Όπως κάθε παιδί, έτσι και o Λεός Καράξ όταν έβλεπε μικρός ταινίες δεν ήξερε ότι υπήρχε κάποιος πίσω τους. Αρχισε να αναρωτιέται γι΄αυτό το θέμα γύρω στα 12-13, οπότε κατάλαβε ότι ο σκηνοθέτης «είναι κάποιος που δεν βλέπουμε, αλλά που εφηύρε όλον αυτόν τον κόσμο της ταινίας που βλέπουμε» όπως είπε χαρακτηριστικά στο masterclass που παραχώρησε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας την περασμένη Τετάρτη 19 Νοεμβρίου. Αυτές τις ημέρες το έργο του εκκεντρικού Γάλλου σκηνοθέτη προβάλλεται στο σύνολό του στο πλαίσιο του 8ου φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που ολοκληρώνεται την ερχόμενη Τετάρτη 26 Νοεμβρίου.

Ο σκηνοθέτης ταινιών όπως το «Boy meets girl», οι «Εραστές της γέφυρας», η «Paula X» και προσφάτως, το «Holy Motors» παράτησε από νωρίς το σχολείο, μετακόμισε στο Παρίσι χωρίς να γνωρίσει κανέναν και άρχισε να δουλεύει από εδώ κι από εκεί, συνθέτοντας παράλληλα ταινίες στο χαρτί. Κάπως έτσι μπήκε στο σινεμά, χωρίς ποτέ να έχει φοιτήσει σε σχολή κινηματογράφου· παρά βλέποντας ταινίες, βωβές, αμερικανικές, ρωσικές, νέο κύμα. Από τα 16 ως τα 24 ο 54 χρονος σήμερα Καράξ έβλεπε τα πάντα και κάθε φορά, παρατηρούσε ότι διαφορετικοί άνθρωποι επαναπροσδιόρισαν το σινεμά. Ανέφερε στους αγαπημένους του τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Ρομπέρ Μπρεσόν. «Ήμουν τυχερός γιατί ανακάλυπτα το σινεμά και ταυτόχρονα έκανα σινεμά -ενώ, συνήθως, πρώτα ανακαλύπτεις το σινεμά και μετά κάνεις ταινίες» είπε. «Νιώθω ότι χρωστάω στην Ιστορία του σινεμά.»
Δεν έχουν βεβαίως πάει όλα ρόδινα στην καριέρα του Λ. Καράξ και τα χρήματα ως ένα βαθμό έπαιξαν ρόλο σε αυτό παρότι ο ίδιος δεν θεωρεί το χρήμα ως καταλύτη στη δημιουργία μιας ταινίας. «Το σινεμά δεν χρειάζεται να είναι ακριβό» είπε. «Κάποιοι σκηνοθέτες μπορούν να κάνουν μια ταινία χωρίς χρήματα και άλλοι, όπως εγώ, όχι.» Για τον σκηνοθέτη το χρήμα στον κινηματογράφο αντιστοιχεί κυρίως στον χρόνο, ειδικά όταν οι ταινίες γυρίζονταν με φιλμ που είναι πολύ πιο ακριβό από το ψηφιακό φορμά με το οποίο, ως επί το πλείστον γυρίζονται σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας του έγιναν σε έξι εβδομάδες, της δεύτερης σε 17 και της τρίτης σε 52. «Όπως και να ‘χει, στην ψηφιακή εποχή γυρίζω πλέον πιο γρήγορα τις ταινίες μου. Πάντως, πιστεύω πως καμία ταινία μου δεν θα ήταν καλύτερη, αν είχα περισσότερα χρήματα. Τα χρήματα δεν είναι το παν.»
