Μεταξύ των εκδηλώσεων που τίμησαν τα 150 χρόνια από την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η Σορβόννη, με τη στήριξη του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού Γαλλίας, πραγματοποίησε στις 14 και 15 Νοεμβρίου επιστημονικό συνέδριο στην αίθουσα τελετών του Ινστιτούτου Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού. Το ιστορικό μέγαρο κοντά στον Σηκουάνα, όπου το 1801 ιδρύθηκε η πρώτη νεοελληνική ακαδημαϊκή έδρα στον κόσμο, ενώ η Ελλάδα ήταν ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άνοιξε για δύο ημέρες τις πύλες του στο επτανησιακό ζήτημα: δώδεκα ανακοινώσεις διαφορετικών ειδικοτήτων και προσανατολισμών διερεύνησαν τις συνέπειες της εκχώρησης του βρετανικού προτεκτοράτου στην Ελλάδα για τα γράμματα και τις τέχνες. Τα Επτάνησα εξετάστηκαν όχι μόνο ως επαρχία της ελληνικής επικράτειας, αλλά και ως διαμεσολαβητικός κόμβος της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ το ελληνικό 1864, που αναφέρεται συχνά ανώδυνα στις υποσημειώσεις της εθνικής Ιστορίας, βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.
Η Μαϊτέ Μπουισί (Σορβόννη) ανέδειξε την ιστορική στιγμή της Ενωσης στο γενικότερο πλαίσιο προσαρμογής του πατριωτικού εθνισμού στον αποικιοκρατικό φιλελευθερισμό. Η παράδοση του ελληνικού θρόνου στη δυναστεία των Γλύξμπουργκ μετά την έξωση του Οθωνα αποζημίωσε κάπως τη Δανία για την αιματηρή γερμανική εισβολή που είχε υποστεί, ενώ η κατάργηση της δουλείας από τον Λίνκολν πολλαπλασίαζε τις υπερατλαντικές συγκρούσεις. Ο ιστορικός Νίκιας Λούντζης (Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων) εξήγησε τις πολιτικές ζυμώσεις της ελληνικής συνείδησης στα Επτάνησα, αλλά και τον ταξικό αποχρωματισμό του ριζοσπαστισμού. Σε συνδυασμό με το αίτημα για εθνική ελευθερία, η απαξίωση των Επτανήσων ως διαμετακομιστικών σταθμών της ιστιοφόρου ναυσιπλοΐας μετά την καθιέρωση της ατμοκίνησης εξηγεί την παραίτηση των Βρετανών, που σχεδιάζουν την απόκτηση της Κύπρου και δυσχεραίνουν το αίτημα της Κρήτης για εθνική ανεξαρτησία. Ο βαλκανολόγος Μπερνάρ Λορί (INALCO) ανέδειξε, τέλος, την επτανησιακή παρουσία στον κοινωνικό βίο των οθωμανικών ηγεμονιών και στον μοναστικό βίο του Αγίου Ορους.
Οσον αφορά τη λογοτεχνία, ο Κυριάκος Παπουλίδης (Πανεπιστήμιο Βρότσλαβ) διερεύνησε την επτανησιακή διαδρομή του πολωνού εθνικού ποιητή Γιούλιους Σλοβάτσκι, που επισκέφθηκε την Κέρκυρα και συνταξίδεψε πιθανότατα με τον Σολωμό στο Ιόνιο πέλαγος, ενώ ο Μάρκο Χίλμαν (Πανεπιστήμιο Βερολίνου) προσέγγισε τον διαμεσολαβητικό ρόλο του Κεφαλλήνα Θεαγένη Λιβαδά, διευθυντή του περιοδικού Κλειώ στην Τεργέστη, προσκείμενου στους αθηναϊκούς κύκλους.
Η Σαντρίν Μοφρουά (Σορβόννη) πραγματεύτηκε τη συμβολή των επτανησίων διανοουμένων όπως ο Μουστοξύδης στη συλλογή, καταγραφή και δημοσίευση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών στην Ευρώπη και η γράφουσα έδειξε την εντατική προσπάθεια που κατέβαλε γύρω από την Ενωση το αθηναϊκό κέντρο, για να περιορίσει ή να οικειοποιηθεί τη δόξα του Σολωμού. Παρά τον αποφασιστικό ρόλο της πολυλαϊκής έκδοσης των Ευρισκομένων, ο παλαμικός επαναπροσδιορισμός της επτανησιακής σχολής αποχρωματίζει και περιθωριοποιεί τον πηγαίο της ρομαντισμό, υποβαθμίζοντας τελικά τη νεοελληνική κουλτούρα ως ουραγό της Εσπερίας.
