Το εξώφυλλο του βιβλίου για τη ζωή του Βίνσεντ βαν Γκογκ

Η εκκοσμικευμένη κοινωνία θέλει και αυτή τους αγίους της, ιδεολόγους, εφευρέτες, καλλιτέχνες αποκλειστικά αφοσιωμένους στο έργο τους, έναν Μαχάτμα Γκάντι, έναν Στιβ Τζομπς, έναν Βίνσεντ βαν Γκογκ. «Παράφρων» για την εποχή του, επιληπτικός, ίσως, πάσχων από διπολική διαταραχή, ενδεχομένως, βασανισμένη ψυχή οπωσδήποτε, ο ολλανδός ζωγράφος αποτελεί πλέον, εκτός από αγαπημένη περίπτωση άσκησης ιστορικής διάγνωσης διάφορων ιατρικών ειδικοτήτων, κατ’ εξοχήν ρομαντική φιγούρα του μοντερνισμού. Ενας κατά βάση παραγνωρισμένος στον καιρό του καλλιτέχνης, πεπεισμένος για την αξία του και αποφασισμένος να την καταστήσει γνωστή, κέρδισε μεταθανάτια τη φήμη που επεδίωκε τόσο εξαιτίας του ιδιοσυγκρασιακού του έργου όσο και λόγω της αυτοκαταστροφικής του προσωπικότητας.

Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται ο Βαν Γκογκ από τον Τζούλιαν Μπελ. Ζωγράφος ο ίδιος, ο Μπελ κατορθώνει στη βιογραφία που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Van Gogh: A Power Seething» (εκδόσεις New Harvest, 18 ευρώ) να δημιουργήσει μέσα σε μόλις 163 σελίδες ένα πυκνό και ιδιαίτερα προσωπικό πορτρέτο ως εναλλακτική προσέγγιση στην εξαντλητική δουλειά των Στίβεν Νέιφε και Τζορτζ Γουάιτ Σμιθ («Van Gogh. The Life», εκδόσεις Random House) από το 2011. Χωρίς να υποπίπτει σε μελοδραματισμούς, αφηγείται την τεθλασμένη επαγγελματική πορεία του νεαρού Ολλανδού (υπάλληλος σε οίκο εμπορίας έργων τέχνης, επίδοξος προτεστάντης πάστορας, άνεργος, μαθητευόμενος ζωγράφος), τη ροπή του στις δραματικές χειρονομίες (όταν η εξαδέλφη του απέρριψε την ερωτική του εξομολόγηση επιχείρησε να κάψει το χέρι του με μια λάμπα πετρελαίου), την οικονομική αφαίμαξη του αδελφού του, τις πρώτες απόπειρές του στον νατουραλισμό, τη μετάβαση στο Παρίσι και την επαφή με τον κύκλο των Τουλούζ-Λοτρέκ και Πολ Σινιάκ. Το 1887 ο Μπελ βλέπει στο έργο του «πανταχού παρούσες εκλάμψεις ηλεκτρισμού μέσα από την εμφατική πολυρρυθμική χρήση των σκιών που αποτελούσε αποκλειστικά δικό του χαρακτηριστικό».
Γράφοντας στη «New York Review of Books» ο Μάικλ Κίμελμαν διακρίνει ιδιαίτερα το τελευταίο μέρος του βιβλίου, το σχετικό με τη ζωή του ζωγράφου στη γαλλική επαρχία, ως «ανθρώπινο και εύγλωττο». Η Αρλ για τον Μπελ αποδεικνύεται ένας τόπος χρωματικής (και άλλης) υπερβολής: η παλέτα του τοπίου τον οδηγεί στην ολοκλήρωση του ύφους του, η φαντασίωση της διαμόρφωσης ενός καλλιτεχνικού κοινοβίου με τον επισκέπτη του, Γκογκέν, καταλήγει στη σύγκρουση των δύο και στο περίφημο επεισόδιο με τον αυτοακρωτηριασμό του Βαν Γκογκ. Εκδήλωση ψύχωσης, το κομμένο αφτί του ζωγράφου δεν αποτελεί για τον Μπελ σύμβολο επήρειας της διανοητικής αστάθειας στην τέχνη. Θεωρεί ότι, αντίθετα, αυτή λειτουργούσε ως παράγοντας ανάκτησης ισορροπίας στα διαλείμματα της ασθένειας. Οσο για τον αινιγματικό του θάνατο, δεν έχει να προτείνει μια νέα εκδοχή πέραν εκείνης της αυτοκτονίας. Αναχωρώντας από τη ζωή το 1890, σε ηλικία 37 ετών, ο Βαν Γκογκ θα εξελισσόταν έναν αιώνα αργότερα στον καλλιτέχνη του οποίου οι πίνακες θα πωλούνταν σε τιμές δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων συναγωνιζόμενοι εκείνους του Πικάσο, ενώ έργα όπως η «Εναστρη νύχτα» θα αποκτούσαν διαστάσεις ποπ φαινομένου αποτυπωμένα σε μπλουζάκια, αφίσες και κούπες.

HeliosPlus