Οι «Αποκλεισμένοι» είναι ένα βιβλίο με συμβολισμούς, φυσικά. Στο νησί βλέπω την Ελλάδα, την ελληνική κοινωνία. Μόνο με σύστημα μπορούμε να φύγουμε από την κρίση;
«Κάθε κρίση είναι αποτέλεσμα ανορίοτων καταστάσεων, απουσίας οποιασδήποτε οργάνωσης και πλήρους αδράνειας του συστήματος. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι είτε εσωτερικό –ο τρόπος που οργανώνουμε τον εαυτό μας και την καθημερινότητά μας –είτε εξωτερικό το κοινωνικό σύστημα, το κράτος. Η κρίση δεν είναι μονάχα οικονομική. Είναι ανθρωπιστική, είναι κρίση εκπαιδευτική. Η Ελλάδα δυστυχώς έχει αφήσει το εκπαιδευτικό της σύστημα να ατονήσει, να λειτουργεί στον αυτόματο, με αποτέλεσμα να παράγει ανθρώπους χωρίς οργάνωση, σε ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο. Μην παρεξηγηθώ. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο δημιουργικό χάος που αποσκοπεί αποκλειστικά στην απόλαυση και την ασυνείδητη έκφραση και στο κοινωνικό και πολιτικό χάος που έφερε την κρίση».
Ποια η σχέση σου με το Ιόνιο; Ρωτώ επειδή εκεί τοποθετείς το νησί. Και επίσης γιατί επέλεξες να πρωταγωνιστήσει ένα νησί και όχι, για παράδειγμα, μια πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας;
«Η Αχλαδόνησος γεννήθηκε μετά από επανειλημμένες διακοπές στην Ιθάκη. Το Ιόνιο το αγαπώ γενικότερα, με ξεκουράζει ο συνδυασμός του νησιού με το ατελείωτο πράσινο. Οσο για το πώς αποτέλεσε τον τόπο αφήγησης, νομίζω πως ήταν πρακτικό το θέμα. Χρειαζόμουν ένα μέρος που να αποκλείεται από την υπόλοιπη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, και μου φάνηκε πιο πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο σε ένα νησί παρά σε οποιαδήποτε ηπειρωτική περιοχή».
Η ελληνική κοινωνία είναι σε κρίση. Αυτό ένας δημιουργός και εν προκειμένω ένας συγγραφέας πώς το βιώνει; Θέλω να πω, οφείλει να γράψει για αυτήν;
«Ολοι βιώνουμε την κρίση, καθένας με τον τρόπο του. Και καθένας την εκφράζει στην καθημερινότητά του, στη δουλειά του, στην τέχνη του, στις προσωπικές του επαφές. Η κρίση έχει διαμορφώσει πια τους κανόνες ζωής και λειτουργίας της κοινωνίας και οποιοσδήποτε αποφασίσει να γράψει κάτι που να αφορά το σήμερα, δεν μπορεί να της ξεφύγει».


Γιατί άρχισες να γράφεις;
«Δεν ξέρω ακριβώς γιατί ξεκίνησα να γράφω. Είχα προσπαθήσει στα δεκατρία μου να γράψω ένα διήγημα τρόμου –επηρεασμένη από τον Στίβεν Κινγκ -, αλλά το πέταξα στα σκουπίδια. Μετά τις πανελλήνιες, όταν έδωσα για πρώτη φορά, ήταν ο μοναδικός μου τρόπος να εκφραστώ και να αφήσω πίσω μου την απίστευτα αυτή καταπιεστική περίοδο της ζωής μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν τυχαία».
Πώς βιώνεις την όλη διαδικασία της γραφής;
«Μου αρέσει να γράφω. Ζω τις αγωνίες και τους φόβους των ηρώων, ζω τις στιγμές τους και τα όσα βιώνουν. Είναι σαν να βλέπω ταινία στον κινηματογράφο, μόνο που εγώ έχω το πάνω χέρι στο πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Ή τουλάχιστον θέλω να πιστεύω πως έχω το πάνω χέρι, γιατί συχνά η ιστορία αυτονομείται και κάνει ό,τι θέλει ερήμην μου».
Πώς νιώθεις όταν τελειώσεις; Σου λείπει η ιστορία, οι πρωταγωνιστές της κ.τ.λ.;
«Οταν τελειώνει ένα βιβλίο συνήθως νιώθω ανακούφιση που κατάφερα να το τελειώσω. Σε αντιδιαστολή με την αρχή που έχω τον φόβο πως δεν θα ξεκινήσω ποτέ. Οι ήρωές του δεν μου λείπουν, ούτε η ιστορία, γιατί θέλω με το κλείσιμο του βιβλίου να έχει μπει και μια δική μου τελεία. Στα τελευταία κεφάλαια θέλω πάντα να τους αποχαιρετώ, να ξέρω πως θα είναι καλά και πως τους έχω αφήσει όλα τα εφόδια για να κάνουν από εδώ και στο εξής ό,τι καταλαβαίνουν».