Συνδιοργανωτής του συνεδρίου με τη Σαντρίν Μοφρουά και τη γράφουσα, ο Στεφάν Σαβάς (INALCO) έδειξε πως η μουσική της Επτανήσου συγχρονίζεται απόλυτα με τις πρώτες εθνικές ευρωπαϊκές σχολές. Ο Μάντζαρος συνεργάζεται με τον Σολωμό ήδη πριν από το 1830, όπως ο Πούσκιν με τον Γκλίνκα, για την αφομοίωση λαϊκών στοιχείων στην έντεχνη δημιουργία, αφοσιώνεται δε στην ανάπτυξη της μουσικής παιδείας όπως ο Σοπέν, ενώ ο Ιωσήφ Λιβεράλης συνθέτει Το Ξύπνημα του κλέφτη, ραψωδία ελληνική, απόλυτα σύγχρονη με τις ουγγρικές του Λιστ. Ταυτόχρονα με τις άλλες εθνικές μουσικές σχολές, η επτανησιακή διαθέτει επίσης συνοχή, σε αντίθεση με την «εθνική» αθηναϊκή σχολή του επόμενου αιώνα, που αποτελεί χαρακτηρισμό εξίσου παράδοξο με αυτόν του ευφυούς αλλά αντιρομαντικού Ραγκαβή ως πατέρα του ελληνικού ρομαντισμού. Ο παιγνιώδης «κλασσικορρωμαντισμός» του τελευταίου, εκλαμβάνεται εκβιαστικά σχεδόν ως αισθητικός χαρακτηρισμός και η αποδοχή ποικίλων ελληνικών «ρομαντισμών» δεν αποτελεί παρά ελιγμό για την ομαλή ενδοελληνική διαχείριση της λογοτεχνικής παράδοσης. Η φιλολογική και ιστορική πια σήμερα αξία του Σούτσου και του Παράσχου, του Βασιλειάδη και του Βαλαωρίτη, δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα στον Μπάιρον και τον Ουγκό, όπως μπορούν οι κάλβειες ωδές και τα σολωμικά σπαράγματα, που διαγράφονται ήδη προ του 1830.
Ιστορικοί της τέχνης, της αρχιτεκτονικής και της αρχαιολογίας παρουσίασαν, τέλος, νέα στοιχεία για την ενετική και βρετανική Κέρκυρα (Γκουίντο Τζουκόνι, Πανεπιστήμιο Βενετίας) ή για τις μεσοπολεμικές τύχες του ιδιότυπου μεταρομαντικού «Αχιλλείου» της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας που, σε συνδυασμό με τις αρχαιολογικές έρευνες, διαμόρφωσε ο Γουλιέλμος Β’ ως προθήκη της μεσογειακής του πολιτικής (Ντανιέλ Μπαρίκ, Πανεπιστήμιο Τουρ). Η δραστηριότητα του κερκυραίου ζωγράφου και πολεοδόμου Σταμάτη Βούλγαρη στη Γαλλία ή του Γιώργου Γαλάνη στην Κέρκυρα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που συνδέονται άμεσα με την παρουσία του γαλλικού στρατού στα Επτάνησα, απασχόλησαν, τέλος, τον Αγγελο Δρακο-γιώργο (Πανεπιστήμιο Βουργουνδίας).
Ιστορικά πρότυπα και αισθητικές αξίες
Η ανάδειξη και η συντήρηση της επτανησιακής κληρονομιάς ήταν το θέμα της ομιλίας του Περικλή Παγκράτη, προέδρου της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών και αντιπροέδρου της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (αρχαιότερου νεοελληνικού πνευματικού ιδρύματος), με την οποία έκλεισε το συνέδριο. Ανθρώπινες και φυσικές καταστροφές (εκατόν ενενήντα τρεις βομβαρδισμοί μόνο στην Κέρκυρα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σεισμοί και πυρκαγιές με αποκορύφωμα το 1953, άγνοια ή επιλεκτική προβολή, αλλά και περιφρόνηση εκ μέρους του νεοελληνικού κέντρου), συνευθύνονται για την εγκατάλειψη και σε μεγάλο βαθμό την απώλεια των στοιχείων που αναδεικνύουν τον επτανησιακό πλούτο του 19ου αιώνα, του οποίου ο πρωτότυπος ρομαντισμός ορίζεται ήδη από τον Πολυλά το 1859 ως ανατολικός και διεκδικεί τη θέση του στην Ελληνική Γραμματεία ταυτόχρονα με τα άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά ρεύματα.
Παρά τις διώξεις των ριζοσπαστών από τη βρετανική προστασία, η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα μοιάζει σχεδόν αναίμακτη στο γενικότερο πλαίσιο αναδιάταξης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης παράλληλα με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: κύριο θύμα της είναι ο πολιτισμός της Επτανήσου. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών που ανέλαβε τη διάσωση της μνήμης της μεγαλύτερης τραγωδίας του νεότερου ελληνισμού, αποτέλεσε άλλωστε πρότυπο για την αναστήλωση του σπιτιού του Σολωμού στην Κέρκυρα και την ίδρυση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών: από τα χρόνια του Ομήρου, τα συμβάντα του Αιγαίου έχουν άμεση ανταπόκριση στο Ιόνιο πέλαγος και αντίστροφα, καθώς η Ελλάδα αποτελεί, όχι μόνο τμήμα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και κόμβο των θαλασσίων οδών της Μεσογείου.
Η ταχύτητα όμως με την οποία αναπτύσσονται οι πολιτικοί ελιγμοί υπερβαίνει απειλητικά την ωρίμαση του στοχασμού και της φαντασίας. Γι’ αυτό χρειάζεται ενίοτε ανανέωση των ιστορικών προτύπων και προσαρμογή των αισθητικών αξιών του ελληνισμού στα νεότερα δεδομένα.

Η κυρία Μαρία Τσούτσουρα ήταν η συνδιοργανώτρια του Συνεδρίου μαζί με το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