Η απεργία της Εταιρείας Ηλεκτρισμού κράτησε συνολικά εβδομήντα δύο ημέρες εκείνο το καλοκαίρι. Οπως, όμως, έλεγαν οι αρχαίοι ημών και συνεχίζει να λέει ο λαός: ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η καλή και προνοητική γειτόνισσα, για να το πούμε διαφορετικά, στην αναποδιά φαίνεται. Στο σπίτι του ζεύγους Λιάνη, συγκεκριμένα, το ρεύμα κόπηκε τη στιγμή που το κατσικάκι είχε αρχίσει να ψήνεται στην κουζίνα της Νίτσας. Παρ’ όλα αυτά το κατσικάκι δεν πήγε χαμένο, όπως τόσα και τόσα παγωτά που έλιωσαν μέσα στους καταψύκτες, απλώς ψήθηκε και μοσχοβόλησε σ’ ένα διπλανό σπίτι που είχε ακόμα ένα «παλαιό μαντεμένιο θηρίον». Ηταν το σπίτι της Φλώρας Ασπρέα με την «πλακόστρωτη αυλή, με τις πολλές της γαρδένιες ν’ αρωματίζουν τον αέρα, με την υποβλητική θέα προς το βουνό». Εκεί μαζεύεται κάθε βράδυ μια ετερόκλητη συντροφιά –«ένα καλό μείγμα του πληθυσμού μας, πρωτευουσιάνοι και ντόπιοι, τρεις γενεές, άντρες και γυναίκες» –και επιδίδεται σε κάτι που μοιάζει με αφηγηματική σκυταλοδρομία, αναβιώνοντας «το κλίμα της παλαιάς γειτονιάς».

Οι ιστορίες που μοιράζονται μεταξύ τους οι ήρωες είναι, επί της ουσίας, ένας τρόπος να ξεπεράσουν συλλογικά τη δύσκολη συγκυρία και να έλθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Από τις ιστορίες τους, όμως, ξεπηδούν άλλα πρόσωπα που δημιουργούν με τη σειρά τους μια περίεργη και ρευστή ατμόσφαιρα. Από την Τούλα, έναν «Σέρλοκ Χολμς της τσέπης», που εξιχνιάζει ένα μυστήριο δωματίου όταν εξαφανίζεται ένα «ρουμπινένιο δαχτυλίδι» στη διάρκεια ενός ρεβεγιόν το 1952, περνάμε στους μυστηριώδεις εργαζομένους της «Γιώτα Κάπα Χι», μιας εταιρείας που δραστηριοποιείται για την Ιδεώδη Κατανομή του Χρόνου, και από μια γυναίκα που «διχοτομείται» ως άλλη αμοιβάδα για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, φθάνουμε στα μπερδέματα του αστρονόμου Αρίσταρχου Κέπλερ με φόντο έναν βασιλικό γάμο στην Αθήνα της δεκαετίας του 1960, με τον Ψυχρό Πόλεμο να μαίνεται και το κόκκινο να συνδέεται στα μυαλά όλων με τον κομμουνισμό. Αυτοί είναι οι «Πασαδόροι και βαστάζοι» (2011) της Αθηνάς Κακούρη, ένα «μυθιστόρημα σε έντεκα ιστορίες», ένα βιβλίο με «παλαιά υλικά» –όπως θα έλεγε η συγγραφέας –αλλά με δέσιμο καινούργιο και απρόβλεπτο.

