Το 1988 ο Κλάους Πάιμαν, τότε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Αυστρίας (Burgtheater), έπεισε τον Τόμας Μπέρνχαρντ να γράψει ένα πολύ επικίνδυνο έργο: το «Heldenplatz». Το 1938 στην ιστορική πλατεία Heldenplatz της Βιέννης έβγαλε ο Χίτλερ την πανηγυρική ομιλία του για την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία ενώ πλήθος συγκεντρωμένων Αυστριακών ζητωκραύγαζε. Πενήντα χρόνια μετά ο Μπέρνχαρντ αναγκάζει τους συμπατριώτες του να αντιμετωπίσουν την ανομολόγητη συνενοχή τους σε ένα σκοτεινό κεφάλαιο της Ιστορίας. Το «Heldenplatz», σε σκηνοθεσία του ίδιου του Πάιμαν, ανέβηκε στο Burgtheater της Βιέννης προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. Το πέσιμο της αυλαίας ακολούθησαν 45 λεπτά χειροκροτημάτων, επευφημιών αλλά και σφυριγμάτων και αποδοκιμασιών για συγγραφέα και σκηνοθέτη. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Αυστρίας δήλωσε την επομένη ότι η παράσταση συνιστούσε «μια προσβολή εναντίον του αυστριακού λαού», ενώ το θέατρο δέχθηκε πληθώρα υβριστικών επιστολών. Τρεις μήνες αργότερα ο Μπέρνχαρντ απεβίωσε.
Πίστη, τόλμη, όραμα


Πολιτική θέση, ιστορική συνείδηση, κοινωνική παρέμβαση, πίστη, τόλμη και προπαντός όραμα: η παραπάνω ιστορία συνοψίζει τις σημαντικότερες αρετές χάρη στις οποίες ο επικεφαλής ενός μεγάλου κρατικού θεατρικού οργανισμού θα μπορούσε να παραγάγει φιλόδοξο, ριζοσπαστικό έργο, να προκαλέσει συζητήσεις –γιατί όχι και διαμάχες –γύρω από ιστορικά ζητήματα, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στα πνευματικά και κοινωνικά πράγματα του τόπου. Ο Πάιμαν συνιστά μια τέτοια σπάνια περίπτωση: έβαλε το Burgtheater ξανά στον χάρτη ως ένα από τα σημαντικότερα θέατρα στην Ευρώπη. Οχι τυχαία, από το 1999 βρίσκεται στο τιμόνι του Berliner Ensemble, κορυφαίου θεάτρου της Γερμανίας.
Εχουν περάσει πράγματι πολλά χρόνια από τότε που η αυτοκράτειρα Μαρία Τερέζα ίδρυσε το Burgtheater επειδή επιθυμούσε ένα θέατρο δίπλα στο παλάτι της. Στην Ελλάδα το Βασιλικό Θέατρο ιδρύθηκε το 1900, ενώ επανιδρύθηκε ως εθνικό Θέατρο το 1930 με νόμο του τότε υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου.
Τα εθνικά θέατρα γεννήθηκαν σε εποχές όπου η σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης συνιστούσε ύψιστη προτεραιότητα. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει σήμερα ένας τέτοιος οργανισμός; Πώς ορίζεται η «εθνική ταυτότητα» στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης και μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς; Η σημερινή παγκόσμια πολιτική, πέρα από οικονομική, είναι, ως γνωστόν, και πολιτισμική: οι περισσότερες χώρες προσπαθούν να δημιουργούν φίλους μέσω της τέχνης που παράγουν και των εκπροσώπων της. Στο πνεύμα αυτό το Εθνικό Θέατρο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρέσβης της Ελλάδας στο εξωτερικό. Να ενταχθεί σε ένα θεσμοθετημένο και καταξιωμένο δίκτυο διαχείρισης πολιτιστικών προϊόντων, όπως αυτό της Ενωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, στην οποία ανήκουμε, και το Εθνικό και το ΚΘΒΕ, χωρίς όμως να εκμεταλλευόμαστε τα οφέλη από τη συμμετοχή μας (πότε είναι η τελευταία φορά που στείλαμε μία παράσταση σε Συνάντηση της εν λόγω Ενωσης;). Η όποια πολιτική προσκλήσεων ξένων καλλιτεχνών ακολουθείται τα τελευταία χρόνια από το Εθνικό πραγματοποιείται σπασμωδικά, χωρίς στρατηγική και χωρίς συνέχεια.
