Το βιβλίο του «Κάποιος μιλάει μόνος του πίνοντας ένα ποτήρι γάλα» (εκδόσεις M.N.P.) διασκευάστηκε δύο φορές για το θέατρο –τη μία επιτυχημένα, την άλλη όχι και τόσο. Εχει ενδιαφέρον λοιπόν να δούμε πώς ο ίδιος ο Ευθύμης Φιλίππου χειρίστηκε την υπόθεση του θεάτρου στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, ειδικά για την ομάδα των Vasistas και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Θα είναι εξίσου «weird» το κείμενο όσο και τα σενάρια του «Κυνόδοντα», των «Αλπεων» και του «Lobster» που έχει συνυπογράψει ο Φιλίππου με τον Γιώργο Λάνθιμο; Ας αφήσουμε στην άκρη τις ταμπέλες που προσπαθούν να διαχειριστούν την αμηχανία μπροστά σε αυτό που διαφέρει και είναι ακατάτακτο. Οπως ακριβώς αναμένεται να είναι το «πανκ ορατόριο για τις αγιάτρευτες πληγές μας» που σκηνοθέτησε η ταλαντούχα σκηνοθέτρια Αργυρώ Χιώτη πατώντας πάνω στα «Αίματα» του Ευθύμη Φιλίππου.
Υπάρχει εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στα επιστολογραφικά κείμενα των Ρουσό, Λακλό και Γκαίτε, με τη μορφή των οποίων είναι γραμμένο το έργο, και στην Ελλάδα του 1989 στην οποία διαδραματίζεται;
«Η Ελλάδα του 1989 επιλέχθηκε γιατί τότε κάποιοι έστελναν ακόμη γράμματα, κάποιοι τότε ακόμη έγραφαν προσωπικά πράγματα σε χαρτιά, τα δίπλωναν σε φακέλους και τα έστελναν. Το περιεχόμενο των «Αιμάτων» δεν προσπαθεί να κάνει καμία κοινωνικοπολιτική αναπαράσταση της εποχής. Και η μόνη σύνδεση που μπορώ να δω ανάμεσα στα επιστολογραφικά κείμενα του Ρουσό, του Λακλό και του Γκαίτε και στα επιστολογραφικά κείμενα ενός ανθρώπου το 1989 είναι απλά το μέσο, το γράμμα δηλαδή. Σε κάθε επιστολή για μένα έχει ενδιαφέρον το φορμάτ και όχι ο αποστολέας ή ο παραλήπτης. Ισως επειδή έχουν ένα απόμακρο στυλιζάρισμα, μια συγκεκριμένη δομή, είναι σχεδόν σαν έγγραφα του Δημοσίου και ταυτόχρονα είναι γεμάτες προσωπικές σκέψεις, βρισιές, βλακείες, λάθη ή περιγραφές. Είτε είναι γραμμένες από τον Σεφέρη, είτε από τη Μαρώ, είτε από έναν Γιώργο ή από έναν Δημήτρη. Δεν υπήρξε καμία πρόθεση αναγωγής σε κάτι κατά τη διάρκεια του γραψίματος. Είπαμε απλώς ότι θα ασχοληθούμε με την αλληλογραφία δύο ανδρών. Ως εκεί».
Ποια είναι η πολιτισμική κληρονομιά που άφησαν τα 90ς στις επόμενες γενιές ώστε να δίνει τροφή για μια παράσταση με τίτλο που παραπέμπει σε σπλάτερ;
«Η δεκαετία του ’90 έδωσε πουπουλένια μπουφάν, τρακτερωτά παπούτσια, τις μεγάλες καταλήψεις στα σχολεία με τις μπασκέτες δίπλα στα καπνιστήρια, τα πρώτα Ericsson, τους Justified ancients of Mu Mu, τα φούτερ Ocean Pacific, τα μπουκάλια της Cool Water, την πρώτη συνεργασία του Μητροπάνου με τον Τόκα, πολλά. Τίποτε από αυτά δεν είναι εμφανή στο κείμενο αλλά μάλλον όλα –φαντάζομαι –είναι εμφανή στον τρόπο γραφής. Μπορεί δηλαδή να μην αναφέρονται αλλά έχουν διαμορφώσει απόλυτα το κείμενο, έχουν επιλέξει τις λέξεις και έχουν κατευθύνει την πλοκή. Είναι η δεκαετία που μπορώ να περιγράψω καλύτερα από άλλες αν χρειαστεί σε μελλοντικά εγγόνια και ανίψια και η δεκαετία που μπορώ να καταλάβω απόλυτα τι καλό και τι κακό μού έκανε».
Το κείμενο είναι διανθισμένο με χιούμορ του είδους που παρουσιάζεται ως «μη ηθελημένο». Ποιες παράμετροι και ποιες επιρροές συντέλεσαν στη διαμόρφωση αυτού του παράδοξου ιδιώματος;
«Δεν καταλαβαίνω αυτόν τον όρο όσον αφορά το χιούμορ ούτε τη λέξη deadpan ως χαρακτηρισμό. Για εμένα όλο αυτό είναι ρεαλισμός, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι τον πετυχαίνω κιόλας. Υποκειμενικός ρεαλισμός. Η ίδια η ζωή έτσι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι είναι γελοία και φρικτή ταυτόχρονα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος κλαίει έχοντας κόψει το χέρι του με ένα μαχαίρι ενώ ταυτόχρονα τα μαλλιά του είναι απαίσια. Αν αυτή τη σκηνή τη δούμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα θα είναι φυσιολογική ενώ σε μια ταινία πρέπει να χαρακτηριστεί κάπως. Οχι, δεν πρέπει να χαρακτηριστεί κάπως. Ας μείνουμε στο γεγονός ότι για κάθε σκηνή πάντα υπάρχει κάποιος που θα τη δει και θα την πιστέψει και κάποιος που θα του φανεί ανυπόστατη. Τώρα για το πώς αποτυπώνεται η πραγματικότητα σύμφωνα με μένα και ποιες επιρροές συντέλεσαν σε αυτό μάλλον είναι η CoolWater και ο Μητροπάνος που ανέφερα πιο πάνω».
Εχετε ξεπεράσει τη δυσκολία να βλέπετε το όνομά σας γραμμένο κάτω από ένα κείμενό σας, όπως είχατε δηλώσει παλιότερα;
«Δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να βλέπω το όνομά μου γραμμένο κάτω από κάποιο κείμενο. Μου είναι δύσκολο να το ακούω από ανθρώπους που δεν γνωρίζω προσωπικά, να μιλάω για τα κείμενα που υπογράφω η συνυπογράφω και να βρίσκομαι σε δημόσιους χώρους με μικρόφωνα. Το άγχος της έκθεσης για μένα αρχίζει και τελειώνει στις γνώμες αυτών που εκτιμώ και όχι σε όλες. Ξέρω ότι η γενική αποδοχή είναι μια βλακεία, είναι για μένα ανέφικτο δηλαδή, και προσπαθώ όσο μπορώ να εκτιμώ τη μερική, πράγμα που ακόμα δεν μου είναι πολύ εύκολο αλλά προσπαθώ».
Πόσο (αν)ασφαλής νιώθετε όταν γράφετε χωρίς τον συνεργάτη σας, Γιώργο Λάνθιμο;
«Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει κάποιος που όταν σου λέει ότι αυτό που έχεις γράψει είναι βλακεία να τον πιστεύεις ή όταν σου λέει ότι κάτι είναι ωραίο πάλι να τον πιστεύεις. Με τον Γιώργο μπορούμε πια να δούμε πάνω-κάτω τα ίδια λάθη στις εικόνες και όταν διαφωνούμε το κάνουμε με σχετικά απλό τρόπο. Αρα δεν υπάρχει για μένα γράψιμο που κάνω μόνος μου και γράψιμο που μοιράζομαι με άλλους. Ακόμα κι όταν γράφω κείμενα που δεν αφορούν μια κοινή μας δουλειά, ζητάω τη γνώμη του Γιώργου και οι άνθρωποι που μπορώ να ακούσω είναι λίγοι αλλά μου είναι απολύτως απαραίτητοι, όχι μόνο για αυτά που γράφω αλλά και για τα υπόλοιπα».

