Δεν είναι λίγο αυτό που συνέβη στον Πιερ Μπομαρσέ και στον «Γάμο του Φίγκαρο»: λίγο μετά το πρώτο θεατρικό ανέβασμα (1784) ο Μότσαρτ βασίστηκε στην πλοκή του για μία από τις διασημότερες όπερες που έγραψε. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός μαζί με την ομάδα του το επέλεξε για να εγκαινιάσει τον Κύκλο Θεάτρου στο Μέγαρο. Στόχος του να μας κάνει να γελάσουμε, ακόμη και αν για αυτό χρειάζεται να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη.
Ολόκληρος ο θίασος της παράστασης «Γάμος του Φίγκαρο» επί σκηνής

Κύριε Λιβαθινέ, στο θέατρο παρατηρείται μια επιστροφή στο κλασικό. Συμφωνείτε;

«Πιστεύω στη δύναμη του κλασικού. Τα κλασικά έργα δεν είναι παλιά αλλά μοντέρνα, σημερινά. Τις πιο μοντέρνες ιδέες τις βρίσκεις μέσα στο κλασικά έργα, ιδωμένες με έναν πολύ στέρεο τρόπο. Και αυτό το λέω γιατί μοντέρνες ιδέες υπάρχουν και σε σύγχρονα έργα, απλώς δεν στέκουν. Τα θέματα είναι που μετράνε».
Για ποια θέματα μιλάμε σήμερα;
«Σήμερα οι καλλιτέχνες θέλουν να μιλήσουν για τη γη που ανοίγει κάτω από τα πόδια τους, αλλά πολλές φορές αυτό γίνεται με τρόπους που αφήνουν τα θέματα μετέωρα. Και γι’ αυτό γυρνάμε στο κλασικό. Παράλληλα όμως πιστεύω ότι δεν φροντίζουμε τα δικά μας, τα σύγχρονα ελληνικά έργα, δεν τα προβάλλουμε σωστά και βαθιά. Μένουν στα συρτάρια».
Υπάρχει, δηλαδή, υλικό;
«Ναι, έτσι πιστεύω. Εχουμε και τις προϋποθέσεις και τους συγγραφείς. Αλλά αν δεν διαθέτει η χώρα μια ευρύτερη πολιτική επάνω σε αυτό το θέμα, τι να κάνει ο συγγραφέας από μόνος του;».
Θεωρείτε, δηλαδή, ότι υπάρχουν αδικημένοι;
«Υπάρχουν ταλαντούχοι συγγραφείς, κάπου χαμένοι, όπως και ταλαντούχοι αυριανοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί κάπου χαμένοι. Μια ολόκληρη ελληνική γενιά είναι κάπου χαμένη. Και αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημα της εποχής μας: μια ολόκληρη στρατιά νέων ανθρώπων κινδυνεύει χωρίς ευκαιρίες. Το ταλέντο δεν είναι κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά. Από την άλλη, υπάρχει και ταλέντο που υπερεκτιμήθηκε».
Μιλάτε για διάττοντες αστέρες;
«Μα το θέατρο δεν είναι μια κι έξω… Οι ανερχοκατερχόμενοι, όπως τους λέω εγώ, είναι ένα σύμπτωμα. Το θέατρο θέλει καλλιέργεια και διαδρομή. Να βρεις και να ανεβάσεις έναν συγγραφέα δίνοντάς του την ευκαιρία που χρειάζεται τη στιγμή που τη χρειάζεται και με φροντίδα. Δεν έχουμε φτώχεια ιδεών αλλά μας λείπει η καλή επαφή με την ίδια την πράξη του θεάτρου».
