Η συνάντησή μας έγινε προ δεκαημέρου στους χώρους δοκιμών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην Καλλιθέα. Παρασκευή απόγευμα, λίγο μετά τη δύση του ηλίου, η Αγγελική Στελλάτου τελείωνε την πρόβα της και με υποδεχόταν χαμογελαστή και ευδιάθετη. Είναι η πρώτη της συνεργασία με την ΕΛΣ και το στοίχημα αναμφίβολα μεγάλο. Χορογραφεί το εμβληματικό «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι που ανεβαίνει από κοινού με τον «Μαρσύα», ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του συνθέτη, αμφότερα σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση. Πώς προέκυψε η συνεργασία; «Ηταν ανάθεση έργου. Με πήραν τηλέφωνο και μου το πρότειναν» μου απαντά. Και πώς ένιωσε; «Ε, πώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος όταν του λένε να χορογραφήσει την Τζοκόντα;» λέει και με αποστομώνει.
Η σχέση της βραβευμένης χορεύτριας και χορογράφου με το θρυλικό έργο, που έχει πουλήσει περισσότερα από τρία εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και ηχογραφήθηκε το 1965 στη Νέα Υόρκη σε παραγωγή του Κουίνσι Τζόουνς, ήταν αυτή του ακροατή. Δεν είχε σκεφθεί να το χορογραφήσει. Το εγχείρημα της φαίνεται από μια πλευρά «τρομακτικό». «Είναι περίπου το ίδιο με ένα καλό βιβλίο που το έχεις διαβάσει και το έχεις αγαπήσει και μετά πας να δεις τη μεταφορά του στον κινηματογράφο» λέει και συνεχίζει: «Καμιά φορά αυτό που βλέπεις σε σχέση με αυτό που έχεις φτιάξει εσύ ο ίδιος στο μυαλό σου δεν συναντιούνται. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, η «Τζοκόντα» μπορεί να κουβαλά αυτόν τον κίνδυνο. Είναι αγαπημένο έργο για πολλούς ανθρώπους και για τον καθένα το συγκινησιακό φορτίο είναι διαφορετικό… μπορεί να μη συμπέσει με αυτό που προτείνει η παράσταση. Ε, λοιπόν, αυτό δεν είναι τρομακτικό; Επειτα, όμως, το σκέφτεσαι και λες πως δεν θα αφήσεις τον φόβο και την αμφιβολία να σε αποτρέψουν».
Πώς ξεκίνησε, αλήθεια, να χορογραφεί την «Τζοκόντα»; Τι ήταν αυτό που την κέντρισε ιδιαίτερα; Η Αγγελική Στελλάτου λέει πως σε ό,τι κάνει, η κίνηση είναι αυτή η οποία την εισάγει. «Δεν έχω μια συνολική σύλληψη» εξηγεί. «Εχω ιδέες τις οποίες μετά τις κινώ. Η κίνηση είναι αυτή η οποία με οδηγεί από το ένα στο άλλο και αισθάνομαι ότι κάτι είναι πράγματι εκεί που πρέπει ή αντίθετα δεν είναι και χρειάζεται βελτίωση».
Μιλά με συγκίνηση για τη συνεργασία της με τους χορευτές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Καθώς η διαδικασία βαίνει πλέον προς το τέλος, αφού η αντίστροφη μέτρηση για την πρεμιέρα της 4ης Μαρτίου έχει αρχίσει, η φόρτιση, ομολογεί, είναι μεγάλη. «Στις άλλες μου δουλειές ξέρω ότι τους χορευτές θα τους ξανασυναντήσω κάπου: σε κάποια επόμενη παράσταση, σε σπίτια φίλων… είμαστε σαν μια οικογένεια και συναντιόμαστε κατά καιρούς. Με τους συγκεκριμένους χορευτές, όμως, σκέφτομαι ότι μπορεί και να μην ξανασυναντηθούμε και στενοχωριέμαι». Γιατί το λέει, άραγε; Θεωρεί πως υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κλασικό και στον σύγχρονο χορό; Απαντά καταφατικά. «Γενικά δεν συναντιόμαστε συχνά οι «σύγχρονοι» με τους «κλασικούς». Από τη σχολή ακόμη υπήρχε ο διαχωρισμός: έβλεπες τους «μπαλετικούς» και τους «μοντέρνους». Εχουν μια διαφορά τα συστήματα αυτά. Σίγουρα ο χορός είναι ένας, το σώμα είναι ένα, αλλά η κάθε εκπαίδευση έχει προτάσεις οι οποίες δεν είναι μόνο τεχνικές, είναι και αισθητικές και διαλέγεις πλευρά. Δεν ξέρω, μπορεί τώρα να το κάνω να φαίνεται σαν «πόλεμος». Δεν είναι αυτό, είναι σαν οι δυο κόσμοι να έχουν στεγανά, να μην πολυενδιαφέρονται να συναντηθούν. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος».