Τα χρήματα ωστόσο, ή καλύτερα η λογική της βιομηχανίας του κινηματογράφου έπαιξαν τεράστιο ρόλο στο ότι ο Καράξ δεν έχει γυρίσει περισσότερες ταινίες απ’ όσες θα μπορούσε να έχει γυρίσει. Για να πας στην επόμενη ταινία σου πρέπει η προηγούμενη να κάνει επιτυχία και η επιτυχία δεν συνάδει με την καριέρα του Λ. Καράξ. Μάλιστα, η εισπρακτική αποτυχία της ταινίας του «Οι εραστές της γέφυρας» (που όταν γυρίστηκε θεωρήθηκε η ακριβότερη παραγωγή Ακριβώς λόγω της μικρής φιλμογραφίας του ο ίδιος δεν πιστεύει ότι είναι σκηνοθέτης. Ενας άλλος λόγος _πολύ πιο σημαντικός για τον σκηνοθέτη_ που στάθηκε εμπόδιο είναι οι άνθρωποι. «Αυτό που μου αρέσει στον κινηματογράφο είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις μια ταινία μόνος σου, αλλά για να την κάνεις, πρέπει να είσαι μόνος σου, στην αρχή τουλάχιστον. Στη διαδρομή βρίσκεις τους ανθρώπους.Το ότι χρειαζόμαστε ανθρώπους γύρω μας για να κάνουμε μια ταινία όμως, δεν σημαίνει ότι τους έχουμε πάντα.»
Για τον Καράξ, ο κινηματογράφος σήμερα είναι «μια τέχνη πολύ νεαρή σε ηλικία, μόλις ενός αιώνα, και την ίδια στιγμή μοιάζει πολύ γέρικη, πολύ κουρασμένη.» Γι’ αυτό και πιστεύει ότι ο κινηματογράφος μπορεί, και πρέπει, να εφευρεθεί εκ νέου- ξανά και ξανά. Θεωρεί πολύ συναρπαστικό που ανεξαρτήτως μέσων, υλικών και τεχνικών, οι άνθρωποι είναι που τελικά ανανεώνουν τον κινηματογράφο. «Η δύναμη του σινεμά είναι ότι για να το κρατήσεις μοντέρνο, πρέπει να το κρατήσεις πρωτόγονο και οι σύγχρονοι κινηματογραφιστές, πρέπει να βρίσκουν διαρκώς αυτή την πρωτόγονη δύναμη.»
Ο Καράξ έδωσε το παράδειγμα του βωβού κινηματογράφου: «εξαιτίας του πρωτόγονου ρυθμού του σέλιλοϊντ και των μηχανημάτων, αν, για παράδειγμα, βλέπεις έναν άνδρα να γυρίζει σπίτι του αργά τη νύχτα και η κάμερα τον παρακολουθεί από πίσω, η εικόνα έχει τόση δύναμη επειδή η κάμερα είναι τόσο βαριά και κινείται με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, που σε κάνει να αναρωτιέσαι, «ποιος παρακολουθεί αυτόν τον άνδρα; Κάποιος Θεός;». Σήμερα, αν ένας νέος ‘τραβήξει’ το ίδιο πλάνο με το i-phone και το ανεβάσει στο youtube, δεν θα αναρωτηθείς για κανέναν Θεό. Το ερώτημα είναι πώς μπορείς να επαναφέρεις αυτή τη δύναμη χωρίς να χαθείς, πηγαίνοντας στους υπολογιστές, στις ψηφιακές κάμερες κτλ. Είναι πιθανό να το βρεις. Αλλά πως; Χρειάζεται πολύ δουλειά… »
Το masterclass με υπεύθυνη συντονισμού την Νίνα Βελιγράδη, παρακολούθησαν φοιτητές και επαγγελματίες κινηματογραφιστές και μεταξύ των οποίων οι Θέμις Μπαζάκα, Γιάννης Σακαρίδης, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Ελίνα Ψύκου, Μαργαρίτα Μαντά, Ελένη Αλεξανδράκη, Στέλλα Θεοδωράκη, Πέτρος Σεβαστίκογλου και Μάρκος Γκαστίν.