Τι ξεχωρίζει σήμερα;
«Σήμερα αναδεικνύεται ό,τι πρωτοέρθει στον αφρό. Και αυτό είναι ένα σύμπτωμα της εποχής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Εχουν πέραση είδη μιας χρήσεως, που μιλούν στον αφρό των ημερών, με έναν εντυπωσιακό τρόπο και μετά εξαφανίζονται. Ζούμε μια αποσπασματική εκδοχή».
Δεν δώσαμε πολύ χώρο στο αποσπασματικό, στο λεγόμενο θέατρο device;
«Το καταλαβαίνω και αυτό ως σύμπτωμα εποχής. Κάθε τόσο χρειάζεται να καταστρέψεις και κάτι».
Ναι, αλλά δεν προηγείται η δημιουργία της καταστροφής;
«Προφανώς. Στα μεγάλα και στα κλασικά, που αποτελούν ένα ολόκληρο σύμπαν, δοκιμάζονται οι αντοχές, το βάθος της σκέψης και τα εργαλεία του καθενός. Δεν είναι απλό να ανεβάσεις ένα κλασικό έργο. Πολλές φορές μπορείς να το καταλάβεις αυτό στο επίπεδο της πλοκής. Η αξία του να λέει κανείς ένα παραμύθι, με αρχή, μέση και τέλος, παραμένει για μένα ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα».
Πώς λέγεται σήμερα ένα παραμύθι;
«Το θέμα δεν είναι να πεις μόνο την ιδέα σου με αφορμή ένα κλασικό έργο ούτε να πεις μόνο τα λόγια του. Γιατί αυτό είναι αφήγηση. Το ζήτημα είναι να μεταφέρεις ζωντανά τα γεγονότα ενός έργου πάντα με αφορμή τον λόγο που το διάλεξες τώρα. Τελικά το σημαντικότερο είναι το γράμμα. Κάθε φορά που ανεβάζεις κάτι είναι σαν να γράφεις ένα γράμμα και να το στέλνεις από τη σκηνή στην πλατεία για να το πάρουν μαζί τους οι θεατές. Αλλιώς τι αξία έχει;».
Το θέατρο τελικά επηρεάζει, επιδρά;
«Δεν τρυπάς με λέξεις πια το ανθρώπινο δέρμα. Με άλλα μέσα. Κυρίως με μεγάλα συναισθήματα και γενναιόδωρες πράξεις, με αποκαλύψεις της ανθρώπινης ψυχής. Ελάχιστα με λέξεις πια. Εχουν ειπωθεί και ιδωθεί όλα σε εικόνες. Φρικτότερα πράγματα από όσα βλέπει κανείς στην τηλεόραση αποκλείεται να φτιάξεις. Μπορείς μόνο να του θυμίσεις κάτι πολύ προσωπικό, να τον αγγίξεις, να τον εκπλήξεις».
Τι σας προβληματίζει, τι σας φοβίζει σήμερα;
«Aναρωτιέμαι αν έχουμε ελευθερία του λόγου. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να λέω ό,τι θέλω. Εχουμε ανελευθερία γιατί γύρω μας υπάρχει σιωπή. Πολλές φορές σωπαίνουμε για πράγματα που δεν θα έπρεπε. Η σιωπή μας είναι το χειρότερο έγκλημα.
Πράγματι υπάρχει σήμερα αυτολογοκρισία. Εχουμε έλλειψη κριτηρίου. Και μιλάω κυρίως για τα καλλιτεχνικά μας πράγματα».

