Το άκουσμα του ονόματός του φέρνει στο μυαλό την πόλη του Μεσολογγίου, όμως ο λόρδος Βύρωνας είχε κάνει ένα σύντομο πέρασμα και από την Κεφαλλονιά. Στο δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, το 1823, όταν είχε επανέλθει ως σύνδεσμος με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου έχοντας εξασφαλίσει το πρώτο σημαντικό δάνειο προς τους Ελληνες της επαναστατημένης Ελλάδας, ο ποιητής είχε μείνει στα Μεταξάτα. Χρόνια μετά, χάρη σε μια από τις ωραίες συμπτώσεις της ζωής, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης βρέθηκε να περνάει τα καλοκαίρια του σε ένα σπίτι που συνορεύει μεσοτοιχία με την πάλαι ποτέ κατοικία του Μπάιρον. Εφέτος, καθώς συμπληρώνονται 190 χρόνια από τον θάνατο του ρομαντικού ποιητή, ο γνωστός ζωγράφος παρουσιάζει μια σειρά από 50 ακουαρέλες που όλες τους απεικονίζουν τη θέα από αυτή τη γεωγραφική θέση. Μαζί με τρεις μεγάλες ξυλογραφίες πάνω στο πορτρέτο του Βύρωνα και ένα γλυπτό του θα εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη.
Δεν μας έχετε συνηθίσει σε τοπιογραφίες.
«Το φυσικό περιβάλλον της Κεφαλλονιάς έχει έναν πρωτογενή χαρακτήρα όπως όλο το νησί και οι άνθρωποί του, μια αμεσότητα. Την επισκεπτόμαστε κάθε Αύγουστο εδώ και 15 χρόνια και άρχισα να κάνω μια σειρά ακουαρέλες πάνω στο τοπίο που έβλεπα ακριβώς απέναντί μου, εκεί δηλαδή που έπεφτε και το βλέμμα του Μπάιρον. Δεν με ενδιέφερε να κοιτάξω ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε πίσω. Γενικότερα δεν με ενδιέφεραν τα τοπία. Αποτελούσε μια εξαίρεση στη δουλειά μου η οποία είναι «κλειστού χώρου». Υποδύθηκα λοιπόν τον ρόλο ενός υπαιθριστή ζωγράφου του 19ου αιώνα που είναι σε ανοιχτή επικοινωνία με το περιβάλλον».
Ο Μπάιρον πώς υπεισέρχεται σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία;
«Προσπαθώ να μεταφράσω όλα αυτά που συμβολίζει, την αίσθηση της τιμιότητας, του ρομαντισμού, της επαναστατικότητας, των ιδεών, στην καθαρότητα ενός τοπίου το οποίο δεν έχει φτιασίδια και στην απλότητα μιας ακουαρέλας, έτσι όπως στέκομαι απέναντι σ’ αυτό το τοπίο και το ζωγραφίζω χωρίς καμία προκατάληψη ή διαμεσολάβηση εγκεφαλικότητας».
Το αδιαμεσολάβητο συναίσθημα είναι συνήθως ταμπού στην τέχνη.
«Οταν η τέχνη γίνεται μόνο αυτοαναφορική, στην ουσία έχει χάσει το περιεχόμενό της. Οδηγεί σε μια μονομέρεια, σε κάτι που είναι ερμητικά κλειστό, σε μια ιδιωτική υπόθεση που αφορά πιο πολύ κατασκευές του νου παρά την ισορροπία του συναισθήματος με την εγκεφαλικότητα. Πρέπει να βρεθεί αυτή η ισορροπία σαν ένα βιωμένο, κοινά πλασμένο μόρφωμα που κάνει την τέχνη να είναι στην ουσία ένα σύνολο των ιδιοτήτων της».
Τι βλέπετε να προσπαθούν να κάνουν οι καλλιτέχνες σήμερα;
«Υπάρχουν μια αμηχανία και ένας αυτισμός, αλλά και η δημιουργική δύναμη ανήσυχων ανθρώπων που προσπαθούν να εκφραστούν. Φοβάμαι ότι αυτό που λείπει είναι η έννοια της μνήμης και της ιστορικής συνέχειας, τα πάντα μοιάζουν σαν να αιωρούνται στο κενό. Εχουμε μια ακυρωμένη Παιδεία η οποία κάνει τους ανθρώπους εσωστρεφείς, μελαγχολικούς και αμήχανους αλλά και ταυτόχρονα να νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν αντλώντας από χίλιες δυο εμπειρίες γύρω μας. Ολα αυτά τα αντιφατικά στοιχεία φτιάχνουν το πρόσωπο του νέου καλλιτέχνη σήμερα. Είμαι απαισιόδοξα αισιόδοξος γιατί πιστεύω ότι ναι μεν η γενιά αυτή έχει χάσει την επαφή της με το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα αισθάνεσαι ότι λίγο να την αγγίξεις αμέσως θα ανθήσει».
