Για τον αγγλοσαξονικό κόσμο ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι ο μεγάλος άγνωστος. Ταυτισμένος απόλυτα με την αριστερή ιδεολογική του υπόσταση και μαρκαρισμένος με τη στάμπα του αμετανόητου σταλινικού από τα χρόνια του Berliner Ensemble στην Ανατολική Γερμανία, ο συγγραφέας αριστουργημάτων όπως η «Οπερα της Πεντάρας», το «Μαχαγκόνι» και «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» αποτελεί μια σημείωση στο θεατρικό περιθώριο. Επομένως, η ενθουσιώδης υποδοχή της νέας βιογραφίας του («Bertolt Brecht. A literary life», εκδ. Bloomsbury, 38 ευρώ) από τον Στίβεν Πάρκερ, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, σηματοδοτεί για τον βρετανικό Τύπο μια ευκαιρία επανεκτίμησης του γερμανού καλλιτέχνη.
Σύμφωνα τόσο με τον ίδιο τον Πάρκερ όσο και με τον Μάικλ Χόφμαν του «Times Literary Supplement» εξήντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατο του Μπρεχτ το 1956 είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή για μια αναθεώρησή του. Χωρίς να παραλείπει κανείς την πολιτική του διάσταση, θα πρέπει να θυμάται ότι υπήρξε θύμα της διαμάχης Ανατολής – Δύσης στη σκληρότερη φάση του Ψυχρού Πολέμου. Χωρίς να αποσιωπά το Βραβείο Ειρήνης Στάλιν του οποίου υπήρξε αποδέκτης, θα πρέπει να έχει κατά νου επίσης ότι βρισκόταν υπό παρακολούθηση από τη Στάζι («αυτή η χώρα με τρομάζει» έλεγε συχνά). Χωρίς τέλος να αμφιβάλλει για το γεγονός ότι φερόταν άσχημα σε συνεργάτες και ερωτικές συντρόφους, ότι είχε μια εξόχως μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ή ότι ήταν παντελώς ανεξέλεγκτος ως χαρακτήρας, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι σε αυτά δεν απείχε πολύ από διάφορους που απολαμβάνουν το καθεστώς της μεγαλοφυΐας –τον Πικάσο, για παράδειγμα.
Για να αναδείξει την προσωπικότητα του Μπρεχτ, ο Πάρκερ τον αναλύει στη σωματική και στη διανοητική του διάσταση. Νευρασθενικός, σωματικά αδύναμος, πλήρης φοβιών, ο Μπρεχτ ξεπέρασε τα μειονεκτήματά του με παραδειγματική πειθαρχία και απαράμιλλο εργασιακό ήθος. Ο Πάρκερ ωστόσο δείχνει ότι οι μικρές καθημερινές απολαύσεις (το ψωμί, το κρέας, η μπίρα) υμνούνται στο σύνολο του έργου του ακριβώς επειδή η ασθενική του κράση τις περιόριζε. Κλειδί για την ερμηνεία της ιδιοσυγκρασίας του θεωρεί ένα μείγμα μόνιμης αντιρρητικής στάσης, εκλεκτικισμού, απουσίας συστηματικότητας και διανοητικής ελευθεριότητας: «ένας άνθρωπος πάει χαμένος με μία μόνο θεωρία», διακήρυττε, «χρειάζεται αρκετές, τέσσερις, πολλές!». Από κάποιες απόψεις ο Μπρεχτ εξελισσόταν, δεν άλλαζε όμως –οι βασικές του ανάγκες, το γράψιμο, το θέατρο και οι γυναίκες παρέμειναν αναλλοίωτες από την εφηβική του ηλικία. Οσον αφορά ειδικά τις τελευταίες, μία δεν ήταν ποτέ αρκετή: ο Πάρκερ αφηγείται ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο της νεανικής ηλικίας του συγγραφέα όπου φλέρταρε με επτά γυναίκες παράλληλα, κατακτώντας τις διαδοχικά και συνεχίζοντας ακάθεκτος για τις επόμενες, δίχως να σκεφτεί καν να αποδεσμεύσει τις προηγούμενες.
Η διαμορφωτική εμπειρία του Μπρεχτ, όπως και πλήθους άλλων διανοουμένων της εποχής του, ήταν κατά τον Στίβεν Πάρκερ εκείνη της εξορίας. Φεύγοντας από τη χιτλερική Γερμανία περιπλανήθηκε στη Δανία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στις ΗΠΑ, στην Ελβετία. Την καταδίωξη των ναζί διαδέχθηκαν η καχυποψία του FBI και η «μαύρη λίστα» του Χόλιγουντ στα χρόνια της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Μακάρθι. Επιλέγοντας την Ανατολική Γερμανία κέρδισε το προνόμιο να θεωρείται ένας άνθρωπος-θεσμός, βρέθηκε όμως υπό το άγρυπνο μάτι του κομματικού μηχανισμού, εξόριστος εκ νέου στον παράδεισο του υπαρκτού σοσιαλισμού. «Δεν θέλει να μάθει να γράφει από τον [ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας] Ούλμπριχτ», υπαγόρευσε κάποτε σε έναν βοηθό του, «οι πολιτικοί οφείλουν να μαθαίνουν από τους ποιητές».

HeliosPlus