Ενα από τα σουβενίρ που προσφέρονταν δωρεάν από τον πολιτισμικό οργανισμό Unifrance και έγινε κυριολεκτικά ανάρπαστο στο ξενοδοχείο «Intercontinental» του Παρισιού κατά τη διάρκεια του περασμένου Σαββατοκύριακου ήταν μια απλή, πλαστικοποιημένη κονκάρδα που σε μαύρο φόντο έγραφε τρεις λέξεις που στις ημέρες μας είναι αμέσως αναγνωρίσιμες σε κάθε γωνιά του πλανήτη: Je suis Charlie. (Είμαι ο Σαρλί). Μεγάλο μέρος των επισκεπτών, προερχομένων από χώρες όλου του κόσμου που παρακολούθησαν τη 17η έκδοση της επιτυχημένης διοργάνωσης του γαλλικού κράτους για την παγκόσμια προώθηση της γαλλικής κινηματογραφίας, κυκλοφορούσαν με αυτή την κονκάρδα καρφιτσωμένη στο πέτο, στο καπέλο ή στην τσάντα τους. Ηταν βεβαίως απολύτως φυσιολογικό η τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του θρυλικού σατιρικού εντύπου «Charlie Hebdo» την 7η Ιανουαρίου, που άφησε πίσω της 12 νεκρούς, να κυριαρχήσει ως θέμα κατά τη διάρκεια του φεστιβαλικού τετραημέρου της Unifrance. Απασχόλησε τόσο τον δημοσιογραφικό όσο και τον καλλιτεχνικό κόσμο, αφού οι μεν ήθελαν να ρωτήσουν, οι δε αδημονούσαν να εκφραστούν για ένα ζήτημα που τελικά μοιάζει με χρόνια κύστη που ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να σπάσει.

Την Παρασκευή 16 Ιανουαρίου, ημέρα έναρξης του Φεστιβάλ, η γαλλίδα υπουργός Πολιτισμού Φλερ Πελερέν άνοιξε την ομιλία της λέγοντας ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ και μετά το πρόσφατο χτύπημα που συγκλόνισε τη Γαλλία η προώθηση του πολιτισμού είναι αναγκαιότητα. «Με τη δημιουργική ελευθερία του και την ποικιλία του και λόγω του γεγονότος ότι είναι ανοιχτός σε όλον τον κόσμο, ο πολιτισμός αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις προκλήσεις που δέχεται η δημοκρατία μας και μπορεί να μας βοηθήσει να αντισταθούμε στον φόβο, μπορεί να βοηθήσει τη δημοκρατία να τηρήσει τις υποσχέσεις της. Ολοι οι φασίστες μισούν τον πολιτισμό, επομένως είναι καθήκον μας να είμαστε αλληλέγγυοι απέναντι στους συμπατριώτες μας που στο όνομα της δημοκρατίας θυσιάστηκαν για να υπερασπίσουν αυτή την ελευθερία του λόγου».
Πολιτισμός, το δίκοπο μαχαίρι


Ρεζίς Βαρνιέ: «Φανταστείτε νέους ανθρώπους που ζουν στην επαρχία, ή λίγο έξω από το Παρίσι, χωρίς μόρφωση, χωρίς οικογένεια, χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτε. Είναι πολύ εύκολο να τους πιάσεις και να βάλεις στο μυαλό τους ό,τι θέλεις»

