«Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από μια γραπτή απόδοση συνέντευξης με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς! Ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ. Μπορεί κυριολεκτικά να σε τρελάνει!». Ο βρετανός συνάδελφος ήταν απόλυτος και όπως τελικά αποδείχθηκε είχε δίκιο με την προειδοποίησή του λίγο προτού συναντήσω τον Ρόμπιν Γουίλιαμς για μία και μοναδική φορά στη ζωή μου. Ηταν στο Βερολίνο στο φεστιβάλ του 2004 όπου παίχθηκε η ταινία του «Τελική πράξη» («The final cut»). Στα 25 λεπτά της συζήτησης στο ξενοδοχείο Regent (την οποία είχε κανονίσει η Σπέντζος Φιλμ, εταιρεία διανομής αυτής της ταινίας στην Ελλάδα) ο Γουίλιαμς αποδείχθηκε μάλλον συγκρατημένος. Περιόρισε τον εαυτό του μόνο σε ένα ανέκδοτο ανά… 30 δευτερόλεπτα. Και φυσικά η απομαγνητοφώνηση αυτής της συνέντευξης υπήρξε η δυσκολότερη που έχω κάνει ποτέ, διότι πολύ απλά ήταν αδύνατον να περάσουν στο χαρτί χωρίς να αλλοιωθούν οι απανωτές ατάκες του κωμικού σε συνδυασμό με την κινησιολογία του που θύμιζε μεθυσμένο χταπόδι.
Ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός του Ρόμπιν Γουίλιαμς που του έδινε πάντοτε την εικόνα ιδιοφυούς παιδιού είναι ιδιαίτερα εμφανής στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του. Στα δικά μου μάτια και χωρίς καμία δόση υπερβολής ήταν η ανθρώπινη ερμηνεία της λέξης χείμαρρος. Αρκεί να τον θυμηθεί κανείς στις εμφανίσεις του στα Οσκαρ. Μυδραλιοβόλο με πατημένη διαρκώς τη σκανδάλη, ο Γουίλιαμς είχε ένα εντελώς δικό του διαχυτικό στυλ το οποίο δεν μπορούσε να αλλάξει μιλώντας στον Τύπο. Γι’ αυτό άλλωστε υπήρξε ένας τόσο αυθεντικός καλλιτέχνης.
Ροκ εν ρόλερ της κωμωδίας


Ξανακοιτάζω τις σημειώσεις μου και θυμάμαι τον Ρόμπιν Γουίλιαμς να λέει πως όταν για πρώτη φορά στη ζωή του αντιλήφθηκε ότι η κωμική φλέβα του τού έδινε «μια παράξενη δύναμη» (αυτά ακριβώς τα λόγια χρησιμοποίησε) το συναίσθημα ήταν περίπου το ίδιο με το ηλεκτροσόκ που είχε νιώσει όταν άκουσε για πρώτη ροκ εν ρολ. «Πήγαινα στο κολέγιο όταν κατάλαβα ότι το μέλλον μου δεν βρισκόταν στις πολιτικές επιστήμες που σπούδαζα» είχε πει. Ωστόσο τίποτε δεν του ήρθε στο πιάτο παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του. Στη σχολή θεάτρου Τζούλιαρντ παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και ήταν αρκετά τυχερός γιατί είδε τον Μάρλον Μπράντο να παραδίδει (στη συνάντησή μας ο Γουίλιαμς άρχισε να τον μιμείται στην εντέλεια αναφερόμενος στην ημέρα που ο Μπράντο έφερε στο μάθημα έναν έμπορο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων παρουσιάζοντάς τον ως «μοντέλο ηθοποιού, διότι να ένας άνθρωπος που υποκρίνεται καθημερινά πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες για να επιβιώσει»). Μετά την Τζούλιαρντ όμως δεν μπορούσε με τίποτε να βρει δουλειά. Γι’ αυτό και πίστευε πάντοτε ότι το γεγονός πως έγινε κατ’ αρχάς διάσημος ως μια αποκάλυψη της stand up κωμωδίας των νάιτκλαμπ ήταν επί της ουσίας τραγική ειρωνεία, διότι αυτό το είδος δουλειάς είχε μπει αναγκαστικά στη ζωή του «καθαρά για λόγους επιβίωσης».
Το ταλέντο του στο stand up τον έφερε στο κατώφλι της τηλεόρασης του Saturday Night Live και της σειράς «Mork and Mindy» απ’ όπου άρχισαν όλα. «Ηρθε στον κόσμο μας ως εξωγήινος και κατόρθωσε να αγγίξει κάθε πτυχή του ανθρωπίνου πνεύματος» δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα για τον αμερικανό ηθοποιό αναφερόμενος βεβαίως στο «Mork and Mindy» όπου ο Γουίλιαμς υποδύθηκε έναν εξωγήινο στη Γη και αμέσως καθιερώθηκε στην κωμωδία με εξώφυλλα στο «Newsweek» και αλλού.
H μεγάλη ανάγκη για δράμα


