«Οποιος γυρίζει μυρίζει» λέει μια ελληνική παροιμία. Η Βασιλική Καρακώστα είναι σίγουρο ότι γυρίζει. Από τα πρώτα χρόνια που παρουσιάστηκε στο τραγούδι και θήτευσε δίπλα στους Διονύση Σαββόπουλο, Νίκο Πορτοκάλογλου και Παναγιώτη Καλαντζόπουλο αλλά και στην εν γένει προσωπική της πορεία αυτό κάνει. Δεν κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Μαζεύει εικόνες, χρώματα, ήχους και τους τοποθετεί στη μουσική της. Την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου στο τζαζ κλαμπ Half Note παρουσιάζει για μία και μοναδική βραδιά το project της με τίτλο «Η Βασιλική συναντά τους μουσικούς του δρόμου». Πρόκειται για μια πολυπολιτισμική συνύπαρξη με τη συμμετοχή μουσικών από τη Σενεγάλη. Από τα ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια και τους αφρικανικούς δρόμους ως τον σύγχρονο ηλεκτρικό ήχο.
Η ίδια μιλώντας στο vima.gr κάνει λόγο για «μια γιορτή από τα παλιά πιο σύγχρονη από ποτέ. Με την εμπειρία των 15 και πλέον χρόνων στο τραγούδι μπορώ πια και ακολουθώ τα συναισθήματά μου, αλλά και να αφήνω κάθε φορά χώρο επί σκηνής στην τέχνη να μου αποκαλυφθεί. Γιατί πιστεύω ότι η τέχνη της μουσικής μου αποκαλύπτεται. Αν και γνωρίζω πολύ καλά τι θέλω και προετοιμάζω την κάθε εμφάνισή μου σαν να μην υπάρχει άλλη, αφήνω πάντα τη βασιλική θέση στη μαγεία της απρόβλεπτης δημιουργίας. Αυτήν που γεννιέται αγόγγυστα, μυστηριακά και απρόβλεπτα. Αυτή την υπέροχη μαγεία που μόνο ο καλλιτέχνης σε σχέση με το κοινό μπορεί να πραγματοποιήσει. Γι’ αυτό και κάθε ζωντανή μου εμφάνιση είναι διαφορετική. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητά μου και αυτό νομίζω είναι που αρέσει στους ανθρώπους που έρχονται να δουν τις παραστάσεις μου. Στις 18 Δεκεμβρίου στο Half Note συνειδητά θα κρατώ τη μισή νότα για να τη βάλετε εσείς. Την άλλη μισή θα τη βάλουμε εμείς πάνω στη σκηνή. Μαζί με τους αγαπημένους συνεργάτες που περιοδεύαμε τους τελευταίους μήνες και τους μουσικούς από τη Σενεγάλη της Αφρικής που καλώ ολοκληρωμένα για πρώτη φορά στη σκηνή του Half Note».

Ποιος όμως ήταν ο λόγος που η Βασιλική Καρακώστα αποφάσισε να πάρει τους δρόμους; Ισως φταίνε τα γονίδια. «Νιώθω κι εγώ ότι ανήκω στον δρόμο λόγω καταγωγής. Από μικρή περπατούσα ξυπόλυτη, έτρεχα τραγουδώντας, συναντούσα παρέες και έκανα μικρά σόου στην αθάνατη ελληνική επαρχία. Ξεκίνησα να τραγουδάω πολύ μικρή σε πανηγύρια. Ο δρόμος κυλά μέσα μου.

Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες που είναι στον δρόμο δεν έχουν φόβο, έχουν γενναιότητα. Ακροβατούν ανάμεσα στο ένα ευρώ και στο κανένα. Αν δεν αξίζουν πραγματικά δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν. Θέλει τσαγανό να είσαι μουσικός του δρόμου. Θέλει αντοχές, γενναιοδωρία, αλλά έχει και πολύ παιχνίδι μέσα του, χρωματίζει την πόλη. Νιώθω ότι η πραγματική μουσική δονείται κάτω από την άσφαλτο».