Πάντα οι περιορισμοί έχουν ενδιαφέρον

Πόσο διαφορετική είναι η διαδικασία συγγραφής ενός θεατρικού από ένα σενάριο ταινίας;

«Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου θεατρικό συγγραφέα. Ούτε καν σεναριογράφο. Για εμένα όλα είναι απλά κείμενα που κάποια τυχαίνει να απαγγέλλονται από ηθοποιούς ή μη και άλλα μόνο να διαβάζονται. Τώρα οι φόρμες και οι περιορισμοί μιας παράστασης ή ενός γυρίσματος είναι πράγματα που ακόμα μαθαίνω και που έχουν ενδιαφέρον γιατί πάντα οι περιορισμοί έχουν ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου σε κάθε δημιουργική εργασία. Τα deadlines, τα λεφτά, οι χώροι, ο καιρός, όλα. Και δεν αντέχω να ακούω πια ότι «έλα μωρέ, μη σε νοιάζει και ένας ξάδερφός μου έχει έναν φίλο που άμα θες σκάφος για το γύρισμα μπορεί να σ’ το δώσει και άμα θες μπλε παντελόνι έχει ο πατέρας μου ένα γαμάτο που μπορεί να μας το δανείσει». Οι παραγωγές έχουν όρια και αν τα ξεπεράσουν μετά η φτήνια αναβοσβήνει σαν φωτεινή επιγραφή, σαν υδατόσημο πάνω σε ό,τι κάνεις οπότε θέλει προσοχή. Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει χρειαστεί ποτέ να βάλω σαράντα ελικόπτερα να πετάνε πάνω από μια παραλία γεμάτη κόσμο, αν κάποια στιγμή χρειαστεί θα δούμε».

πότε & πού:
«Αίματα» του Ευθύμη Φιλίππου από την ομάδα Vasistas & την Αργυρώ Χιώτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από 8 ως 19/10. Μικρή Σκηνή, στις 21.00

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