Σε ένα σχεδόν γεμάτο θέατρο με τις γνωστές «απώλειες» στα αριστερά, τα δεξιά και στην κορυφή των διαζωμάτων και με μια ζέστη που άγγιζε τα όρια του ανυπόφορου, οι «Πέρσες» του Αισχύλου χωρίς να αποτελέσουν το σούπερ θέαμα (όπως υπόσχονταν), σίγουρα χάρισαν μια ικανοποιητική βραδιά σε όσους παρακολούθησαν την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ανήμερα τον 15 Αύγουστο.

Το πεντάλεπτο χειροκρότημα στο φινάλε δηλώνει πολλά αν και δεν ήταν το μόνο που ακούστηκε.

Το αντιπολεμικό μήνυμα κυριαρχούσε καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι κατά κύριο λόγο από μόνο του το έργο του Αισχύλου, είναι αυτό ακριβώς: ένα έργο που με αφορμή την διά στόματος αποκλειστικά των Περσών εξιστόρηση της ήττας τους στον πόλεμο με τους Ελληνες, επιδιώκει να επισημάνει την ματαιότητα του πολέμου. Στην ουσία είναι ένα έργο από το οποίο απουσιάζει μια συγκεκριμένη δραματουργική ιστορία.

Με την ολόγυμνη εμφάνιση του, ο Ξέρξης (Γιώργος Κολοβός) στο δεύτερο μισό της παράστασης που βρώμικος και λαβωμένος δέχεται τις κατάρες του Χορού των Περσών για την καταστροφή της χώρας είναι το επισφράγισμα ενός ορυμαγδού από τον οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως σωτηρία παρά μόνον ντροπή, πόνος και οργή.

Τα ευρήματα της παράστασης της Νικαίτης Κοντούρη ήταν αρκετά και το μακιγιάζ ένα από αυτά. Βαμμένα άσπρα με έντονους μαύρους κάτω από τα μάτια, τα πρόσωπα των Περσών θύμιζαν ζωντανούς – νεκρούς. Ζόμπι στην κυριολεξία. Ο Δαρείος άλλωστε αναδύεται ανάμεσα σε καπνούς από τον τάφο του (ένα τεράστιο τετράγωνο κουτί στο μέσον της σκηνής δεμένο στα πάνω ακριανά διαζώματα με δυο κορδέλες από αριστερά και δυο από δεξιά) προκειμένου να ακούσει τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα όπου ο γιός του Ξέρξης νικήθηκε και να δώσει τις συμβουλές του.

Η σύντομη εμφάνιση του Γιάννη Φέρτη (Δαρείος) στη μέση του έργου, προκάλεσε το ένθερμο χειροκρότημα του κοινού τόσο όταν ανέβηκε στην σκηνή όσο και όταν μετά από ένα τέταρτο έφυγε. Βέβαια, πολύς κόσμος παρασύρθηκε και άρχισε να χειροκροτεί προτού ο ηθοποιός ολοκληρώσει τον μονόλογό του με την φράση – κλειδί του έργου «διότι τα πλούτη τους νεκρούς διόλου δεν ωφελούν».

Το στοίχημα της παράστασης όμως έπεσε πάνω στις πλάτες του Ακη Σακελλαρίου ο οποίος κλήθηκε να υποδυθεί την Ατοσσα, χήρα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. Ντυμένος στα κατάλευκα με μια κατακόκκινη εσάρπα και βαμμένος επίσης άσπρος, ο Σακελλαρίου θύμιζε …γκέισα, μάλλον επί τούτου, κάτι που δεν «κολλούσε» πάντα στο πνεύμα του έργου. Ο καλός ηθοποιός ωστόσο, στήριξε όσο μπορούσε το εύρημα που είτε του το επέβαλλαν, είτε το αποφάσισε ο ίδιος.

Η παρουσία του Φέρτη δεν ήταν η μόνη στιγμή που το κοινό ενθουσιάστηκε κατά την διάρκεια της παράστασης. Πάρα πολλοί θεατές καταχειροκρότησαν στο περίφημο «ίτε παίδες Ελλήνων…» το οποίο αναφέρεται στην ανδρεία και τον ηρωϊσμό των Ελλήνων πολεμιστών. Κρίμα γιατί αυτή η πατριωτική (ή μήπως εθνικιστική;) αντίδραση του κοινού ήρθε σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την λογική του έργου που όπως πολύ σωστά επισημαίνει η σκηνοθέτρια, «κρούει την αμετροέπεια και την αλαζονεία των ανθρώπων και κυρίως των ηγετών τους, που μπορούν να προκαλέσουν τον αφανισμό ενός ολόκληρου λαού με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους.»