«Ελληνικά είναι αυτά;» με ρώτησε ο Πολ Τόμας Αντερσον βλέποντας την ελληνική έκδοση του «Εμφυτου ελαττώματος» (εκδόσεις Καστανιώτη) που επίτηδες είχα ακουμπήσει δίπλα μου. «Είναι» του απάντησα. «Πώς καταλάβατε τη γλώσσα;». Χωρίς να απαντήσει ο Αντερσον άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο. «Είναι οι σημειώσεις σας αυτές;». Του είπα ότι είναι και μου ζήτησε συγγνώμη που τις κοίταξε. Γύρισε το βιβλίο στο οπισθόφυλλο. Εδειχνε πραγματικά απορροφημένος από τη θέα του και είναι παράξενο αφού ο Αντερσον έχει διαβάσει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Πίντσον τουλάχιστον 9-10 φορές… ολόκληρο, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Για να διαβάσει κάτι αποσπασματικά δεν θυμάται καν πόσες φορές το έχει ανοίξει. «Μα τον Θεό, το γνωρίζω πολύ καλά αυτό το βιβλίο» ψέλλισε αφηρημένα. «Χριστέ μου» συνέχισε εντυπωσιασμένος από την πυκνότητα της έκδοσης. «Και νόμιζα ότι ήταν αρκετά δύσκολο να το διαβάσεις στ’ αγγλικά…».
Βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο «Bristol» του Παρισιού, μεσημέρι μιας ηλιόλουστης και όχι ιδιαίτερα ψυχρής Παρασκευής του περασμένου Ιανουαρίου. Ο σκηνοθέτης της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας που στηρίχθηκε σε μυθιστόρημα του πιο εκκεντρικού αμερικανού συγγραφέα των τελευταίων 60 χρόνων καθόταν ακριβώς δίπλα μου. Ο Πολ Τόμας Αντερσον ήταν λιτά ντυμένος αλλά και πάλι έβγαζε κάτι παράξενο: λινό μπεζ παντελόνι, ριγέ πουκάμισο, πουλόβερ και –αυτό που μου έκανε εντύπωση –ναυτικό αμπέχονο κουμπωμένο ως πάνω. Για κάποιον λόγο είχε τα χέρια του διαρκώς μέσα στις τσέπες. Πού και πού χασμουριόταν. Ο Αντερσον δεν έχει τη φήμη του Τόμας Πίντσον σε ό,τι αφορά την εκκεντρικότητα στη συμπεριφορά, αλλά είναι στο κάτω-κάτω ο σκηνοθέτης εκκεντρικών, ασυνήθιστων αμερικανικών ταινιών όπως οι «Ξέφρενες νύχτες», η «Μανόλια», ο «Master» και φυσικά το αριστούργημά του «Θα χυθεί αίμα». Οχι και τόσο εύκολες ταινίες, για τις οποίες ο δημιουργός τους μετρά πέντε ως σήμερα υποψηφιότητες στα Οσκαρ: δύο ως σεναριογράφος πρωτότυπου σεναρίου («Ξέφρενες νύχτες», «Μανόλια»), μία ως σεναριογράφος σεναρίου βασισμένου σε άλλο υλικό («Θα χυθεί αίμα»), μία για σκηνοθεσία («Θα χυθεί αίμα») και μία ως συμπαραγωγός (επίσης για το «Θα χυθεί αίμα»). Μία ακόμη υποψηφιότητα ως σεναριογράφος έχει και εφέτος για το «Εμφυτο ελάττωμα».
Τον ρώτησα αν γενικώς του αρέσει ο Τόμας Πίντσον ή μόνο το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του, το οποίο με πρόσχημα μια αστυνομική ιστορία όπου ήρωας είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ του Λος Αντζελες, ο Λάρι-Ντοκ-Σπορτέλο (Χοακίν Φίνιξ), μετατρέπεται σε μια τοιχογραφία της ψυχεδελικής Καλιφόρνιας των τελών της δεκαετίας του 1960. «Λατρεύω αυτό το βιβλίο, αλλά κατ’ αρχάς είμαι θαυμαστής του Πίντσον» απάντησε αμέσως ο Αντερσον. «Οποτε πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα καινούργιο βιβλίο του γίνεται αφορμή για γιορτή!». Ετριψε τα χέρια του με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού.
