν ανήκω σε κανένα κόμμα».
Αποτιμώντας τη χρυσή εποχή του Τύπου, ο γελοιογράφος Κώστας Μητρόπουλος στο βιβλίο του 1960-2015: Τα καλύτερά μας χρόνια (Μεταίχμιο, 2014) γράφει: «O πιο θαρραλέος από τους διευθυντές που μου έτυχαν ήταν ο Νίτσος. Στην εποχή της χούντας –που την είχε γράψει στα τέτοια του –δημοσιεύθηκαν στα ΝΕΑ σκίτσα που αν δεν ήταν αυτός δεν θα είχαν δημοσιευθεί ποτέ!». Σε λίγες γραμμές δίνει το πορτρέτο του Κώστα Νίτσου: «Φοβερά και γλαφυρά αθυρόστομος με ένα βλέμμα που κάρφωνε και έψαχνε σύγχρονα, με μια κρίση ανελέητη για πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις. Επινοητικός στην ύλη και πρωτότυπος στην παρουσίασή της, τοποθετημένος σταθερά αριστεροκεντροαριστερά οδήγησε τα ΝΕΑ σε κυκλοφορίες που δεν ξεπεράστηκαν, ούτε θα ξεπεραστούν ποτέ».
Στις μέρες του τα Νέα ήταν μια «πολιτική και οικονομική αλλά κυριότατα πολιτιστική καθημερινή εφημερίδα. Δημιουργήσαμε τη δεύτερη σελίδα, που ήταν πολιτιστική και καταπιανόταν με θέματα ελληνικά αλλά έπιανε και θέματα διεθνή. Μέσα από τη σελίδα αυτή του πολιτισμού πέρασαν όλα τα λατινοαμερικάνικα και τα αφρικάνικα κινήματα, πολιτικά κατ’ εξοχήν και φιλελεύθερα, πέρασε η δημοκρατία». Μένει στα Νέα ως το 1975.

Τον Απρίλιο του 1975 η ΕΣΗΕΑ αρχίζει απεργία διαρκείας με αίτημα την αύξηση των αποδοχών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των δημοσιογράφων, θέτοντας όμως και θέματα ηθικής και δεοντολογίας με σκοπό να στηρίξει την ουσιαστική αποστολή της δημοσιογραφίας. Για δεκαπέντε ημέρες δεν κυκλοφορούν εφημερίδες. Η ΕΣΗΕΑ αποφασίζει εκδώσει δικό της φύλλο, την Αδέσμευτη Γνώμη, και οι συνάδελφοί του καλούν τον Νίτσο να αναλάβει τη διεύθυνση. Κυκλοφόρησε μονάχα ένα φύλλο, στις 13 Μαΐου 1975, που εξαντλήθηκε αμέσως. Το εκδοτικό κατεστημένο δέχεται τα αιτήματα των δημοσιογράφων, υπό τον όρο να μη συνεχιστεί η έκδοση της Αδέσμευτης Γνώμης. «O Nίκος Καραντηνός έλεγε ότι η Αδέσμευτη Γνώμη μόνο με ένα φύλλο έσπασε τα δεσμά του Τύπου από μια φεουδαρχική εργοδοσία. Εγώ λέω ότι, αν είχε βγάλει και δεύτερο φύλλο, η Ελλάδα θα είχε αλλάξει ιστορία», λέει ο Κώστας Νίτσος.
Για την κρίση που λέγεται ότι περνά ο Τύπος στην εποχή μας, είναι άραγε το ίντερνετ που φταίει γι’ αυτό; «Η έντυπη δημοσιογραφία δεν θα πεθάνει από την ηλεκτρονική, δεν είναι αυτός ο εχθρός της», υποστηρίζει. «Αν το επάγγελμά μας έχασε την ισχύ του, φταίμε εμείς. Η δημοσιογραφία πια μας ετελείωσε, διότι έπαψε αποτελεί κίνητρο των ανθρώπων να υπηρετήσουν κάτι κοινό, τον άλλον».