Από την άνθηση στην κρίση


Στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας» η Στελλάτου επιχειρεί έναν διάλογο ανάμεσα στον σύγχρονο χορό και στο μπαλέτο. Δεν αισθάνεται, λέει, ότι ως χορογράφος έχει μια γραφή η οποία είναι απόλυτη και σαφής. Εχει ορισμένες προτιμήσεις. «Ερχόμενη εδώ επιθυμούσα να προσφέρω κάτι από τον δικό μου κόσμο και να πάρω από αυτόν του μπαλέτου. Τους χορευτές εδώ δεν τους είχα ξαναδεί και αισθάνομαι ότι μπήκα σε έναν άλλο κόσμο και συνδέθηκα μαζί του. Με τους ανθρώπους, τουλάχιστον, με το μπαλέτο δεν ξέρω αν συνδέθηκα».
Την Αγγελική Στελλάτου τη γνωρίσαμε ως συνιδρύτρια και πρωταγωνίστρια της Ομάδας Εδάφους, την οποία δημιούργησαν από κοινού με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου το 1987. Εμβληματικό πρόσωπο της λεγόμενης «άνοιξης» του χοροθεάτρου στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90, σημάδεψε με την ερμηνεία της παραστάσεις όπως η «Μήδεια», «Ενός λεπτού σιγή», «Ανθρώπινη δίψα», «Δράκουλας» κ.ά., όλες σε χορογραφία του Παπαϊωάννου. Το 2004 ήταν η επικεφαλής χορογράφος των Τελετών Εναρξης και Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ενώ έχει σκηνοθετήσει και χορογραφήσει πολλές παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Εμπρός κ.α. Εχει επίσης συνεργαστεί με ομάδες χορού όπως η Sine Qua Non, η Ανάλια, τα Χορικά της Ζουζούς Νικολούδη κ.ά.
Μιλώντας για την προαναφερθείσα «άνοιξη» η Αγγελική Στελλάτου δίνει τη δική της διάσταση: «Σκέφτομαι ότι δεν επρόκειτο για «άνοιξη» του χορού αλλά συγκεκριμένων χορογράφων» λέει και συνεχίζει: «Ανθρώπων με σπουδαίες δυνατότητες οι οποίοι προχώρησαν μπροστά. Δεν σημαίνει όμως ότι όλο το «σώμα» του χορού γεύτηκε αυτή την άνοιξη. Ούτε από άποψη οικονομικής ενίσχυσης, ούτε από αυτήν της δημοσιότητας της δουλειάς των χορογράφων. Ούτε και το κοινό άνοιξε προς τον χορό. Νομίζω πως άνοιξε προς συγκεκριμένους χορογράφους: τον Παπαϊωάννου, τον Ρήγο, την Παπαδαμάκη ενδεχομένως. Οι υπόλοιποι πάλευαν και παλεύουν πολύ δύσκολα για να κερδίσουν κάθε βήμα, κάθε θεατή, κάθε παραγωγή».
Επισημαίνει την ανυπαρξία δομής προκειμένου να στηριχθεί η χορευτική παραγωγή. Οι χορευτές, λέει, πρώτα απ’ όλα χρειάζονται ένα καλό πάτωμα. «Δεν υπάρχουν πολλά θέατρα που να το διαθέτουν. Τα περισσότερα είναι ξύλο επάνω σε τσιμέντο, αυτό σημαίνει «πάρε τα γόνατά σου και τη μέση σου και πήγαινέ τα στον γιατρό για να τα επαναφέρει». Εδώ ήρθα να κάνω πρόβα και εκστασιάστηκα με το πάτωμα. Είναι ένα πάτωμα που δεν τσακίζεις τη μέση σου, έχει θέρμανση, δεν είναι χώρος που φοράς οκτώ πουλόβερ και μόλις ζεσταθείς λίγο, αρχίζεις και τα βγάζεις για να παγώσεις αμέσως μετά. Αυτά είναι πρακτικά ζητήματα αλλά απαραίτητα για να μπορέσει ο κόσμος του χορού να κάνει πράγματα. Πάντα θα υπάρχουν οι πέντε-έξι χορογράφοι που θα έχουν τη δυνατότητα γιατί η Στέγη ή το Φεστιβάλ θα τους δώσει τα χρήματα να κάνουν μια παραγωγή. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες ομάδες που επιθυμούν αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα».
Η Αγγελική Στελλάτου θεωρεί πως αυτή την εποχή ο χορός αναζητεί εκ νέου την κοινωνική του διάσταση. Πιστεύει πως χρειάζεται ο επαναπροσδιορισμός αυτός. Οσο για την κρίση και τις επιπτώσεις της, λέει πως ενόσω είμαστε μέσα σε αυτήν δεν μπορούμε να την αποτιμήσουμε αντικειμενικά. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες συνέπειες ορατές, σχολιάζει. «Στο θέατρο, για παράδειγμα, είναι λιγότερες οι δουλειές. Οι παραγωγές προσπαθούν να κάνουν παραγωγές εξόδων. Χωρίς φωτιστή δεν μπορείς, χωρίς ενδυματολόγο επίσης, ούτε βέβαια χωρίς μουσικό. Χωρίς χορογράφο όμως μπορεί και να μπορείς. Για τους μισθούς των χορευτών καλύτερα ας μη μιλήσουμε» καταλήγει.

