Eνα τραυματισμένο μνημείο σε μια πολύπαθη περιοχή. Ο Αγιος Κωνσταντίνος στην Ομόνοια. Εκεί όπου τα τελευταία 15 χρόνια λινάτσες και σκαλωσιές κρύβουν όχι μόνο τη λάμψη μιας πάλαι ποτέ αριστοκρατικής συνοικίας μα και ανθρώπινα δράματα. Το αποκατεστημένο κτίριο του Τσίλλερ που στεγάζει το Εθνικό Θέατρο αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα σε μια προσπάθεια πολιτιστικής και κοινωνικής αναζωογόνησης της Ομόνοιας με τα γνωστά προβλήματα υποβάθμισης και περιθωριοποίησης. Δεν στάθηκε όμως αρκετό.

Γι’ αυτό και οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του επιβλητικού ναού που βρίσκονται σε εξέλιξη στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και αναμένεται να ολοκληρωθούν ως τα τέλη του 2015 αποδίδοντας εκ νέου στην πρωτεύουσα ένα σημαντικό μνημείο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορική μνήμη και την ταυτότητά της, έχουν δημιουργήσει πολλές προσδοκίες πρωτίστως στους περιοίκους…

Τη σημασία του έργου για το κέντρο της πρωτεύουσας τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με τους Αθηναίους όσο και με τους επισκέπτες υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. «Ξαφνικά αλλάζει η οπτική ολόκληρης της περιοχής καθώς Εθνικό Θέατρο και Αγιος Κωνσταντίνος, ένα «ζευγάρι» κτιρίων τα οποία βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους, είναι αποκατεστημένα» λέει χαρακτηριστικά. «Θυμάμαι κάποια στιγμή, την περίοδο 2002-2003, είχαμε πάει να κάνουμε μια αυτοψία για να βγουν οι προδιαγραφές της μελέτης και κάτω από τις λινάτσες βρήκαμε κρυμμένους τοξικομανείς. Ανάμεσα στους ζωντανούς ήταν κι ένας πεθαμένος… Είχα πει τότε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων ότι η Αθήνα είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη πόλη και δεν μπορεί να αντέξει για πολλά χρόνια σκαλωσιές και λινάτσες, ειδικά σε γειτονιές τόσο δύσκολες και ευπαθείς…».
Η ανέγερση και η μεταμόρφωση της Αθήνας

Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης κτίστηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων προκειμένου να τιμηθεί η γέννηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, γιου του βασιλικού ζεύγους Γεωργίου και Ολγας το 1868. Η μελέτη για την κατασκευή του ναού ανατέθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηνών σε έναν από τους επιφανέστερους αρχιτέκτονες της εποχής, τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, το 1870 και την επόμενη χρονιά τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Τα εγκαίνια, όμως, άργησαν αρκετά χρόνια: έγιναν το 1905 από τη βασίλισσα Ολγα, η χορηγία της οποίας ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση των εργασιών.
Ο ναός κατασκευάστηκε σε μια εποχή που η μικρή Αθήνα προσπαθούσε να μεταμορφωθεί σιγά-σιγά σε ευρωπαϊκή πόλη με τον νεοκλασικισμό να αποτελεί κυρίαρχο αρχιτεκτονικό ιδίωμα τη στιγμή που στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούσε η Μεγάλη Ιδέα της επέκτασης της Ελλάδας σε περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς οι οποίοι την εποχή αυτή βρίσκονται υπό ξένη κατοχή.
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική οι μεγάλοι ναοί που χτίστηκαν την εποχή εκείνη στη νεοσύστατη ελληνική πρωτεύουσα εξέφρασαν μια στροφή, αφενός προς την τυπολογία της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, αφετέρου σε ευρωπαϊκά νεοκλασικά και αναγεννησιακά πρότυπα, διαμορφώνοντας ένα νέο ιδίωμα με στοιχεία από τον εκλεκτικισμό, που αντλεί στοιχεία από διαφορετικές περιόδους και αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και δηλώνει ρήξη με το μεσαιωνικό παρελθόν. Η πρόθεση αυτή μάλιστα αποτυπώνεται καθαρά στον λόγο που εκφώνησε ο Καυταντζόγλου την ημέρα της θεμελίωσης του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.
Ο επιβλητικός ναός με εμβαδόν που υπερβαίνει τα 1.000 τ.μ. και συνολικό ύψος από το δάπεδο ως την κορυφή του τρούλου 32 μέτρα, τυπολογικά ανήκει στις τρίκλιτες βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος και τρούλο και μορφολογικά σε έναν λόγιο εκλεκτικισμό με κλασικιστικά χαρακτηριστικά. Το επιβλητικότερο στοιχείο του Αγίου Κωνσταντίνου είναι η πρόσοψή του, διαμορφωμένη με στοιχεία νεοκλασικής και αναγεννησιακής ρυθμολογικής προέλευσης.