Πώς βλέπει άραγε, από την προοπτική που του δίνει ο χρόνος και η εμπειρία, το μέλλον του Τύπου; «Κουπονάτο» απαντά. «Πριν από είκοσι χρόνια, μου έκαναν την ίδια ερώτηση και έδωσα την ίδια απάντηση. Ύστερα από λίγο βγήκε αλήθεια. Οι αναγνώστες δεν αγοράζουν πλέον εφημερίδα για την εφημερίδα την ίδια αλλά για τα κουπόνια». Παρ’ όλα αυτά πιστεύει ότι η δημοσιογραφία γενικά, και η έντυπη δημοσιογραφία ειδικότερα, έστω κι αν έχουν στενέψει τα όριά της, δεν θα πεθάνει. «Αρκεί να βρεθούν νέα παιδιά να υψώσουν το φρόνημά της».
Ο ίδιος πιστεύει ότι η δική του γενιά εκπλήρωσε την αποστολή της.
Θέατρο και Εθνικό Θέατρο
Εκδότης του πρωτοποριακού περιοδικού Θέατρο, από το 1961 έως το 1981, με κάποιες διακοπές στη διάρκεια της δικτατορίας, ανέδειξε πολλούς έλληνες δημιουργούς. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, λέει. «Θέατρο σημαίνει έργο και ελληνικό θέατρο σημαίνει ελληνικό έργο». Το περιοδικό υποστήριξε την ελληνική δραματουργία αλλά και τη θεατρική κουλτούρα με αφιερώματα, εμπεριστατωμένα κείμενα σπουδαίων υπογραφών μεταξύ των οποίων ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Σολομός.
Η στήλη του θεατρική κριτικής με τίτλο «Αστερίσκοι» άφησε εποχή. «Ήταν σύντομη κριτική σαν ριπή πολυβόλου, πέντε ως δέκα αράδες τυπογραφικές, που εκτός από την κριτική μιας παράστασης στόχο είχε να ανακαλύψει και να προβάλει τους νέους και απροστάτευτους ανθρώπους της τέχνης».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, διορίζεται διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Εκ των υστέρων λέει: «Το μόνο -ελπίζω- λάθος της ζωής μου ήταν ότι δέχτηκα για πρώτη και τελευταία φορά και υπό μεγάλη πίεση να αναλάβω τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν ένα εθνικό γηροκομείο. Υπήρξε μεγάλη αντίδραση στις αλλαγές που ήθελα να κάνω. Ξεσηκώθηκε το θέατρο, ξεσηκώθηκε και το ίδιο το κόμμα που με τοποθέτησε εκεί. Εντέλει έπαθα ένα έμφραγμα και είπα «άντε γεια»».
Δεν θέλησε να σχολιάσει τα τρέχοντα θέματα των κρατικών θεατρικών σκηνών, ούτε την παραίτηση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρού Σωτήρη Χατζάκη που ζήτησε ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης ούτε τις στάσεις εργασίες που ξεκινούν οι απλήρωτοι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ. Όρισε όμως τα προσόντα που θεωρεί εκείνος ότι πρέπει να έχει ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου: «Να είναι έντιμος άνθρωπος, να ξέρει να διοικεί, να έχει απεριόριστη μόρφωση, ήθος και υψηλό φρόνημα. Να αναλάβει τη δουλειά χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Αυτό ήταν το δικό μου σλόγκαν και ως διευθυντή των Νέων και του Θεάτρου».
Δίνει μία συνέντευξη κάθε τριάντα χρόνια, μου λέει, και τον πέτυχα σε φάση ομιλητική. Μου δίνει ραντεβού για την επόμενη συνέντευξη το 2021, «που το ‘χω σκοπό να το γιορτάσω μαζί με τον Κολοκοτρώνη με διαφορά 200 ετών». Διότι, όπως λέει, παρότι στις 30 Νοεμβρίου θα κλείσει τα 95 χρόνια του, δεν αισθάνεται γέρος, αλλά «νεολαίος, έτοιμος να ξαναβγώ στο κλαρί».
Πού και πότε:
Η εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Νίτσου θα γίνει τη Δευτέρα 30 Μαρτίου, στις 7.30 μ.μ., στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20). Για την προσφορά του τιμώμενου θα μιλήσουν η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου και οι Φάνης Κακριδής, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κώστας Μητρόπουλος, Βασίλης Παπαβασιλείου, Θανάσης Παπαγεωργίου. Χαιρετισμό θα απευθύνουν η Φανή Πετραλιά, ο Δημήτρης Κουμπιάς, ο Γιώργος Διαλεγμένος και η Φώφη Κορίδη.