Τα εύφορα χωράφια της και τα πλούσια μεταλλεία της διεκδίκησε ως στρατηγός ακόμη κι ο ίδιος ο Θουκυδίδης. Στα χώματά της θάφτηκαν εννέα αγόρια και εννέα παρθένες από τον Ξέρξη. Στη γη της γεννήθηκαν τρεις από τους πιο στενούς φίλους και ναυάρχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου: ο Νέαρχος, ο Ανδροσθένης και ο Λαομέδοντας. Και ενώ οι επισκέπτες που ενδιαφέρονταν ως τώρα να γνωρίσουν το παρελθόν της Αμφίπολης –της πόλης που ιδρύθηκε στα χρόνια του Περικλή (438/7 π.Χ.) –δεν ξεπερνούσαν τους 5.000 κάθε χρόνο (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία επισκεψιμότητας του τοπικού αρχαιολογικού μουσείου), τώρα όλα τα φώτα είναι στραμμένα πάνω της με αφορμή τον εντυπωσιακό, και προς το παρόν γεμάτο μυστήριο ως προς την ταυτότητα του νεκρού, ταφικό περίβολο που αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη.
Ποια είναι όμως τελικά η αρχαία Αμφίπολη που έγινε μήλον της Εριδος ανάμεσα σε Αθηναίους, Λακεδαιμόνιους και Μακεδόνες; Εκείνη που αποτέλεσε βάση για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Φιλίππου Β’ για την κατάκτηση της Θράκης; Η πόλη που αποτέλεσε φρούριο και νομισματοκοπείο του μακεδονικού κράτους; Εκείνη που αναδείχθηκε ναυτικό ορμητήριο του Αλεξάνδρου προς την Ασία και επιλέχθηκε από τον στρατηλάτη ως μία από τις έξι πόλεις στην οποία θα ανεγειρόταν ένας μεγαλοπρεπής ναός κόστους 1.500 ταλάντων;
Το όνομά της σημαίνει την πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι, δηλαδή τον πλωτό Στρυμόνα, αν και μια άλλη εκδοχή –σύμφωνα με τον Θουκυδίδη –θέλει το όνομά της να δηλώνει την πόλη που είναι κατά τέτοιον τρόπο χτισμένη ώστε να είναι και παραθαλάσσια και ηπειρωτική. Και ίσως η θέση της στην Ιστορία να μην ήταν η ίδια αν οι Αθηναίοι δεν την ανακάλυπταν μέσω του Πεισίστρατου, του τυράννου του 6ου αι. π.Χ. που ως εξόριστος έσπευσε στην πλούσια γη του Παγγαίου για να συγκεντρώσει χρήματα και μισθοφόρους ώστε να ανακτήσει τη χαμένη του εξουσία.
Το όνειρο για μια καινούργια ζωή σε μια νέα αποικία ωστόσο, που ονειρεύονταν 10.000 Αθηναίοι, στις Εννέα Οδούς, στον τόπο όπου ιδρύθηκε αργότερα η Αμφίπολη, αποδείχθηκε εφιάλτης το 465 π.Χ., όταν η μακεδονική γη δεν έγινε νέα τους πατρίδα αλλά τάφος, καθώς σφαγιάστηκαν όλοι από την ντόπια θρακική φυλή των Ηδωνών.
Η αποτυχία εκείνη και ο πλούτος της περιοχής –ειδικά η ναυπηγική ξυλεία –ήταν αρκετά για να πεισμώσουν τους Αθηναίους που επέστρεψαν και ίδρυσαν τελικά υπό τον στρατηγό Αγνωνα την Αμφίπολη το 438/7 π.Χ., σε απόσταση 4,5 χλμ. από τις εκβολές του Στρυμόνα. Δεν μπόρεσαν όμως να την κρατήσουν δεμένη για πολλά χρόνια στο άρμα τους. Εγινε στόχος των Σπαρτιατών, εν συνεχεία αυτονομήθηκε και αθηναϊκή δεν ξανάγινε ποτέ.
Στο μεταξύ αναδείχθηκε ως κοσμοπολίτισσα, όπως κάθε λιμάνι άλλωστε, και μάλιστα πλούσιο. Ο χρυσός έρρεε, αν κρίνει κάποιος από όσα έχουν βρεθεί στους τάφους που γλίτωσαν από τα χέρια των αρχαιοκαπήλων. Τα τείχη της ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν με το μέγεθος και τον επιμελημένο τρόπο κατασκευής τους. Η μοναδική σωζόμενη ξύλινη γέφυρα της μήκους 275 μ. που συνέδεε τον Στρυμόνα με την πόλη εντυπωσιάζει με τους 101 από τους πασσάλους της που άντεξαν ως τις μέρες μας.
Και εκείνη –η Αμφίπολη –δεν αντιστάθηκε μόνο στην μεγάλη δύναμη της Αθήνας αλλά και σε όλους όσοι επιχείρησαν να την προσελκύσουν, ως τη στιγμή που έπεσε στα χέρια του Φιλίππου Β’ το 358 π.Χ.
Η πτώση στα χέρια των Μακεδόνων δεν σημαίνει και παρακμή. Αναδείχθηκε επίκεντρο του εμπορίου. Φιλοξένησε ένα από τα βασικότερα νομισματοκοπεία του βασιλείου. Και στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν εξελίχθηκε απλώς σε μια μεγάλη ναυτική βάση αλλά και στο λιμάνι εκκίνησης του στόλου για την εκστρατεία στην Ασία. Η φήμη της και η δύναμή της ήταν τέτοιες δε, ώστε απέκτησε τη δική της αποικία με το ίδιο όνομα στις όχθες του Ευφράτη.
Στα χώματά της ήταν που γράφτηκε και η τελευταία πράξη του δράματος της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς η μητέρα του Ολυμπιάδα εκεί αντέταξε την τελευταία αντίστασή της στον Κάσσανδρο κι εκεί δολοφονήθηκαν η σύζυγός του Ρωξάνη και ο γιος τους και διάδοχος του θρόνου Αλέξανδρος Δ’.
Η λάμψη της δεν έσβησε ούτε όταν ήρθαν οι Ρωμαίοι, καθώς την όρισαν πρωτεύουσα μιας εκ των διοικητικών περιφερειών στις οποίες διαιρέθηκε η Μακεδονία, ενώ η θέση της επί της Εγνατίας οδού έγινε αιτία για να περάσει από εκεί ο Απόστολος Παύλος και να εξελιχθεί σε ένα σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο με επισκοπική έδρα και παλαιοχριστιανικές βασιλικές που ως σήμερα μαρτυρούν τη θέση της στον πρώιμο χριστιανικό κόσμο.
Και μπορεί κατά τον 7ο αι. πλέον το αστέρι της άλλοτε λαμπερής Αμφίπολης να σβήνει, μαζί με το όνομά της από τις πηγές, όμως το μνημειακών διαστάσεων μαρμάρινο λιοντάρι της που ήρθε στο φως τυχαία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και προτού ακόμη ξεκινήσουν οι συστηματικές ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή το 1956 από τον Δημήτρη Λαζαρίδη (μικρότερης έκτασης είχαν γίνει το 1918-19), του οποίου το ύψος ξεπερνά τα 5 μ., ήταν αρκετό για να αναδειχθεί ένα από τα εμβληματικότερα μνημεία και να υποψιάσει ειδικούς και μη για τη λάμψη και την ακατάβλητη δύναμη που είχε η προικισμένη Αμφίπολη για τουλάχιστον δώδεκα αιώνες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