«Ο πολιτισμός είναι η λέξη-κλειδί, η βάση» μας είπε ο γάλλος σκηνοθέτης Ρεζίς Βαρνιέ, ο οποίος στην ταινία «Les temps des aveux» καταπιάνεται με τον φανατισμό που γεννήθηκε στην Καμπότζη από τους επαναστάτες τη δεκαετία του 1950, όταν η χώρα ξεσηκώθηκε κατά των αποικιοκρατών. Βασισμένη σε αληθινή ιστορία, η ταινία αφηγείται την περίπτωση ενός γάλλου πασιφιστή, επισκέπτη μοναστηριών στο Θιβέτ, ο οποίος συνελήφθη από τους καμποτζιανούς επαναστάτες και φυλακίστηκε με την κατηγορία του τρομοκράτη. Αυτό που τον σώζει από την εκτέλεση είναι το γεγονός ότι ο καμποτζιανός ανακριτής του αναγνωρίζει πάνω του έναν πολιτισμένο άνθρωπο, όπως είναι και ο ίδιος. Την ίδια ώρα όμως οι καλλιεργημένοι ηγέτες της επανάστασης ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν τους αμόρφωτους χωριάτες σε φανατικούς, έτοιμους να σκοτώσουν χωρίς να σκεφθούν ή να πεθάνουν για μια ιδέα που ούτε καν καταλαβαίνουν. «Ενας παραλληλισμός μπορεί να γίνει και με τη σημερινή Γαλλία» είπε ο σκηνοθέτης αναφερόμενος στους αδελφούς Κουασί που δολοφόνησαν τους ανθρώπους του «Charlie Hebdo» και στη συνέχεια σκοτώθηκαν οι ίδιοι. «Φανταστείτε νέους ανθρώπους που ζουν στην επαρχία ή λίγο έξω από το Παρίσι, χωρίς μόρφωση, χωρίς οικογένεια, χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτε. Είναι πολύ εύκολο να τους πιάσεις και να βάλεις στο μυαλό τους ό,τι θέλεις. Τους δείχνεις το Παρίσι και τους λες «εκεί ζουν οι πλούσιοι άνθρωποι», τους λες «αυτοί οι άνθρωποι δεν σε θέλουν, δεν ενδιαφέρονται για σένα, δεν σε αγαπούν, αλλά εμείς ενδιαφερόμαστε, εμείς σε αγαπάμε, εμείς θα σου δώσουμε την ευκαιρία να ζήσεις και να πεθάνεις σαν ήρωας»».


Τονί Μαρσάλ: «Η δυσκολία της Γαλλίας να ενσωματώσει στο έθνος τον πληθυσμό των ανθρώπων που προέρχονται από ξένα κράτη έχει αφήσει πίσω της ίχνη τα οποία οδήγησαν στην τραγωδία του “Charlie Hedbo”»

Την άποψη του Ρεζίς Βαρνιέ συμμερίζεται και η γνωστή σκηνοθέτρια κωμωδιών Τονί Μαρσάλ, της οποίας η τελευταία ταινία «Tu veux ou tu veux pas», με τη Σοφί Μαρσό και τον Πατρίκ Μπρουέλ, έχει ξεπεράσει το 1.000.000 εισιτήρια στη Γαλλία. Για τη Μαρσάλ το ζήτημα δεν έχει να κάνει τόσο με την ενδεχόμενη προβοκάτσια του συγκεκριμένου σατιρικού περιοδικού όσο «με τη δυσκολία της Γαλλίας από τον πόλεμο της Αλγερίας και μετά να ενσωματώσει στο έθνος τον πληθυσμό των ανθρώπων που προέρχονται από ξένα κράτη και ζουν στα φτωχά περίχωρα. Αυτή η δυσκολία έχει αφήσει πίσω της ίχνη τα οποία οδήγησαν στην τραγωδία του «Charlie Hebdo»». Για τη Μαρσάλ το γεγονός ότι στη Συρία κορίτσια 13 ετών αναγκάζονται να παντρευτούν τζιχαντιστές είναι ένα δείγμα της απώλειας αναφορών από την οποία πάσχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. «Οι φονταμενταλιστές μπορούν με μεγάλη ευκολία να επιλέξουν και να υποτάξουν τέτοιους ανθρώπους όχι μόνο από το Ιnternet αλλά κατά μία έννοια ψαρεύοντας μέσα από το κενό των αξιών της ζωής τους, το οποίοι οι εκπαιδευτικοί στη Γαλλία, όσο καλοί και αν είναι –και υπάρχουν καλοί εκπαιδευτικοί στη χώρα μου -, δεν έχουν τη δυνατότητα να γεμίσουν».

