Η πρεμιέρα του λυρικού διπτύχου που αποτελείται από τη «Γιολάντα» του Τσαϊκόφσκι και το «Κάστρο του Κυανοπώγωνα» του Μπάρτοκ στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης στάθηκε επεισοδιακή: εν αρχή ην η αναβολή της λόγω έντονης κακοκαιρίας, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα η αυλαία να ανοίξει με καθυστέρηση τριών ημερών.

Στη συνέχεια ήρθαν οι διαμαρτυρίες, σχεδόν σταθερή κατάσταση τον τελευταίο καιρό κάθε φορά που εμφανίζονται εκεί ο ρώσος σουπερστάρ του πόντιουμ Βαλέρι Γκέργκιεφ και η συμπατριώτισσά του σοπράνο Αννα Νετρέμπκο. Αιτία η εκπεφρασμένη υποστήριξη και των δύο στην πολιτική που ακολουθεί ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν γενικά, και ειδικότερα στο θέμα της Ουκρανίας.

Αυτή τη φορά οι διαμαρτυρίες έφθασαν ως τη σκηνή όπου κυριολεκτικά «εκτινάχθηκε» κάποιος θεατής κρατώντας ένα πανό το οποίο αποτύπωνε τον Πούτιν ως άλλο Αδόλφο Χίτλερ και το έστρεψε στην πλευρά της 43χρονης λαμπερής ντίβας την ώρα που η τελευταία καταχειροκροτούνταν από το κοινό. Ο διαμαρτυρόμενος απομακρύνθηκε βέβαια αμέσως από την ασφάλεια του θεάτρου, το μελάνι που χύθηκε όμως στον Τύπο ήταν για μία ακόμη φορά πολύ…

Παρ’ όλα αυτά το ενδιαφέρον για την ίδια την παράσταση που θα δούμε στις 14 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στις υπόλοιπες αίθουσες ανά την Ελλάδα (στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 15/2) στο πλαίσιο του δημοφιλούς προγράμματος αναμεταδόσεων «The Met: Live in HD» το οποίο προβάλλεται στην Ελλάδα με την υποστήριξη του δικτύου Antenna, ήταν μεγάλο. Η παραγωγή σηματοδότησε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πολωνού Mάριους Τρελίνσκι, καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Οπερας της Βαρσοβίας και αστέρα στη χώρα του, o οποίος μετέφερε την εμπειρία του από τον κινηματογράφο. Εν προκειμένω, γράφει το «New Yorker», η αισθητική του προκύπτει από μιαν αναπάντεχη πηγή: από τα θρίλερ του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’40 και το φιλμ νουάρ, ταινίες όπου η βία και η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα «σιγοβράζουν» ακριβώς κάτω από την επιφάνεια.
«Στην οπτική του Τρελίνσκι οι δύο όπερες μπορούν να ερμηνευθούν ως διαφορετικές όψεις στη ζωή μιας γυναίκας» αναφέρει και πάλι το «New Yorker». «Η Γιολάντα (την οποία ερμηνεύει η Αννα Νετρέμπκο), η τυφλή πριγκίπισσα στο ρομαντικό παραμύθι του Τσαϊκόφσκι, αναδύεται από το σκοτάδι στο φως και στην αγάπη. Ο Δούκας Κυανοπώγωνας φυλακίζει τη γυναίκα του Τζούντιθ (στον ρόλο η Νάντια Μίχαελ) ρίχνοντάς την πίσω στο σκοτάδι όταν απαιτεί να μάθει τα μυστικά που κρύβονται πίσω από τις επτά μανταλωμένες πόρτες. Η όπερα του Μπάρτοκ, γραμμένη στα 1911, έκανε πρεμιέρα το 1918, σε μια εποχή που η Ευρώπη ζούσε σε βαθύ σκοτάδι…».


Από το χθες στο σήμερα

Το «Κάστρο του Κυανοπώγωνα» του Μπάρτοκ παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στη Μετροπόλιταν το 1989, σε κοινή παράσταση, τότε, με το «Erwartung» του Σένμπεργκ, μια επιλογή η οποία αντικατόπτριζε τη γοητεία που ασκούσαν εκείνη την εποχή η ψυχολογία και η κουλτούρα του βιεννέζικου fin-de-siecle.
Η «Γιολάντα» έκανε πρεμιέρα το 1892 αποτελώντας το ήμισυ του διασημότερου διπτύχου στη ρωσική μουσική ιστορία, αφού μοιράστηκε τη σκηνή με τον θρυλικό «Καρυοθραύστη» του Τσαϊκόφσκι, έργο το οποίο είχε βέβαια πολύ δημοφιλέστερη πορεία αργότερα. Το μπαλέτο εξερευνά τον αθώο κόσμο των παιδιών. Η όπερα επικεντρώνεται στην ομότιτλη ηρωίδα, τη νεαρή κόρη ενός βασιλιά η οποία έχει άγνοια της τυφλότητάς της από τον φόβο του πατέρα της να μην την κάνει δυστυχισμένη. Ο ίδιος ο συνθέτης δεν ήταν ακριβώς ενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα: «Μεσαιωνικοί δούκες και ιππότες κατέκτησαν τη φαντασία μου αλλά όχι την καρδιά μου» έγραψε κάποτε σε έναν συνάδελφό του. Ωστόσο κοινή είναι η ομολογία ότι η μουσική του έργου «κρύβει» μια δυναμική ομορφιά που τόσο η πρωταγωνίστρια όσο και ο μαέστρος είναι ιδανικοί στην αποκάλυψή της.

HeliosPlus