«Ηθελα να δακρύσουμε από τα γέλια»

Γιατί διαλέξατε τον «Γάμο του Φίγκαρο»;

«Ηθελα να γελάσουμε λίγο. Οσο κι αν φαίνεται φτωχός και ταπεινός στόχος, επειδή είναι η εποχή των δακρύων, ήθελα να δακρύσουμε από τα γέλια. Ηθελα να αλλάξω εντελώς κλίμα και να μπω σε ένα είδος θεάτρου που έχει μεγάλη σχέση με το πατάρι, τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, σε μια εποχή που το έχει απόλυτη ανάγκη. Αναζητούσα μια αλλαγή κλίματος, ατμόσφαιρας και διάθεσης. Ακόμα κι αν μέσα κρύβεται κάτι σοβαρό…».
Ποιο είναι το σοβαρό που κρύβεται;
«Το κυνήγι της ευτυχίας. Με τράβηξε πολύ η λαμπερή του ματιά πάνω στη ζωή των ανθρώπων που την κυνηγούν με τους πιο απεγνωσμένους τρόπους –είτε γιατί έχουν άδειο το κρεβάτι τους, είτε γιατί έχουν άδεια τη ζωή τους, είτε γιατί ταυτίζουν την ευτυχία με τον γάμο, με ένα πρόσωπο, με έναν έρωτα. Αυτή η τρεχάλα όλων μας να γεμίσουμε τη ζωή μας με κάτι μας κάνει πολλές φορές αστείους. Πρέπει να βλέπουμε, κάπου-κάπου, τον εαυτό μας στον καθρέφτη ακόμα κι αν, όπως λέει κι ο Γκόγκολ, γκρινιάζουμε επειδή η μούρη μας είναι στραβή. Το γέλιο είναι λύτρωση».
Το έργο εξελίσσεται μέσα σε μια ημέρα…
«Νιώθω ότι η αξία μιας μέρας επίσης πάει να χαθεί στη ζωή μας, γι’ αυτό και ήθελα πολύ να μιλήσω για μια ολόκληρη μέρα που ξεκινάει με την προσδοκία της απόλυτης ευτυχίας, και τελειώνει, τουλάχιστον στη δική μας εκδοχή, λίγο πιο πικρά από όσο θα περίμενε κανείς. Ο θεατής θα δει τον εαυτό του επί σκηνής να κυνηγάει την ευτυχία».
Πώς συνδέεται με την εποχή που γράφτηκε, λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση;
«Ο Μπομαρσέ ήταν αυθάδης και τόλμησε να πρωτοπετάξει στη σκηνή πράγματα που δεν είχαν γραφτεί με αυτόν τον τρόπο ποτέ. Δεν είχαν ως τότε κρυφοκοιτάξει τις αδυναμίες και τις ζωές ευγενών και απλών ανθρώπων με έναν τόσο ειλικρινή και σαρκαστικό τρόπο. Είναι ένα αφοπλιστικό χιούμορ αυτό, χωρίς να στερείται του μαύρου και ρεαλιστικού στοιχείου. Κατάφερε να μιλήσει και να χτυπήσει μια εποχή κάτω από τη μέση. Και αυτό λέει πολλά. Οπως και οι εξαιρετικοί χαρακτήρες που φτιάχνει».

Ταξιδεύοντας με την «Ιλιάδα»
Μαζί με την ομάδα του ο Στάθης Λιβαθινός παρουσιάζει την «Ιλιάδα» στα φεστιβάλ της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.
Το ομηρικό έπος στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που ξεκίνησε από το Φεστιβάλ Αθηνών (καλοκαίρι 2013), πρόσφατα συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαντιάγο Α Μιλ, στη Χιλή (3-6/1/2015).
Εχουν προηγηθεί συμμετοχές της παράστασης, έπειτα από πρόσκληση, στο Εθνικό Θέατρο του Αμστερνταμ (Οκτώβριος 2013), στο Διεθνές Φεστιβάλ της Μέριδα στην Ισπανία (Ιούλιος 2014), στο Εθνικό Θέατρο της Μαδρίτης (17-19 Σεπτεμβρίου) και στο Cinars Biennale στον Καναδά (20 Νοεμβρίου).
Ενδιαμέσως παίχτηκε στην Κύπρο, στα ανοιχτά και αρχαία θέατρα της Πάτρας, των Φιλίππων και του Ηρακλείου.
Παράλληλα εγκαινίασε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ενώ την άνοιξη του 2014 δόθηκε σειρά παραστάσεων στο θέατρο Χώρα.
Και όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «ενώ είμαστε μια αυτοσυντηρούμενη ομάδα, από τις μοναδικές στην Ευρώπη».

πότε & πού:
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας.
Πρεμιέρα: Σάββατο 7 Φεβρουαρίου.
Παραστάσεις ως τις αρχές Απριλίου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Ο γάμος του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ.
Μετάφραση: Ελσα Ανδριανού.
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός.
Σκηνογραφία: Ελένη Μανωλοπούλου.
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου.
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός.
Παίζουν: Δημήτρης Ημελλος, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Σαββίδου, Αρης Τρουπάκης, Αντιγόνη Φρυδά, Αμαλία Τσεκούρα, Γεράσιμος Μιχελής, Χρήστος Σουγάρης, Αργυρώ Ανανιάδου, Γιώργος Τσιαντούλας, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Λευτέρης Αγγελάκης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