Επένδυση στους νέους


Ενα σοβαρό Εθνικό Θέατρο επενδύει επίσης στους νέους: στις νέες δημιουργικές φωνές αλλά και στην παιδεία των αυριανών καλλιτεχνών του. To 2003, όταν ο Νίκολας Χάιτνερ ανέλαβε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, κάλεσε μαζί του, ως σύμβουλο, τον άγνωστο τότε Μαρκ Ρέιβενχιλ (βλ. «Shopping and fucking»). Την ίδια χρονιά ανέβηκε στο National Theatre «Ο πουπουλένιος» του Μάρτιν Μακ Ντόνα. Τη σεζόν 2013-14 το National ανέβασε δέκα καινούργια έργα, ενώ την ίδια χρονιά 5.000 έφηβοι από 240 σχολεία και νεανικούς θιάσους της χώρας συμμετείχαν στο πρόγραμμα Connections. Τέλος, από το 1984 έχει δημιουργηθεί ειδικός χώρος, το Studio, αφιερωμένος στην ανάπτυξη φρέσκων εγχειρημάτων. Στο Dramaten, το Εθνικό Θέατρο της Σουηδίας, έχουν επίσης ειδική σκηνή, τη Stora Elverket, για το σύγχρονο ρεπερτόριο. Ο Πατρίς Σερό, ως διευθυντής του Theatre des Amandiers στη Ναντέρ, ανακάλυψε και ανέδειξε το μοναδικό ταλέντο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές. Στην Ελλάδα μοιάζει να περιφρονούμε το καινούργιο, το πειραματικό, το ανερχόμενο. Γιατί έκλεισε η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το 2007 επί Γιάννη Χουβαρδά; Πόσους νέους έλληνες συγγραφείς στήριξε το Εθνικό επί Χατζάκη; Γιατί ποντάραμε τόσο πολύ στον Γρηγόριο Ξενόπουλο, στην Ντόρα Γιαννακοπούλου («Πρόβα νυφικού»), στον Γιώργο Μανιώτη (μέλος του ΔΣ) και στους αδελφούς Κούφαλη (ο Αντώνης Κούφαλης είναι αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού);
Φυσικά ένας καλός διευθυντής πρέπει να διαθέτει και αξιόλογες διοικητικές ικανότητες. Πώς όμως ορίζεται μια καλή διοίκηση; Είναι μόνο αυτή που δεν αφήνει χρέη ή που τα πάει καλά με τους συνδικαλιστές; Μια τέτοια αμυντική πολιτική δεν είναι αρκετή: ρωμαλέα διοίκηση αποδεικνύεται αυτή που προτείνει ταυτόχρονα δυναμικές επιχειρηματικές ιδέες με πολλαπλό αντίκρισμα. Ο Χάιτνερ στην Αγγλία (σημειωτέον, παρέμεινε διευθυντής περισσότερο από μία δεκαετία) συνεργάστηκε με την Travelex, εταιρεία αγοραπωλησίας συναλλάγματος, και εγκαινίασε σεζόν μειωμένου εισιτηρίου επιχορηγούμενες από την εν λόγω εταιρεία. Το 2012 ο Κέβιν Σπέισι, τότε διευθυντής του ξακουστού Old Vic στο Λονδίνο, θέσπισε ένα επιχορηγούμενο πρόγραμμα χάρη στο οποίο εκατό εισιτήρια ανά παράσταση διετίθεντο σε θεατές κάτω των 25 ετών για 12 λίρες το ένα.
Τα κομματικά κριτήρια και η ιδέα του διαγωνισμού
Ενα σοβαρό Εθνικό Θέατρο οφείλει να αντανακλά τον κόσμο στον οποίο ανήκουμε. Να μοιράζεται τους πόρους του, την ενέργεια και τη γνώση του με τους θεατές και με τους καλλιτέχνες όλου του κόσμου. Να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη δημιουργική ζωή μιας χώρας. Να τη βοηθάει να γίνεται καλύτερη: να σκέφτεται σε βάθος, να αμφισβητεί, να μαθαίνει, να εξελίσσεται πνευματικά, να διεκδικεί αυτά που ονειρεύεται και της αξίζουν.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρεθεί ο άνθρωπος που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Και σίγουρα οφείλουμε να είμαστε πολύ απαιτητικοί στην αναζήτησή του. Να θέσουμε τον πήχη ψηλά, όπως θα θέλαμε να κάνει και εκείνος με τη σειρά του, όταν διοριστεί. Να ξαναδώσει στο Εθνικό τη χαμένη αίγλη του. Να επαναφέρει την αξιοκρατία: να θεωρείται και πάλι καταξίωση για έναν καλλιτέχνη το να ανήκει στο δυναμικό του Εθνικού. Δεν γνωρίζω τον καλύτερο τρόπο για να εντοπιστεί ένας τέτοιος άνθρωπος… Ο ίδιος ο κ. Ξυδάκης αναφέρθηκε στην ιδέα ενός διαγωνισμού. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν πρέπει να διορίζεται με κομματικά κριτήρια. Ας τελειώσει επιτέλους αυτή η βεντέτα αριστερών – δεξιών, ας τελειώσει η πελατειακή σχέση κυβερνώντων – «μνηστήρων» και ας αποδειχθεί ο χώρος της τέχνης αυτός που θα δώσει πρώτος το φωτεινό παράδειγμα για έναν νέο τρόπο σχεδιασμού και ένα νέο όραμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