Μια γυναίκα, ένας ποταμός…
«Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν με έναν συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι και ένας μονόλογός της και όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί». Με αυτά τα λόγια έκλεινε ο Μάνος Χατζιδάκις το σημείωμά του στην πρώτη έκδοση του «Χαμόγελου της Τζοκόντας». Από την πλευρά του, ο Πάνος Βλαγκόπουλος, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, σημειώνει σε κείμενό του που περιλαμβάνεται στο έντυπο πρόγραμμα της παραγωγής: «Το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» ανθίσταται στην ταξινόμηση, συνδυάζοντας μοναδικά κάποια ειδολογικά και υφολογικά στοιχεία, ας πούμε τη σουίτα, το σάουντρακ, τον κύκλο τραγουδιών, τα τραγούδια δίχως λόγια, το ποτ πουρί επιτυχιών, όπως και τη βιβάλντεια μελωδικότητα, την κινηματογραφική μεταρομαντική πλούσια-αρμονική συνοδεία, την ελληνική αναφορά (που δεν είναι ούτε λαϊκή ούτε λαϊκότροπη αλλά «χατζιδακική», δηλαδή μια ελληνικότητα που είχε ήδη τότε τη σφραγίδα του Χατζιδάκι, για παράδειγμα η παράκαμψη του ηχοχρώματος του μπουζουκιού με τη μεταφορική χρήση του μαντολίνου ή/ και του τσέμπαλου, δηλαδή η αναίρεση του πρώτου στην αφαίρεση-έκφραση της μεσογειακότητας των δεύτερων)».

Ο «Μαρσύας» γράφτηκε το 1950 και την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, του οποίου ο Χατζιδάκις υπήρξε ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνικός διευθυντής. Τα σκηνικά ήταν του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ στον ρόλο του Απόλλωνα εμφανίστηκε η Αλέκα Κατσέλη. Γράφει χαρακτηριστικά ο συνθέτης για την υπόθεση: «Ο Μαρσύας παίζει με τον αυλό που άφησε η Αθηνά και μαγεύει τους συντρόφους του. Παρασυρμένος από τη δύναμή του, προκαλεί τον Απόλλωνα-Ηλιο και φωνάζει τις Νύμφες να χορέψουν μαζί του. Ο Απόλλων θυμωμένος φωνάζει τη δική του ακολουθία, τις Μούσες, που έρχονται να κρίνουν τον αγώνα. Ο Απόλλων παίζει τόσο ωραία που οι Νύμφες ανησυχούν για το αποτέλεσμα. Ο Μαρσύας απαντά με έναν ξέφρενο χορό. Τώρα οι Μούσες θα αποφασίσουν. Ο Μαρσύας χάνει και σε λίγο ξεψυχά. Οι Νύμφες θρηνούν τον νεκρό Μαρσύα… Από τα δάκρυά τους θα γεννηθεί ένας ποταμός, μια βαθιά θάλασσα να τον περιέχει…».

πότε & πού:

Το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» και ο «Μαρσύας» θα παρουσιαστούν στις 4, 5, 6, 7, 8, 10 και 11/3 στο θέατρο Ολύμπια από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μουσική διεύθυνση: Κωνστάντια Γουρζή. Με την Ορχήστρα, τους Α΄ Χορευτές, τους Σολίστ, τους Κορυφαίους και το Corps de Ballet της ΕΛΣ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