Νέο πεδίο για πολλές εικασίες αφήνουν τα ευρήματα από την μελέτη των σκελετικών καταλοίπων του ταφικού μνημείου, από τον λόφο Καστά Αμφίπολης. Ο αριθμός των ατόμων που είχαν ταφεί, το φύλο, η ηλικία, τα σωματομετρικά στοιχεία και η «συνύπαρξη» ενταφιασμού και καύσης, δίνουν «τροφή» για συνειρμούς, αλλά δεν δίνουν απαντήσεις για ταυτοποίηση με ιστορικά πρόσωπα της εποχής.

Ωστόσο, τα νέα στοιχεία και όσα ακόμα προκύψουν θα συνεκτιμηθούν, με βάση την αρχαιολογική μελέτη, για προσδιορισμό της λειτουργίας και του ρόλου του ταφικού μνημείου σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης.
Τουλάχιστον πέντε ήταν τα άτομα στα οποία ανήκαν τα ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στο ταφικό μνημείο. Παράλληλα, κατά τη μελέτη του σκελετικών καταλοίπων από τους ειδικούς επιστήμονες, αναγνωρίστηκαν οστά ζώων. Κάποια από τα οποία φαίνεται να ανήκουν σε μακρά οστά ιπποειδούς, ίσως άλογο, η παρουσία του οποίου πρέπει να εξηγηθεί.
Ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο να υπήρχαν περισσότεροι των πέντε νεκροί. Πάντως, ο ελάχιστος αριθμός των ατόμων, που ταυτοποιήθηκαν από τα διαγνωστικά σκελετικά κατάλοιπα αντιστοιχεί σε πέντε άτομα, τα τέσσερα εκ των οποίων είχαν ενταφιασθεί και ένα είχε αποτεφρωθεί (ταφή με καύση).
Ενταφιασμός είχε επιλεγεί για μια ηλικιωμένη γυναίκα άνω των 60 ετών, για δύο άνδρες ηλικίας 35-45 ετών (ο ένας πιο κοντά στα όριο των 35 και ο άλλος κοντύτερα στο όριο των 45 ετών) αλλά και για ένα νεογέννητο άτομο. Ιχνη καύσης βρέθηκαν σε οστά που αποδίδονται σε ένα ενήλικο άτομο. Πάντως, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες που έκαναν την ανθρωπολογική έρευνα, στο γυναικείο σκελετό φαίνεται ότι αποδίδονται τα περισσότερα οστά που βρέθηκαν στον κιβωτιόσχημο τάφο, ένα μέτρο πάνω από το δάπεδό του. Μάλιστα, το κρανίο της είναι σχετικά καλά διατηρημένο.
Η «ανάγνωση» των ευρημάτων
Η γενική εικόνα εύρεσης των σκελετικών καταλοίπων συνηγορεί στην αναμόχλευσή τους από ανθρωπογενή επέμβαση, η οποία φαίνεται ότι αφορούσε τόσο στο εσωτερικό του τέταρτου χώρου, όπου βρέθηκε ο κιβωτιόσχημος τάφος, όσο και εντός του κιβωτιόσχημου τάφου.
Ο σχετικά νεαρότερος από τους δύο άνδρες που είχαν ενταφιασθεί, είχε ύψος 168 εκ. και έφερε τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο. Σύμφωνα, με τους ειδικούς, τομές που εντοπίστηκαν στο σώμα του, ταυτίζονται πιθανόν με επιθετικά χτυπήματα-τραυματισμούς, που θα πρέπει να έγιναν εξ επαφής με αιχμηρό όργανο π.χ. μαχαιρίδιο, και προκάλεσαν το θάνατό του, καθώς δεν διακρίνονται ενδείξεις επούλωσης. Οπως επεσήμαναν στο «Βήμα» αρχαιολόγοι, η εικόνα από τον βίαιο θάνατό του, με αιχμηρό αντικείμενο, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να επρόκειτο για στρατιωτικό που επλήγη σε μάχη από κάποιον που του επιτέθηκε. Το άτομο αυτό φέρει ίχνη τομών στην αριστερή άνω θωρακική μοίρα, σε δύο πλευρές και αυχενικό σπόνδυλο, καθώς και στην κάτω επιφάνεια του στερνικού άκρου της αριστερής κλείδας.
Ο δεύτερος άνδρας, λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία σε σχέση με τον άλλο ενταφιασμένο, ήταν ύψους 162-163 εκ. και έχει ενδείξεις, κατάγματος στο δεξί χέρι (δεξιά του κερκίδα, σχετικά κοντά στο δεξιό καρπό).