Μια ηθοποιός που αυτή την εποχή δεν μπορεί να χαρεί την τεράστια επιτυχία που μια ταινία της σημειώνει στη Γαλλία είναι η Καρίν Βιάρ, πρωταγωνίστρια της «La famille Belier» («Οικογένεια Μπελιέρ»), όπου υποδύεται μια κωφάλαλη σύζυγο και μητέρα. Ο λόγος βεβαίως είναι η τραγωδία του «Charlie Hebdo». «Με κατέκλυσαν δύο βασικά συναισθήματα» μας είπε η ηθοποιός. «Από τη μία πλευρά ένιωσα τεράστια οργή εναντίον της βλακείας και της βαρβαρότητας και από την άλλη ένιωσα ότι οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του δικού μου κόσμου, δολοφονήθηκαν απλώς και μόνο επειδή ήταν καλλιτέχνες. Αυτοί οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν ήταν κορυφαίοι καλλιτέχνες, μεγαλώσαμε μαζί τους, μεγαλώσαμε με τις γελοιογραφίες τους. Οι καλλιτέχνες παίζουν έναν ρόλο στην κοινωνία, είναι οι άνθρωποι που πρέπει να βάλουν στα κείμενα, στα σκίτσα, στις ζωγραφιές τους, σε όποια τέχνη υπηρετούν, αυτό που η κοινωνία δυσκολεύεται να εκφράσει. Υπό αυτή την έννοια είναι οι μεταφραστές ή οι διερμηνείς της κοινωνίας και αυτό είναι κάτι που οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να ξεχνούν. Οφείλουν να είναι αφοσιωμένοι, ακόμη και αν το τίμημα είναι να μην είναι πάντα αγαπητοί ή η δουλειά τους να μη γίνεται πάντα κατανοητή».
Η Γαλλία που πρέπει να αλλάξει


Μπενουά Ζακό: «Στη Γαλλία επικρατεί σοβινισμός, αντισημιτική συμπεριφορά, ρατσισμός, ολοκληρωτισμός, φασισμός, είτε ατομικός είτε κατά πλειψοφηφία, δημαγωγία, η λίστα μπορεί να είναι ατελείωτη»

Πολύ πιο σκληρός στα λόγια του ακούστηκε ο σκηνοθέτης των «Τριών καρδιών» Μπενουά Ζακό μιλώντας με αφορμή την αμέσως επόμενη ταινία του «Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας» που θα παιχτεί σε λίγο καιρό στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Οκτάβ Μιρμπό έχει γυριστεί δύο φορές στο παρελθόν και μάλιστα από τεράστια ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον Ζαν Ρενουάρ και τον Λουίς Μπουνιουέλ, δεν στάθηκε εμπόδιο στην απόφαση του Ζακό να κάνει την ταινία. Αντιθέτως, όπως μας είπε, του έδωσε την ευκαιρία να κάνει μια τελείως διαφορετική ταινία που κοιτάζοντας το παρελθόν μέσα από τα μάτια μιας καμαριέρας θα μιλάει για καταστάσεις που αυτή την εποχή επικρατούν στη Γαλλία. Στην ερώτηση σε ποιες καταστάσεις αναφέρεται ο Ζακό απάντησε: «Σοβινισμός, αντισημιτική συμπεριφορά, ρατσισμός, ολοκληρωτισμός, φασισμός, είτε ατομικός είτε κατά πλειοψηφία, δημαγωγία, η πρόσφατη σφαγή που συγκλόνισε τη Γαλλία, η λίστα μπορεί να είναι ατελείωτη».