Ο τίτλος προέρχεται από μια θεωρία που εκμυστηρεύεται κάποια στιγμή η Νίτσα στη Φλώρα, ότι στον κόσμο αυτόν υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: «οι πασαδόροι περνούν μια ζωή να πασάρουν τις υποχρεώσεις τους στους άλλους, οι βαστάζοι να τις δέχονται υπομονετικά στους ώμους τους». Η Αθηνά Κακούρη, η τρομερή γιαγιά της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας (γεννημένη στην Πάτρα το 1928), που έχει διακριθεί όλα αυτά τα χρόνια σε διαφορετικά είδη της πεζογραφίας, που έχει καλλιεργήσει με επιτυχία τόσο το αστυνομικό όσο και το ιστορικό μυθιστόρημα, λέει ότι η μεγάλη της ηλικία τη βοηθά για να μας ξεναγεί στο παρελθόν του τόπου μας. «Τα «Παραμύθια της Χαλιμάς» μου άρεσαν πάντοτε. Μου άρεσαν τα ίδια τα Παραμύθια όσο και αυτός ο γοητευτικός τρόπος να δεθούν μαζί πολλές διαφορετικές ιστορίες έτσι ώστε, στο τέλος, να λένε κάτι μεγαλύτερο –να! λιγάκι σαν ένα ρόδι που είναι ένα ρόδι αλλά και όλα τα ξεχωριστά, εύγευστα, λαμπυριστά, άλικα σπόρια του» εξηγεί η ίδια τη λογική πίσω από τους «Πασαδόρους και βαστάζους» που αποτελούν ευρύτερα και μια πρώτης τάξεως εισαγωγή στο έργο της –ακριβώς επειδή αποκαλύπτουν το εύρος των αφηγηματικών της ικανοτήτων. Η ίδια συνέθεσε σε αυτό το βιβλίο «τις δικές μου «Χίλιες και μία Νύχτες», που δεν είναι στ’ αλήθεια ούτε χίλιες ούτε τελείως νύχτες, κι ούτε είναι μία η Χαλιμά τούτου του αφηγήματος, που αποτελεί ενότητα περιλαμβάνοντας όμως έντεκα ιστορίες –μακρύτερες ή μικροσκοπικές, εύθυμες, παράξενες, επιστημονικής φαντασίας, αλληγορικές, αστυνομικές ή κωμικές», γραμμένες η παλαιότερη το 1963 («Ο Κόκκινος Γίγαντας» στις σελίδες του «Ταχυδρόμου») και η πιο πρόσφατη το 2007, και δημοσιευμένες σε περιοδικά και εφημερίδες (αρκετές στο «Βήμα» και το «ΒΗmagazino»).
Η Αθηνά Κακούρη, από τους πρωτοπόρους της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Βιέννη, όπου μελέτησε Νεότερη Ιστορία, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Δημοσίευσε τα πρώτα της κείμενα, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις στην εφημερίδα «Νεολόγος» στη γενέτειρά της. Το 1952, στον διαγωνισμό μετάφρασης αμερικανικών διηγημάτων που προκήρυξαν οι εκδόσεις Ικαρος (οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Κ. Θ. Δημαράς και Απόστολος Σαχίνης συμμετείχαν σε εκείνη την κριτική επιτροπή) η νεαρή τότε Αθηνά κέρδισε βραβείο το οποίο συνοδευόταν από χρηματικό έπαθλο 200.000 δραχμών. Το 1959, έχοντας βέβαια διαβάσει την Αγκαθα Κρίστι, έγραψε ένα αστυνομικό διήγημα, τοποθετημένο στην Πάτρα της δεκαετίας του 1950, και το έστειλε στην Ελένη Βλάχου, η οποία δεν της απάντησε ποτέ. Το έστειλε έπειτα στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», όπου δημοσιεύτηκε με εικονογράφηση του Μποστ. Ετσι άρχισε να δημοσιεύει αστυνομικά διηγήματα με ήρωες τον αστυνόμο Γεράκη, την (προαναφερθείσα) Τούλα, μια νοικοκυρά, και τον κοσμοπολίτη Νάσο Δαπόντε, υπάλληλο της Ιντερπόλ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Γιώργος και η Λένα Σαββίδη, που διηύθυναν τον «Ταχυδρόμο», άρχισαν να δημοσιεύουν πλέον τακτικά τις ιστορίες μυστηρίου της ενώ τις ανέθεταν και μεγάλα ρεπορτάζ προτού γίνει η ίδια συντάκτρια του περιοδικού.

Η σαρωτική συνέχεια…

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Αλκης Αγγέλου την προέτρεψε να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στην εποχή του Διαφωτισμού. Η ίδια ερεύνησε περίπου μία δεκαετία προτού γράψει τα έργα της «Της τύχης το μαχαίρι» και «Η σπορά του ανέμου». Η συνέχεια ήταν σαρωτική. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, τα έργα: «Με τα φτερά του Μαρίκα» (μια αεροπορική περιπέτεια στα χρόνια του Διχασμού), «Πριμαρόλια» (για την άνοδο και την πτώση της Πάτρας που υπήρξε «ο τόπος της σταφίδας»), βιβλίο που απέσπασε το Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου (1998), «Ο χαρταετός» (που διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1871 με φόντο τα Λαυρεωτικά) και «Θέκλη» (μυθιστόρημα για τον κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο των πολέμων του 1912 και του 1913) που της χάρισε το Βραβείο Πεζογραφίας του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2005) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2006). Το 2009 απέσπασε το Βραβείο Μετάφρασης Βρετανικής Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ για την εργασία της πάνω στο «Μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» του Τσαρλς Ντίκενς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