Οσο αφορά στο νεκρό νεογνό (ένα νεογέννητο βρέφος), δεν κατέστη δυνατό να πρσδιορισθεί το φύλο. Οπως επισημαίνεται από τους επιστήμονες, ο προσδιορισμός του φύλου σε αυτό το άτομο δεν κρίνεται δυνατός καθώς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά διάκρισης φύλου στα οστά των νεογνών δεν είναι σαφή.
Τέλος, δυσκολίες συνάντησε η μελέτη για το άτομο το οποίο είχε αποτεφρωθεί και είναι λίγα τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου πολιτισμού. Οπως σημειώνεται, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα που έκανε την ανθρωπολογική μελέτη, το άτομο αυτό «εκπροσωπείται από ελάχιστα θραύσματα», μόλις εννέα , κυρίως μακρών οστών. Τα οστά αυτά φέρουν «όλες τις παραμορφώσεις (εγκάρσιες μικρορωγμές και μερικές φορές έντονη παραμόρφωση) αλλά και τους αποχρωματισμούς (υπόλευκο και μπλε/γκρι) που συναντώνται στις περιπτώσεις πλήρους καύσης σαρκωμένου νεκρού και ανήκει πιθανότατα σε ενήλικο άτομο».
Ερωτήματα, ελλιπείς πληροφορίες και μετέωρες ακόμα απαντήσεις
Κρίσιμο στοιχείο, μεταξύ άλλων, παραμένει ο χρονολογικός προσδιορισμός της περιόδου, κατά την οποία πέθαναν τα άτομα στα οποία ανήκουν τα οστά. Η χρονολογική προσέγγιση μπορεί να γίνει, με τη βοήθεια φυσικών επιστημών (π.χ. άνθρακας 14). Ετσι, θα εφαρμοστούν οι AMS χρονολογήσεις σε δείγματα τόσο των ανθρώπινων οστών όσο και των συγκείμενων ζώων, που θα συμπληρώσει την εικόνα της διαδοχής των ταφών, η οποία δεν μπορεί να ανασυσταθεί μέσα από την ανασκαφική διαδικασία.
Μείζον ζήτημα, όμως, όπως σημειώνει στο «Βήμα» ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του ΑΠΘ κ. Μιχάλης Τιβέριος, είναι «να μας δώσουν οι ανασκαφείς το πού ακριβώς βρέθηκε ο μεγάλος αυτός αριθμός του οστεολογικού υλικού και τα τυχόν συνευρήματά τους». Αυτά είναι απαραίτητα, εξηγεί ο καθηγητής, «για αποκτήσουμε μια πιο σωστή εικόνα για τους νεκρούς που θάφτηκαν στον μνημειακό αυτό τάφο».
Πάντως, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, μπορεί να πρόκειται για οικογενειακό τάφο.
Ετσι, εκτός από τις φυσικές επιστήμες, η ακριβής θέση όπου βρέθηκαν τα οστά, και τα συνευρήματα τους, μπορούν να συνεισφέρουν σε εκτιμήσεις για το πότε πέθαναν τα άτομα, πότε έγιναν οι ενταφιασμοί και η καύση.
Επίσης, λείπουν ακόμα απαντήσεις, όπως π.χ. για το αν στην ταφή πρόκειται για άτομα που:
– έχουν συγγένεια μεταξύ τους
-γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αμφίπολη ή για άτομα που μετακινήθηκαν από κάπου αλλού κατά την διάρκεια της ζωής τους και ενταφιάστηκαν στο συγκεκριμένο ταφικό μνημείο.
Ετσι, οι επιστήμονες θα προχωρήσουν ακόμα περισσότερο την έρευνα των σκελετικών καταλοίπων, με μεθόδους νέας τεχνολογίας.
Απαντήσεις ως προς τον τόπο καταγωγής των ατόμων αυτών θα βοηθήσουν ιδιαίτερα οι μακροσκοπικές όσο και οι αναλυτικές μέθοδοι που θα εφαρμοστούν σε ένα μεγάλο αριθμό σκελετών, περίπου 300, από τα νεκροταφεία της Αμφίπολης.