Καλιφόρνια, αυγή της δεκαετίας του 1970. Η άμμος στις παραλίες είναι το σπίτι των «παιδιών των λουλουδιών» που ξεφυτρώνουν από παντού σαν… ζόμπι. Παραισθήσεις από μαριχουάνα και LSD στο αποκορύφωμά τους. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στον Ντοκ Σπορτέλο. Σανδάλια, κελεμπίες, πόντσο, σομπρέρο και φουλάρια έχουν αντικαταστήσει την καμπαρντίνα, τα κοστούμια και τις ρεπούμπλικες χαρακτηριστικών ηρώων της αμερικανικής pulp λογοτεχνίας περασμένων εποχών που απέχουν έτη φωτός από τον Ντοκ. «Μου αρέσει ο Ντοκ» παραδέχθηκε ο Αντερσον. «Είναι ένας ήρωας των καιρών του. Και πάνω απ’ όλα μου αρέσει το γεγονός ότι ένας συγγραφέας που άρχισε να γράφει στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όπως ο Τόμας Πίντσον εξακολουθούσε να «το έχει» ακόμη και σήμερα!».
Με το «Εμφυτο ελάττωμα» ο Πολ Τόμας Αντερσον δεν έκανε την πρώτη απόπειρά του να μεταφέρει βιβλίο του Πίντσον στον κινηματογράφο. Είχε κάνει μια προσπάθεια στο παρελθόν με το «Βάινλαντ» αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Γιατί επέμεινε με το «Εμφυτο ελάττωμα»; «Εκτός από τον πολύ γοητευτικό ήρωα, είναι σίγουρα περισσότερο προσβάσιμο με κινηματογραφικούς όρους» είπε.
Πραγματικά. Στο «Εμφυτο ελάττωμα» ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές μνήμες από την πιο φλιπαρισμένη μα και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της Αμερικής του 20ού αιώνα, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, συγχωνεύονται σε μια ιστορία μέσα από την οποία ξετυλίγονται κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες ιστορίες, με δεκάδες χαρακτήρες, σε μικρούς ή μεγάλους ρόλους. Θα βρεις τον σκανδιναβικής καταγωγής αστυνομικό Κρίστιαν-Μεγαλοπόδαρο-Μπιόρνσεν (Τζος Μπρόλιν) που μισεί τους χίπηδες αλλά δεν είναι και τόσο κακός. Θα βρεις τον ηρωινομανή σαξοφωνίστα Κόι Χάρλιγκεν (Οουεν Γουίλσον), που όμως ήταν πληροφοριοδότης του FBI. ‘Η τον νεοναζιστή κακοποιό Πακ Μπίβερτον (Κιθ Τζαρντίν) που έχει τατουάζ σβάστικα στο κεφάλι και γουστάρει να τραγουδά Εθελ Μέρμαν.
Ενα από τα μεγάλα προβλήματα του Αντερσον ήταν τι να αφαιρέσει για την ταινία, η διάρκεια της οποίας αγγίζει τις δύο ώρες και 40 λεπτά. «Είχα αγαπήσει όλον αυτόν τον κόσμο» είπε για τα πρόσωπα και τις ιδέες του βιβλίου που χάρη στην οργιαστική φαντασία του Πίντσον αποκρυσταλλώνονται σε έναν παρδαλό χορό ανάμεσα στον αστικό ιστό του Λος Αντζελες, τη φύση, την αμερικανική ιστορία και την αμερικανική ποπ κουλτούρα. Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά ο Ντοκ, ο αθώος Ντοκ, «υποψιασμένος, όχι και τόσο αισιόδοξος, έτοιμος να ξαναγίνει κορόιδο, κανονικός», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του συγγραφέα. «Ξενέρωτος, κολλημένος σε μια άσχημη διάθεση, από την οποία δεν μπορούσε να βγει, με τη σκέψη ότι η ψυχεδελική δεκαετία του ’60, αυτή η μικρή παρένθεση φωτός, μπορεί τελικά να έκλεινε και όλα να χάνονταν, να βυθίζονταν πάλι στο σκοτάδι, ότι κάποιο φρικτό χέρι μπορεί να ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι και να άρπαζε αυτόν τον χρόνο, πανεύκολα, όπως παίρνεις ένα τσιγαριλίκι από κάποιον μαστούρη και του το σβήνεις οριστικά».
