Η αποχώρηση του Αγγελου Δεληβορριά από τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη ύστερα από 41 ολόκληρα χρόνια ανακοινώθηκε επίσημα στις 31 Οκτωβρίου και προκάλεσε συγκίνηση και πολλές συζητήσεις. Τον «τριγύριζε», είναι αλήθεια, καιρό. «Από την εποχή που συνταξιοδοτήθηκα από το Πανεπιστήμιο θεώρησα ότι φυσιολογικά θα έπρεπε να αρχίσει και η διαδικασία της αποχώρησής μου από το Μουσείο» λέει ο ίδιος. «Το ίδιο το Μουσείο όμως» συνεχίζει «δεν θέλησε να με αποχωριστεί. Ολα αυτά τα χρόνια είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας ένας δεσμός περισσότερο από συγγενικός. Ακολούθησε η περίοδος των μνημονίων και των εξαιρετικά δυσάρεστων επιπτώσεων στα εσωτερικά του Ιδρύματος, με απολύσεις προσωπικού, μειώσεις της μισθοδοσίας, περιορισμό των ημερών λειτουργίας κ.τ.λ., και τότε πλέον εγώ o ίδιος δεν μπορούσα να φύγω. Οταν τέλος πάντων όλα αυτά τακτοποιήθηκαν στον βαθμό που μπορούσαν να τακτοποιηθούν, έκρινα ότι ήρθε η στιγμή να αποχωρήσω».
Ωστόσο δεν πρόκειται να μείνει μακριά από το Μουσείο Μπενάκη, αφού από τη θέση του μέλους της Διοικητικής Επιτροπής του θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Ιδρυμα. Στο πλαίσιο αυτό θα συμμετάσχει και στην επιλογή του διαδόχου του, η οποία θα προκύψει ύστερα από διεθνή διαγωνισμό, γεγονός το οποίο εγκαινιάζει μια νέα σελίδα στο εγχώριο τοπίο της διαχείρισης των Μουσείων. Ο Αγγελος Δεληβορριάς σκιαγραφεί τα προσόντα που κατά την άποψή του θα πρέπει να έχει ο νέος διευθυντής. Λέει πως πρέπει να είναι καταξιωμένος, ενδεχομένως κάποιος που έχει φύγει από την Ελλάδα και η θέση θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκληση προκειμένου να επιστρέψει. «Σε κάθε περίπτωση, μια που το Μουσείο Μπενάκη έχει ως κεντρικό άξονα την Ελλάδα σε όλες τις εκφάνσεις της, ιστορικές, πολιτιστικές κ.τ.λ., σίγουρα ο διάδοχός μου θα πρέπει να είναι πολύ καλός γνώστης της ιστορικής μας πραγματικότητας. Θα πρέπει επίσης να μπορεί να χειρίζεται θέματα διοικητικής φύσεως και να διαθέτει το χάρισμα της επικοινωνίας, καθώς το Μουσείο έχει ανάγκη τη στήριξη του κοινού και θα την έχει ακόμη περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια. Και δεν εννοώ μόνο την ηθική, την οποία πράγματι την έχει κατακτήσει, αλλά και την οικονομική» λέει συγκεκριμένα.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς θεωρεί πως η προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για την πλήρωση της θέσης του διευθυντή είναι μια διαδικασία η οποία θα μπορούσε σαφώς να ακολουθηθεί και στην περίπτωση των δημόσιων μουσείων. «Το θεωρούσα απαραίτητο» λέει «όπως εξίσου αναγκαία θεωρούσα και την αποδέσμευση όλων των πνευματικών οργανισμών από τον σφιχτό εναγκαλισμό της εξουσίας. Δεν είναι κάτι καινοφανές αυτό που λέω. Στο εξωτερικό γίνεται εδώ και χρόνια. Εχουν μιαν ανεξαρτησία αυτοί οι οργανισμοί. Λειτουργούν ασφαλώς σε ορισμένα πλαίσια αλλά πρέπει να είναι εντελώς απαλλαγμένοι από γραφειοκρατία, πελατειακές σχέσεις κ.τ.λ.».
Επιχειρώντας τον απολογισμό της 41χρονης διευθυντικής διαδρομής του στο Μουσείο Μπενάκη λέει πως αυτό το οποίο προσπάθησε ιδιαίτερα και συνειδητά ήταν να ενισχυθεί ο «εθνικός» χαρακτήρας του. Πιστεύει πως τέτοιου είδους οργανισμοί μόνο αν απευθύνονται στο σύνολο μπορούν και δικαιούνται να υπάρχουν. Παράλληλα οφείλουν να ισορροπούν σε περισσότερα του ενός πεδία. Δεν μπορούν να είναι αποκλειστικά επιστημονικοί, εκπαιδευτικοί κ.τ.λ. «Επαίρομαι ότι πρότεινα κι έγινε αποδεκτό όχι μόνο από τη Διοίκηση του Μουσείου αλλά και από την κοινωνία ένας αποκεντρωτικός χαρακτήρας, το πολυκεντρικό σύστημα οργάνωσής του. Μια βαθύτατα δημοκρατική άποψη για το πώς πρέπει να λειτουργούν τέτοιου είδους οργανισμοί» σχολιάζει, εξαίροντας παράλληλα τη συμβολή των συνεργατών του.
Ο ίδιος στο εξής, πέρα από τη συμβολή που θα συνεχίσει να έχει στο Μουσείο Μπενάκη, δηλώνει πως θα εξοφλήσει και κάποια επιστημονικά «χρέη» του, τα οποία μοιραίως έμειναν λίγο πίσω όλα αυτά τα χρόνια. «Επίσης θα αρχίσω να αποδέχομαι και προσκλήσεις που έχω αρνηθεί σε φίλους απ’ όλον τον κόσμο, το οποίο εμμέσως θα κάνει καλό και στο Μουσείο» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