Τα σενάρια για την Ολυμπιάδα
Εχουν φουντώσει τα σενάρια για την ηλικιωμένη άνω των 60 ετών στην οποία ήδη κάποιοι «βλέπουν» να είναι η Ολυμπιάδα. Ομως, πριν διατυπωθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες της έρευνας. Η αξιοποίηση των αναλυτικών μεθόδων και των δεδομένων τους ώστε να προσδιορισθεί η γενετική ταυτότητα της γυναίκας και των υπόλοιπων νεκρών που βρέθηκαν μέσα στον τάφο, και η σχέση αυτών με τις φυλετικές ομάδες που μπορεί να ανιχνευθούν στον πληθυσμό της αρχαίας Αμφίπολης . Αν εντοπιστεί ότι η γυναίκα δεν ταυτίζεται με καμμιά από αυτές τις φυλετικές ομάδες, με βάσει το σκελετικό υλικό από τα νεκροταφεία της Αμφίπολης, τότε ίσως να πρέπει να επιχειρηθεί προσδιορισμός από τη μελέτη του σκελετικού υλικού από τάφους άλλων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας….
Επίσης, μεταξύ άλλων, θα γίνουν παλαιογενετικές αναλύσεις (αρχαίο DNA) με σκοπό την περιγραφή της βιολογικής και γενετικής ιστορίας των ατόμων. Στο πλαίσιο των αναλύσεων θα εξεταστεί η ενδεχόμενη εξ αίματος συγγένεια των τριών ατόμων (γυναίκας και δυο ανδρών). Οι αναλύσεις αρχαίου DNA θα βοηθήσουν στην προσπάθεια αυτού του προσδιορισμού.
Ομως, όπως επισημαίνει η επιστημονική ομάδα που μελετά τα σκελετικά κατάλοιπα, οι ταφονομικές συνθήκες (το ανασκαφικό περιβάλλον) στις οποίες βρέθηκαν τα μακρά οστά, η απουσία δοντιών και τμημάτων του κρανίου όσον αφορά τους δυο ενταφιασμένους νεκρούς (άνδρες), «ενδεχομένως να μην επιτρέψει την απόκτηση επαρκούς ποσότητας ενδογενούς πυρηνικού DNA για την επιτυχημένη και με ακρίβεια ταυτοποίηση της εξ αίματος συγγένειας». Οσον αφορά στο νεογνό και στο άτομο που είχε υποστεί καύση, δεν θα εφαρμοστούν οι παραπάνω μέθοδοι, λόγω της περιορισμένης ποσότητας δείγματος αλλά και της επίδρασης υψηλής θερμοκρασίας λόγω καύσης (στην περίπτωση του ατόμου που είχε αποτεφρωθεί).
Πάντως, δεν μπορεί παρά επισημανθεί ότι στις 12 Νοεμβρίου 2014 σε δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού αναφερόταν ότι «εντός και εκτός του τάφου, βρέθηκε ο σκελετός του νεκρού. Είναι προφανές ότι το ανθρωπολογικό υλικό θα εξεταστεί από ειδικούς επιστήμονες. Είναι, εξίσου, προφανές ότι θα γίνουν όλες οι έρευνες τις οποίες απαιτεί η σύγχρονη επιστήμη».
Αυτή η αναφορά στο δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού παρέπεμπε στην αποδοχή από την ανασκαφική ομάδα ότι τα οστά ανήκουν στον ίδιο, έναν νεκρό του κιβωτιόσχημου τάφου. Ωστόσο, ήδη, τότε, όπως σημείωνε «Το Βήμα» (16/11/201), αυτή η διατυπώση είχε εγείρει ερωτήματα, καθώς αφήνει περιθώρια σε αρχαιολόγους να σκεφθούν, με δεδομένο ότι ο τάφος είναι διαταραγμένος, ακόμη και το ότι μπορεί τα οστά να ανήκουν σε περισσότερους από έναν νεκρούς.
Μάλιστα, τότε, ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο ΑΠΘ και ανσκαφέας της Βεργίνας κ. Παναγιώτης Φάκλαρης επεσήμαινε απαντώντας σε σχετική ερώτηση του «Βήματος» ότι «πράγματι, αυτό φαίνεται να εννοεί η ανακοίνωση, αλλά γενικά στις περιπτώσεις διασκορπισμένων οστών και εξαιρετικά διαταραγμένων τάφων πρέπει να ελέγχεται και κάθε ενδεχόμενο».
Τώρα, δύο μήνες μετά εκείνο το δελτίο τύπου, μαθαίνουμε από την εξέταση του ανθρωπολογικού υλικού, ότι καταμετρήθηκαν 550 οστά. Από αυτά, κατόπιν προσεκτικής ανάταξης από διαφορετικά θραύσματα διάσπαρτων οστών, τα 157 καταγράφηκαν συστηματικά σε βάση δεδομένων και έγινε προσπάθεια απόδοσης τους σε επιμέρους άτομα. ..