Ο ναός έχει τριμερή διάταξη που αποτελείται από κρηπίδωμα, ενδιάμεση ζώνη επενδεδυμένη με μάρμαρο και ανώτερη ζώνη. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί παράλληλα η μνημειακή είσοδος με μορφή προπύλου με πεσσούς, κορινθιακούς ημικίονες και αετωματική στέψη, ενώ πλαισιώνεται από δύο οκταγωνικής μορφής πυργοειδή κωδωνοστάσια.

Ο ευρύς τρούλος καλύπτεται με φύλλα χαλκού. Ο ναός εσωτερικά είναι τοιχογραφημένος και τόσο στο Ιερό όσο και στον τρούλο σώζονται τοιχογραφίες του Αναστάσιου Λουκίδη –ο ίδιος έχει αγιογραφήσει και τον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα –ο οποίος εργάστηκε με βοηθούς τον Φώτη Κόντογλου και τον Δημήτριο Δήμα. «Οι αγιογραφίες του Λουκίδη έγιναν στο διάστημα 1927-1932 και το 1953 ενώ ο υπόλοιπος ναός αγιογραφήθηκε από το 1972 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τους Μάλαμα και Γιομελάκη» εξηγεί η κυρία Μαρία Μερτζάνη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων. Αναφερόμενη στον Λουκίδη, επισημαίνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καλλιτέχνη χαρακτηρίζοντάς τον πολύ μοντέρνο και τολμηρό.

«Οι τοιχογραφίες του είναι κυριολεκτικά γροθιά στο στομάχι» λέει συγκεκριμένα. Ο Κόντογλου εξάλλου έχει τοιχογραφήσει το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου. Η σχέση με την ιστορική μνήμη φανερή: στον ναό αποτυπώνονται οι περιπέτειες της νεότερης Ελλάδας καθώς είναι εμφανείς οι φθορές από σφαίρες από τις οδομαχίες που συνέβησαν γύρω του τον Δεκέμβρη του 1944.