Ολιβιέ Ασαγιάς: «Ξαφνικά, μια εθνική καταστροφή έχει φέρει τον κόσμο στο σημείο να θέλει να ξεχάσει τον ανταγωνισμό και τη διχόνοια. Μακάρι να έχει διάρκεια αυτή η κατάσταση»

Για τον σκηνοθέτη Ολιβιέ Ασαγιάς που βρέθηκε στη Unifrance με την ταινία «Sils Maria», όπου η Ζιλιέτ Μπινός υποδύεται μια διάσημη ηθοποιό σε κρίση και η Κίρστεν Στιούαρτ τη βοηθό της, η τραγωδία του «Charlie Hebdo» γεφύρωσε τις σχέσεις πολλών ανθρώπων που για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια ήρθαν ο ένας κοντά στον άλλον. Ο Ασαγιάς είπε ότι τα τελευταία χρόνια παρακολουθούσε με τρόμο τη χώρα του να διχάζεται όλο και περισσότερο. «Βία και οργή ήταν παντού βυθίζοντας τη χώρα στη σύγκρουση, μια πολύ ενοχλητική ατμόσφαιρα. Και ξαφνικά μια εθνική καταστροφή έχει φέρει τον κόσμο στο σημείο να θέλει να ξεχάσει τον ανταγωνισμό και τη διχόνοια. Μακάρι να έχει διάρκεια αυτή η κατάσταση». Για τον 60χρονο σκηνοθέτη έχει παίξει μεγάλο ρόλο το ποιοι δολοφονήθηκαν. «Ολος ο κόσμος στη Γαλλία μεγάλωσε με τις ζωγραφιές τους» είπε για την ομάδα του «Charlie Hebdo». «Πολύς κόσμος ένιωθε ότι είχε προσωπική σχέση μαζί τους. Ηταν οι γνωστότεροι και οι πιο αγαπητοί καρτουνίστες όλων των εποχών και ο κόσμος δεν μπορεί να διανοηθεί να σκοτώνονται καρτουνίστες».

Ενωμένοι μπροστά στην τρέλα

Ο αλγερινής καταγωγής γάλλος ηθοποιός Ρεντά Κατέμπ – τον οποίο θα δούμε σε αρκετές ταινίες εφέτος όπως το «Loin des homes» (από ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμί) και το «Qui vive» –μίλησε αρκετά για τον ρόλο των media που σε ορισμένες περιπτώσεις «ανάβουν τη φωτιά για να παίξουν τους πυροσβέστες μετά την πυρκαγιά». «Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά σε όλον τον κόσμο. Δεν θέλουμε να παίξουμε αυτό το παιχνίδι. Θέλουμε να παίξουμε το δικό μας παιχνίδι: το παιχνίδι της ειρήνης. Το 99% των ανθρώπων το μόνο που θέλει είναι να ζήσει ήσυχα» είπε ο ηθοποιός. «Και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Την περασμένη Κυριακή όλοι οι άνθρωποι που είχαν βγει στους δρόμους της Γαλλίας για το «Charlie Hebdo» ήταν ενωμένοι. Αυτή ήταν η απάντηση από τον δρόμο μπροστά στην τρέλα που προκάλεσαν μερικοί άνθρωποι».

Πασκάλ Φεράν: «Το σοκ που ζήσαμε με την τραγωδία του “Charlie Hebdo” αναγέννησε την επιθυμία του πολιτικού ακτιβισμού για την αλλαγή της κοινωνίας με έναν συλλογικό τρόπο»

Στην αλληγορική ταινία της Πασκάλ Φεράν «Bird people» η Αναΐς Ντεμουσιέρ υποδύεται μια καμαριέρα που μεταμορφώνεται σε σπουργίτι και ο Τζος Τσαρλς έναν αμερικανό μπίζνεσμαν στο Παρίσι ο οποίος αποφασίζει να παρατήσει καθετί που σχετίζεται με την προηγούμενη ζωή του και να αρχίσει από το μηδέν. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθέτρια θέλησε να σχολιάσει την κοινωνία της χώρας της τα τελευταία χρόνια. «Εδώ και χρόνια ήμουν παθιασμένη με την ιδέα του να αφήσω τα πάντα πίσω μου και να γίνω ξανά διαθέσιμη στον κόσμο» μας είπε η 60χρονη σκηνοθέτρια. «Νομίζω ότι αυτό σχετίζεται με τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία. Στις καταστάσεις που περιγράφει η ταινία όλοι οι ήρωες έχουν αυτή την επιθυμία, να αλλάξουν τη ζωή τους. Απλώς δεν γνωρίζουν πώς να το κάνουν, με αποτέλεσμα να στέλνονται πάντα πίσω στη μοναδική τους ταυτότητα. Αυτό που λείπει είναι η συλλογική συνείδηση για να αλλάξει το οτιδήποτε στην κοινωνία. Να όμως που με το πρόσφατο γεγονός που τάραξε τη χώρα μου οι άνθρωποι δεν θέλουν να γίνουν πουλιά και να τα αφήσουν πίσω τους πετώντας. Αντιθέτως, θέλουν να πατήσουν τα πόδια τους σταθερά στη γη και να δουλέψουν. Να δουλέψουν πολιτικά. Το σοκ που ζήσαμε με την τραγωδία του «Charlie Hebdo» αναγέννησε την επιθυμία του πολιτικού ακτιβισμού για την αλλαγή της κοινωνίας με έναν συλλογικό τρόπο».