Πολλές φορές όμως οι δονήσεις προκαλούν σεισμό, εκρήξεις. «Από την άλλη, όμως, διαισθάνομαι ότι κάτι ακόμη τη συγκρατεί. Η αγνή γιορτή του Διονύσου είναι θαμμένη κάτω από το τσιμέντο που έχει στρωθεί σε όλη την Ελλάδα. Πολλές φορές ξεχνάμε τη φύση μας, πετρώνουμε με τη σκληρή πλευρά της ζωής και μοιάζουμε σαν ένα ηφαίστειο που βράζει αλλά δεν μπορεί να εκραγεί. Χρειαζόμαστε το χάδι, την έκσταση της μουσικής, την ελευθερία της έκφρασής της για να μαλακώσουμε. Οταν τρέχεις βιαστικός στον δρόμο, χάνεις τη στιγμή, δεν αφήνεσαι να σε κερδίσει η χαρά της μουσικής του πλανόδιου μουσικού. Οταν περπατώ στην πόλη, την αφουγκράζομαι και με τρελαίνει ευχάριστα το να ακούσω μια ωραία μελωδία. Αμέσως μου φτιάχνει η διάθεση. Ακόμη και δουλειά να έχω, λοξοδρομώ, αλλάζω πορεία ακολουθώντας τον ήχο».

Φαίνεται πάντως ότι ο ήχος των μουσικών του δρόμου ήταν δυνατός και ερωτικός. «Ο… έρωτας με τους μουσικούς του δρόμου ξεκίνησε το 2010, όταν περπατούσα κάπου κοντά στην αγαπημένη μου πλατεία Μοναστηρακίου και άκουσα ρουμάνους μουσικούς να παίζουν πνευστά, όλοι χαρούμενοι και χαμογελαστοί, ιδιαίτεροι. Ζήτησα να μιλήσω με τον αρχηγό τους και τους ανέβασα στη σκηνή του Σταυρού του Νότου, όπου συμπράξαμε σε λαϊκοδημοτικά τραγούδια και η απήχηση που βρήκε η συνύπαρξή μας στο κοινό ήταν μοναδική. Αυτή τη φορά έτυχε στις βόλτες μου στην Αθήνα να ξεχωρίσω μουσικούς από την Αφρική και η αίσθηση που είχα όταν άκουσα για πρώτη φορά τους σενεγαλέζους μουσικούςείναι ότι έχουν ακριβώς την ίδια ορμή που έχω κι εγώ. Αλλωστε, όπως μου είπαν, αναγνώρισαν μέσα τους κάτι δικό μου. Είναι η ορμή του ανθρώπου που θέλει να εκφράσει την ελευθερία του μέσω της μουσικής».

Υπάρχουν, δηλαδή, κοινά χαρακτηριστικά; «Κοινό χαρακτηριστικό μας είναι η εκρηκτική ενέργειά μας. Βρίσκω πολλά κοινά με τους μουσικούς της Αφρικής: ο τρόπος που παίζουν και εξωτερικεύουν τους ρυθμούς έχει να κάνει πολύ με τον δικό μας τρόπο, τη δική μας ψυχοσύνθεση. Με το που τους άκουσα ένιωσα σαν να έχουμε συναντηθεί ξανά. Αν και έμαθα από εκείνους τρόπους και χτυπήματα στα κρουστά, ωστόσο θα έλεγα ότι η συνάντησή μας δεν έχει να κάνει με νότες και με μουσικές αξίες όσο με μια λατρεία που σχετίζεται με την καταγωγή μας. Μου αρέσουν οι μουσικές που όταν τις ακούς έχεις την αίσθηση ότι σου περιγράφουν τον τόπο τους. Που σημαίνει ότι έχουν προσωπικότητα και διαφορετικότητα. Αυτό που μου αρέσει γενικότερα στους περισσότερους μουσικούς ή και καλλιτέχνες του δρόμου οποιασδήποτε καταγωγής αρχικά είναι πως στολίζουν την πόλη με τον αυθορμητισμό, την παντελή έλλειψη έπαρσης και εγωισμού. Εχουν έναν όμορφο παγανισμό και έναν εκρηκτικό διονυσιασμό».

Τι πιστεύει ότι είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει; «Από μικρή με ένοιαζε η ομόνοια, η κοινή γιορτή και χαίρομαι όταν μπορώ να τη μοιράζομαι με τους ανθρώπους που με αγαπούν και παρακολουθούν τις ζωντανές εμφανίσεις μου. Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι ότι θέλω να υπογραμμίζω αλλά και να μοιράζομαι αυτά που μου αρέσουν και ξεχωρίζω. Γι’ αυτό και θέλησα να καλέσω τους μουσικούς του δρόμου, για να ακουστούν περισσότερο και εμείς να έχουμε την ευκαιρία να τους ακούσουμε. Θέλω το κοινό που με αγαπά και με παρακολουθεί να απολαύσει τις στιγμές μου στον δρόμο. Τον δρόμο όπου σε πάει η ζωή και την ακολουθείς».
HALF ΝΟΤΕ JAZZ CLUB, ΤΡΙΒΩΝΙΑΝΟΥ 17, ΜΕΤΣ, 116 36, ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ 210 9213.310.

HeliosPlus