Οι σεισμοί, οι φθορές και η αποκατάσταση
Ο Αγιος Κωνσταντίνος υπέστη σημαντικές ζημιές από τους σεισμούς του 1981 και του 1999 οι οποίες επιδεινώθηκαν από τη γήρανση και τη φυσική φθορά των δομικών υλικών. «Το βασικό του πρόβλημα ήταν αυτό το οποίο δημιούργησε ο δεύτερος σεισμός. Χτύπησε ένα αρκετά σοβαρό τμήμα του Ιερού του» λέει η κυρία Μενδώνη. «Με διάφορα άμεσα σωστικά μέτρα τα οποία έλαβε αμέσως η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων –συνεχίζει η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΑ –εξασφαλίστηκε η δυνατότητα λειτουργίας του. Εγιναν κάποιες επισκευές οι οποίες δεν επέτρεψαν την περαιτέρω επιβάρυνσή του. Ομως το πρόβλημα ήταν αρκετά σημαντικό. Χρειαζόταν μια σοβαρή μελέτη και αρχιτεκτονική και στατική. Από τη στιγμή που θα παρενέβαινε το υπουργείο έπρεπε να γίνει μελέτη συντήρησης των εξωτερικών επιφανειών και να καθαριστούν και οι εσωτερικές αγιογραφίες. Ολη αυτή η διαδικασία προϋπέθετε ένα πλέγμα μελετών οι οποίες εν τω μεταξύ έγιναν. Δυστυχώς δεν ήταν έτοιμες ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στο Γ’ ΚΠΣ. Αυτή τη δυνατότητα τη δίνει σήμερα το ΕΣΠΑ».
Η σχετική σύμβαση για το έργο υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2013 και ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στο ποσό των 3.515.797,04 ευρώ. Η κυρία Μενδώνη εξηγεί πως παρόλο που ο χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης του έργου είναι το τέλος της επόμενης χρονιάς, η συντήρηση ενός τμήματος των εσωτερικών τοιχογραφιών θα συνεχιστεί και μέσα στο 2016 χωρίς, ωστόσο, να είναι ενταγμένη στο ΕΣΠΑ. Θα καλυφθεί από εθνικούς πόρους με το ποσό να κυμαίνεται γύρω στα 50.000-60.000 ευρώ. «Δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα αλλά θεωρήσαμε πως είναι κρίμα να αφεθεί ένα κομμάτι το οποίο τέλος πάντων είχε ανάγκη κάποιου καθαρισμού χωρίς φροντίδα. Ετσι αποφασίστηκε να διατεθεί αυτό το ποσό» λέει συγκεκριμένα.
Το έργο υλοποιείται από τη Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (Προϊσταμένη Αρχή, Θεμιστοκλής Βλαχούλης, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, διευθύνουσα Υπηρεσία, Ιωάννα Καράνη, προϊσταμένη Τμήματος Εργων της ΔΑΒΜΜ, επιβλέπουσες Εφη Χωραφά και Ελένη Ζαρογιάννη). Σε ό,τι αφορά την πορεία των εργασιών, έχει ήδη ολοκληρωθεί η αποκατάσταση του τρούλου, των κωδωνοστασίων, των δωμάτων και της στερέωσης της λιθοδομής. Υπολείπονται οι εργασίες τοποθέτησης των ελκυστήρων, περίσφιξης των πεσσών, καθαρισμού των όψεων, αποκατάστασης των φατνωματικών οροφών στο βόρειο κλίτος αλλά και η συντήρηση των τοιχογραφιών, διαδικασία η οποία εκτελείται από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων.

Ο Καυταντζόγλου και οι αλλαγές στα σχέδια

Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο αρχιτέκτονας που υπογράφει τον επιβλητικό ναό, γεννήθηκε το 1811 στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Ηταν εγγονός του πλούσιου εμπόρου Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου, ο οποίος είχε σχέσεις με το Πατριαρχείο και την Πύλη, και γιος του Μερκούριου Καυταντζόγλου. Η οικογένειά του κατέφυγε στην Μασσαλία για να διασωθεί από την Επανάσταση του 1821.

Ο Λύσανδρος, ύστερα από πολύχρονες σπουδές Αρχιτεκτονικής στη Ρώμη και στη Γαλλία, κλήθηκε το 1844 από την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει τη διεύθυνση του Σχολείου των Τεχνών που ήταν η πρώτη μορφή του σημερινού Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Ως το 1862, οπότε και παραιτήθηκε από τη θέση αυτή, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη του Ιδρύματος. Αλλωστε η σύλληψη και η οργάνωση της κατασκευής του κτιριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων έγιναν με δικά του σχέδια.

Αλλα σημαντικά έργα του Καυταντζόγλου στην Αθήνα είναι το Αρσάκειο, ο ναός της Αγίας Ειρήνης, ο ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών και ο Αγιος Ανδρέας της Πάτρας. Πέθανε στις 5 Οκτωβρίου 1885 χωρίς να προλάβει να δει ολοκληρωμένη την υλοποίηση του σχεδίου του στον Αγιο Κωνσταντίνο που αποτελεί το προτελευταίο έργο της ωριμότητάς του, με αρκετές αλλαγές στον αρχικό σχεδιασμό οι οποίες εντοπίζονται στη μορφή και στο ύψος του τρούλου, στον τρόπο στέγασης και στον τρόπο χωρισμού του νάρθηκα από τα κλίτη αλλά και στη μορφή του προπύλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