Χρησιμοποιείς στα βιβλία σου στιγμές, γεγονότα, πρόσωπα από την κοντινή πραγματικότητά σου ή είναι όλα «φανταστικά»;
«Χαμογελώντας συνωμοτικά θα πω πως πολλές φορές η κοντινή πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Και πως θα ήταν έγκλημα να την αφήσω ανεκμετάλλευτη».
Τα παραμύθια πόσο σοβαρά μπορεί να είναι;
«Τα παραμύθια αποτελούν ένα είδος αφήγησης που εξελίσσεται μετά τους μύθους. Τα παραδοσιακά παραμύθια με τη χαρακτηριστική τους δομή που εμπεριέχει το ταξίδι του ήρωα –το οποίο χρησιμοποιούμε συχνά και στη δραματοθεραπεία –αποτελούν συνέχεια των τελετών μετάβασης που υπήρχαν στις αρχαίες και πρωτόγονες κοινωνίες. Ως τέτοια είναι πολύ σημαντικά και απαραίτητα τόσο για την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού όσο και για τους ενηλίκους. Πιστεύω πως τα παραδοσιακά παραμύθια, αλλά και τα σύγχρονα παραμύθια που σέβονται τους αναγνώστες τους, είναι ένα σημαντικό μέσο για την ψυχολογική εξέλιξη και ανάπτυξη του ατόμου. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως το μεγαλύτερο παραμύθι-έπος, ο «Αρχοντας των δαχτυλιδιών», όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά ταινιών και βιβλίων με θέμα το παραμυθιακό και φανταστικό στοιχείο. Και σε εποχές κρίσης τα παραμύθια αποτελούν έναν τόπο όπου μπορεί κανείς να ανασυγκροτηθεί και να ταξιδέψει, αφήνοντας για λίγο πίσω του την πιεστική καθημερινότητα. Ολοι έχουμε ανάγκη να ονειρευτούμε πως έχουμε μαγικές δυνάμεις, πως το καλό και το κακό είναι ξεκάθαρα και πως οι ιστορίες μας τελειώνουν με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»».
Τι σημαίνει δραματοθεραπεία – δραματοθεραπεύτρια; Γιατί ασχολήθηκες με αυτή;
«Η δραματοθεραπεία μού είχε τραβήξει το ενδιαφέρον ήδη από το 2003 που τελείωνα τις σπουδές μου στο Τμήμα Θεατρολογίας της Αθήνας, αλλά διάφορα προσωπικά μου ζητήματα δεν με άφησαν να το επιδιώξω τότε. Περνώντας μερικά χρόνια αργότερα από προσωπική θεραπεία, είδα πως χρειάζομαι κάτι παραπάνω από τον λόγο για να εκφράσω αυτό που συνέβαινε μέσα μου και στη δραματοθεραπεία βρήκα ένα μέσο να συνδυάσω τον λόγο, το σώμα και το συναίσθημα. Γι’ αυτό και ασχολήθηκα με τη δραματοθεραπεία και επαγγελματικά».


Γράφεις ήδη το επόμενο βιβλίο; Ποια είναι τα σχέδιά σου;
«Εχει αρχίσει να γεννιέται μια καινούργια ιδέα, αλλά την αφήνω να ωριμάσει. Προς το παρόν ο στόχος μου είναι να στηρίξω όσο μπορώ τους «Αποκλεισμένους». Αν δεν νιώσω πως έχει κλείσει το κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, δεν μπορώ να ανοίξω ένα επόμενο. Υπάρχουν επίσης διάφορες άλλες εκκρεμότητες, αλλά θα πάρουν σιγά-σιγά και αυτές τον δρόμο τους».

πότε & πού:

Η Μαρία Σούμπερτ γεννήθηκε στο Μόναχο ενώ παράλληλα με τη συγγραφή εργάζεται και ως δραματο-θεραπεύτρια. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Η συμμορία της Τήλας» (εκδ. Πάπυρος), «Invitation to a party, not Another Fairytale» (θεατρικό, εκδ. Μπαρτζουλιάνος), «Η Ρόζα στη μέση» (εκδ. Μελάνι), «Club κυλικείο» (εκδ. Κέδρος), «Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια» (εκδ. Πόλις). Το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της παραμύθι, «Του φεγγαριού η κόρη» (εκδόσεις Διάπλαση). Γράφει και μεταφράζει παραμύθια από τα γερμανικά.

HeliosPlus