Ζήτω το γαλλικό σινεμά
Περισσότερες από 90 κινηματογραφικές ταινίες που ως παραγωγές σχετίζονται με τη Γαλλία παρουσιάστηκαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του τετραημέρου του φεστιβάλ της Unifrance. Μπορεί μεν το 2013 να ήταν μάλλον απογοητευτική χρονιά για το γαλλικό σινεμά αφού έλειπε κάποια μεγάλη επιτυχία σαν το «The artist» ή τους «Αθικτους», όμως το 2014 αποτέλεσε μια δυναμική επιστροφή της γαλλικής κινηματογραφίας στον παγκόσμιο χάρτη. Η Γαλλία σημείωσε επιτυχίες σε πολλές χώρες του κόσμου με ταινίες όπως η «Lucy» του Λικ Μπεσόν και το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» του Φιλίπ ντε Σοβερόν που στην Ελλάδα ήταν η μεγάλη επιτυχία του καλοκαιριού φτάνοντας τα 100.000 εισιτήρια. Η Ελλάδα άλλωστε είναι μια χώρα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τη γαλλική ταινία. Από τις ταινίες που παρουσιάστηκαν το τετραήμερο που μας πέρασε τουλάχιστον 20 είναι ήδη αγορασμένες για διανομή στη χώρα μας. Εκτός από αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω θα βρούμε επίσης το ντοκιμαντέρ των Βιμ Βέντερς και Χουλιάνο Ριμπέρο Σαγγάδο «Το αλάτι τη γης», την τελευταία ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ «Αντίο στη γλώσσα», την αστυνομική ταινία εποχής «La French» του Σεντρίκ Ιμενέζ με τον Ζαν Ντεζαρντέν στον ρόλο του δικαστή Πιερ Μισέλ που στη δεκαετία του 1970 ανέλαβε την εκκαθάριση της Μασσαλίας από το οργανωμένο έγκλημα και το «Τελευταίο κτύπημα του μαχαιριού» της Αλίς Ντελαπόρτ, ένα εφηβικό δράμα τοποθετημένο στη γαλλική επαρχία.
Ντοκιμαντέρ για το «Charlie Hebdo»

Το πρόσφατο τραγικό γεγονός της επίθεσης στα γραφεία του σατιρικού εντύπου «Charlie Hebdo» δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από την ίδια τη διοργάνωση της Unifrance. Πέρα από το γεγονός ότι η τραγωδία του «Charlie» ήταν παρούσα σε όλες τις ομιλίες και τις συζητήσεις των δημοσιογράφων με τους συντελεστές των ταινιών, η Unifrance μέσω του διαδικτυακού οργανισμού MyFrenchFilmFestival παρουσίασε διαδικτυακά και χωρίς χρέωση το ντοκιμαντέρ «C’est dur d’être aimé par des cons» (Είναι δύσκολο να σε αγαπούν ηλίθιοι). Γυρισμένο από τον Ντανιέλ Λεκόντ, το ντοκιμαντέρ εστιάζει στη μήνυση που η εφημερίδα δέχτηκε το 2007 για τις δημοσιεύσεις ακραίων σατιρικών σκίτσων του Μωάμεθ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