Πριν από λίγο καιρό, εν μέσω της επίθεσης στο γαλλικό σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo», ο Ζακ-Αλέν Μπενιστί, δήμαρχος του παρισινού προαστίου Villiers-sur-Marne, θέλησε να απαγορεύσει την προβολή της ταινίας «Tιμπουκτού» του Μαυριτανού Αμπντεραχμάν Σισακό, η οποία περιγράφει την καθημερινή ζωή σε μια πόλη που έχει καταληφθεί από τζιχαντιστές.
Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα «Le Figaro», ο δήμαρχος φοβήθηκε ότι η ταινία συνιστά «μια απολογία της τρομοκρατίας», ενώ ο «Monde» έγραψε πως «θεώρησε πως οι τζιχαντιστές της ταινίας θα συνιστούσαν ένα κοινωνικό πρότυπο για τους νέους της πόλης».

Η ειρωνεία είναι ότι την ώρα που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλον τον κόσμο έβαζαν στο επίκεντρο τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης ο Μπενιστί θέλησε να απαγορεύσει το «Τιμπουκτού», παραδεχόμενος μάλιστα ότι δεν είχε δει την ταινία! Θέλησε, με άλλα λόγια, να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο που επέλεξαν οι τζιχαντιστές.
Εν τέλει η προβολή της ταινίας δεν απαγορεύτηκε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το γεγονός έδωσε νέα πνοή στην κυκλοφορία της ταινίας στη Γαλλία, η οποία έχει ξεπεράσει τα 550.000 εισιτήρια.
Το «Τιμπουκτού», που έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Μάιο στις Κάννες και εφέτος είναι υποψήφιο για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αφηγείται την κατοχή της πόλης του Μάλι το 2012 από τζιχαντιστές. Από εκεί ο Σισακό στήνει ένα πορτρέτο μιας χώρας της οποίας οι πλούσιες παραδόσεις απειλούνται από φανατικούς τζιχαντιστές που συχνά έρχονται από έξω.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο μιας αγελάδας με το όνομα GPS –«ένα κατάλληλο σύμβολο για μια χώρα που έχει χάσει τον δρόμο της», σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «The Guardian». Στην ταινία βλέπουμε ισλαμιστές ζηλωτές που δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το μαστίγωμα ή τον λιθοβολισμό στην άσκηση της εξουσίας τους να απαγορεύουν αθώες απολαύσεις όπως το ποδόσφαιρο και η μουσική.
Αυτή η υπόκωφη περιγραφή ενός καθεστώτος φόβου μετατρέπει το «Τιμπουκτού» σε παγκόσμια διαμαρτυρία κατά της καταπίεσης και του ανελεύθερου, επιβαλλόμενου με τη βία, καθεστώτος. «Ο δυτικός Τύπος μιλάει πολύ για τους ομήρους που έχουν απαχθεί επειδή οι όμηροι είναι και οι ίδιοι Δυτικοί» είπε ο Σισακό. «Κανείς όμως δεν μιλάει για τις γυναίκες στην αγορά που αντιστέκονται επειδή υποχρεώνονται να φοράνε γάντια ή για τα αγόρια που παίζουν ποδόσφαιρο. Μιλάμε περισσότερο για στρατούς και για drones, ενώ οι άνθρωποι που αγωνίζονται και μάχονται σε καθημερινή βάση μένουν στην αφάνεια».

Από την εποχή του Φεστιβάλ Καννών, όπου απέσπασε το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής, το «Τιμπουκτού» είχε αποκτήσει ισχυρότατο «λόμπι» οπαδών. Η «Figaro» μάλιστα έγραψε ότι η ταινία ήταν ο δικός της Χρυσός Φοίνικας. Σήμερα το «Τιμπουκτού» είναι υποψήφιο μαζί με το «Girlhood» της Σελίν Σιαμά για τις «Χρυσές Σφαίρες της Γαλλίας», τα βραβεία Lumiere καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας.
«Μεγάλη στιγμή για τη Μαυριτανία και την Αφρική» αποκάλεσε, τέλος, ο σκηνοθέτης την υποψηφιότητα για Οσκαρ της ταινίας –μια πρωτιά για τη Μαυριτανία. «Είναι η αναγνώριση μιας δουλειάς που έγινε με πάθος και δέσμευση στους άντρες και στις γυναίκες από διαφορετικές χώρες που είναι ενωμένοι στην υπεράσπιση των παγκόσμιων αξιών της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης».

Η ταινία «Τιμπουκτού» θα διανεμηθεί σε λίγο καιρό στις ελληνικές αίθουσες από τη Weirdwave.

HeliosPlus