Ποιο είναι όμως τελικά το ένα πράγμα –το ένα από τα πολλά προφανώς –που ο Αντερσον πήρε από το συγκεκριμένο βιβλίο του Πίντσον; Ποιο είναι για εκείνον το μεδούλι του «Εμφυτου ελαττώματος»; Ο Αντερσον κομπιάζει σαν να προσπαθεί να βρει τις σωστές λέξεις. «Με ρωτάτε για ένα πράγμα, η λίστα όμως των πραγμάτων που θαυμάζω σ’ αυτό το βιβλίο είναι τεράστια» είπε. Ξαφνικά αρχίζει να θυμάται την εποχή που ήταν μικρός στο Λος Αντζελες και είχε επαφές με παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν υπάρξει χίπις (ο ίδιος ο Αντερσον είναι γεννημένος το 1970 στην Καλιφόρνια). «Αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν για τα sixties και εσύ γυρνούσες τα μάτια από την πλήξη «ω, Θεέ μου, δεν αντέχω να ακούσω γι’ αυτό το πράγμα πάλι!». Αργότερα, όμως, κοιτώντας πίσω άρχισα να αντιλαμβάνομαι πόσο γνήσια ήταν η απώλειά τους. Αρχισα να αντιλαμβάνομαι τη θλίψη τους. Γιατί προσπάθησαν. Είχαν όντως την ευκαιρία να αλλάξουν τον κόσμο. Και τα θαλάσσωσαν. Και αυτό τους στοιχειώνει. Για πάντα. Είτε επειδή τους ξεπέρασαν είτε επειδή τα ναρκωτικά τους άλλαξαν, τους χάλασαν, όποια και να ‘ταν η αιτία, τα θαλάσσωσαν. Και αυτό τους έχει στοιχειώσει. Τους καταλαβαίνω. Ολες αυτές οι ευκαιρίες που χάθηκαν».
Κάποια στιγμή ένας γάλλος δημοσιογράφος ρώτησε αν ο Πολ Τόμας Αντερσον συνάντησε ποτέ τον Τόμας Πίντσον. Εδώ έπεσαν γέλια. Ο Πίντσον έχει φανατικούς αναγνώστες και εξακολουθεί να καλλιεργεί την εκκεντρική φήμη του με το να μη δίνει ποτέ συνεντεύξεις και να μη φωτογραφίζεται ποτέ (λόγος για τον οποίο τον αποκαλούν «αόρατο συγγραφέα»). «Οταν παρουσίαζα την ταινία στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης» είπε ο σκηνοθέτης «μου είπαν ότι ένας αξιοσέβαστος, πολύ έγκριτος γάλλος δημοσιογράφος έγραψε πως ο Τόμας Πίντσον επισκέφθηκε το σετ της ταινίας μας φορώντας ένα μεγάλο καπέλο. Είπα «πόσο έγκριτος είπατε ότι είναι αυτός ο δημοσιογράφος;». Η απάντηση είναι «όχι, δεν μπορείς να δεις τον Τόμας Πίντσον»». Μήπως ήρθε σε επαφή μαζί του με κάποιον άλλον τρόπο; Π.χ., με e-mail; Ο Αντερσον γούρλωσε τα μάτια. «E-mail; Κοιτάξτε, δεν γνωρίζω τον Τόμας Πίντσον, αλλά αμφιβάλλω πάρα πολύ για το ότι μπορεί να χρησιμοποιεί e-mail. Η δουλειά του είναι τόσο παρανοϊκή που μου είναι αδύνατον να τον φανταστώ να χρησιμοποιεί e-mail. Ή το Διαδίκτυο γενικότερα, για να είμαι ακριβής. Παραείναι έξυπνος για να το κάνει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