Και τι άρωμα θα έχουν τα «άνθη» της;
«Μια καινούργια μορφή αλληλεγγύης έχει γεννηθεί σε αυτούς τους ανθρώπους, είναι παιδιά που έχουν το αίσθημα της «φιλότητας», όπως θα έλεγε και ο Μαρωνίτης, πρόθεση και προδιάθεση για επαφή ουσιαστική. Αυτή η φυσική ανάγκη κάνει πολύ ενδιαφέροντα τα σχήματα που υπάρχουν και παλεύουν να συγκροτήσουν μια καινούργια συλλογικότητα. Το πρόβλημα είναι πώς μπορούν να οδηγήσουν τα πράγματα σε κάτι που εκφράζει πραγματικά αυτό που ζουν χωρίς να είναι μια μίμηση ενός μοντερνισμού εύκολου που εισάγεται και αναπαράγεται. Χάνεται ο άνθρωπος σήμερα επειδή τον έχουν περιπλέξει τόσο πολύ σε όλες αυτές τις ιστορίες με αριθμούς, σε αυτόν τον εφιάλτη που δεν του επιτρέπει, πόσω μάλλον στον νέο άνθρωπο, να αποκτήσει αυτό που λέμε χρόνο της διαχείρισης της ελευθερίας του. Δέσμιος, απαξιωμένος, προσβεβλημένος, αυτός είναι ο μέσος άνθρωπος σήμερα. Οταν κάποιος χάνει την αξιοπρέπειά του, στην ουσία είναι έρμαιο όποιου θέλει να τον καθοδηγήσει από ‘δώ κι από ‘κεί».

Με ποιο κριτήριο λοιπόν μπορεί να επιλέξει τον «καθοδηγητή» του, ιδίως όταν γνωρίζει ότι μια προγενέστερη γενιά φορτωμένη με ιδέες και ιδανικά, η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», ευθύνεται για τα αίτια της κατάστασης που βιώνουμε;
«Είχα έναν φίλο καλλιτέχνη ο οποίος δεν ζει πια και είχε γράψει ένα εμβληματικό βιβλίο γι’ αυτά που συζητάμε. Ηταν ο Αντώνης Σαμαράκης και το βιβλίο λεγόταν «Ζητείται Ελπίς». Είχε σημαδέψει τη δεκαετία του ’60. Πιστεύω ότι είμαστε σε μια εποχή όπου όλα είναι ειπωμένα και όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Το πώς διαμορφώθηκε η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια, δόξα τω Θεώ, έχουμε κρίση και κυρίως εμπειρία για να το καταλάβουμε. Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, η ελπίδα του να δοκιμάζουμε πράγματα στον βαθμό που μπορούμε, μια και ό,τι έχει συμβεί ως τώρα είναι χρεοκοπημένο. Δεν είναι δυνατόν να σε σώσουν αυτοί που σε κατέστρεψαν».
Διάβαζα σε ένα κείμενο ότι ο ιστορικός Ρόντερικ Μπίτον έκανε μια αντιστοιχία στο τότε του Βύρωνα και στο σήμερα χαρακτηρίζοντάς τον «μνημονιακό» της εποχής του, δεδομένου ότι μεσολάβησε για το δάνειο το οποίο αναπόφευκτα διευκόλυνε τους Ευρωπαίους να ελέγχουν την Ελλάδα.
«Διαφωνώ κατ’ αρχήν με αυτή την προβληματική. Είναι αφελές και είναι ιστορικό λάθος να συγκρίνουμε μια εποχή πριν από 200 χρόνια με τα κριτήρια τα σημερινά. Ο Βύρωνας ήταν φορέας των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεών, των μεγάλων ιδεολογημάτων της Γαλλικής Επανάστασης και ταυτόχρονα συνδύαζε τη ρομαντική υπέρβαση. Ο τρόπος που λειτουργούσε δεν μπορεί να καλουπωθεί στα κλισέ του Μπίτον. Ποια ήταν η ευρωπαϊκή πραγματικότητα της εποχής του; Η σημερινή μνημονιακή; Οχι βέβαια. Ηταν μια Ευρώπη η οποία διεκδικούσε αυτό που σήμερα παραβλέπεται: ένα κράτος στο οποίο να κυριαρχεί η δικαιοσύνη, η ισονομία. Ενα κράτος οργανωμένο που λειτουργεί. Ποιος δεν το θέλει αυτό; Αν ζούσε ο Μπάιρον, αυτό θα διεκδικούσε».

πότε & πού:
«Γιάννης Ψυχοπαίδης. Ο Βύρωνας στην Κεφαλλονιά» στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη από τις 17/9 ως τις 26/10, σε επιμέλεια Κωνσταντίνου Παπαχρίστου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