Ως κινηματογραφικός ηθοποιός ωστόσο ο Ρ. Γουίλιαμς θα γευόταν αρκετές απογοητεύσεις ως την καταξίωσή του το 1987, όταν υποδύθηκε τον Εντριαν Κρονάουερ στη δραματική κωμωδία του Μπάρι Λέβινσον «Καλημέρα Βιετνάμ». Ο ρόλος του ραδιοφωνικού παραγωγού που εμψυχώνει με το πηγαίο χιούμορ του τους αμερικανούς στρατιώτες στον πόλεμο του Βιετνάμ οδήγησε τον Γουίλιαμς για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. Θα ακολουθούσαν δύο ακόμη χωρίς να κερδίσει, πάντοτε στην κατηγορία α’ ρόλου, για τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» του Πίτερ Γουίρ και για τον «Βασιλιά της μοναξιάς» του Τέρι Γκίλιαμ, με τον οποίο συνεργάστηκε και στις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν». Εν τέλει ο Γουίλιαμς το κέρδισε παίζοντας τον δραματικό ρόλο του ψυχαναλυτή του Ματ Ντέιμον στον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ» του Γκας Βαν Σαντ το 1997. Αλλη μια τραγική ειρωνεία, ένα Οσκαρ για τον ρόλο ενός ψυχοθεραπευτή που προσπαθούσε να βγάλει από το ψυχολογικό αδιέξοδο μια ιδιοφυΐα (Ματ Ντέιμον).
Φυσικά θα θυμόμαστε όλοι τον Ρόμπιν Γουίλιαμς ως έναν σπουδαίο κωμικό. Αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακή η μεταμόρφωση του κλασικά κωμικού Ρ. Γουίλιαμς σε δραματικούς ρόλους. Από την εποχή του «Αλλόκοτου κόσμου του Γκαρπ» στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Γουίλιαμς είχε δείξει πόσο τον ενδιέφερε το δράμα. Στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» υποδύθηκε έναν ευαίσθητο αλλά επαναστατικό καθηγητή που εκτός συστήματος προσπαθούσε να προστατεύσει τους μαθητές του δίνοντάς τους χώρο για να αναπτύξουν με ελευθερία το πνεύμα τους. Ηταν ο Κάπτεν τους και τον λάτρευαν, όπως τον λάτρεψαν όλοι οι θεατές αυτής της ταινίας. Αλλη μία ειρωνεία: ένας από τους μαθητές του (Ρόμπερτ Σον Λέοναρντ) αυτοκτονεί έχοντας υποκύψει σε έναν κόσμο τον οποίο δεν αντέχει, όπως προφανώς συνέβη με τον ίδιο τον Γουίλιαμς στ’ αλήθεια. Στην «Τελική πράξη» έδωσε μια πολύ ιδιαίτερη και χαμηλών τόνων ερμηνεία παίζοντας έναν «μοντέρ ανθρώπινων αναμνήσεων», ενώ στον «Σκοτεινό θάλαμο» ήταν κυριολεκτικά σπαρακτικός στον ρόλο ενός μοναχικού ανθρώπου που εισχωρεί στις ζωές των άλλων ενώ εμφανίζει τις φωτογραφίες τους.

«Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να σε δουν σε δραματικούς ρόλους για να θυμηθούν πως είσαι ηθοποιός»
μου είχε πει. «»Μπα! Ωστε παίζεις κιόλας!». Μα αυτό δεν έκανα πάντοτε; Ελα όμως που δεν το σκέφτονται, γιατί όταν σε βλέπουν σε κωμωδίες νομίζουν ότι είσαι απλώς… τρελός. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τον Μπιλ Μάρεϊ. Επρεπε να παίξει στο «Χαμένοι στη μετάφραση» για να τον ανακαλύψουν ως ηθοποιό. Ομως πάντοτε ήταν ηθοποιός. Και πολύ καλός μάλιστα».

Τα ναρκωτικά, η οικογένεια, η κατάθλιψη

Τελικά όλη η ζωή τού επεφύλαξε άσχημα παιχνίδια. Ο θάνατός του αποδίδεται σε κατάθλιψη, αν και όλα έδειχναν ότι είχε περάσει τα δύσκολα. Υπήρξε μια περίοδος από τα 30 ως τα 38 που βρισκόταν στον πάτο του μπουκαλιού. «Αγρια χρόνια, έκλυτη ζωή, πολλά ναρκωτικά, πολύ αλκοόλ (ο Γουίλιαμς ήταν παρών μαζί με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ξενοδοχείο όπου ο Τζον Μπελούσι άφησε την τελευταία πνοή του από υπερβολική δόση ναρκωτικών). Είδα το φως μου όταν έκανα το πρώτο παιδί μου» θα έλεγε μετά. «Ή μάλλον δεν το έκανα εγώ, η γυναίκα μου το έκανε (η πρώτη από τις τρεις, Βάλερι Βελάρντι. Με τη δεύτερη, Μάρσα Γκάρσες, απέκτησε δύο ακόμα παιδιά και χώρισε το 2010, για να ξαναπαντρευτεί το 2011 τη Σούζαν Σνάιντερ). Η απόκτηση ενός παιδιού μπορεί να αλλάξει στο λεπτό τη ζωή σου. Επρεπε πια να ήμουν παρών. Τώρα που έχω τρία οι ευθύνες είναι ακόμη περισσότερες. Τα παιδιά είναι χαρά. Προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να έρχεται σπίτι και να τη ρωτώ τι έκανες σήμερα, για να μου πει (αλλάζει τη φωνή του σε παιδική) «έκανα μαθηματικά, πήγα για McDonald’s, τρύπησα τη ρώγα μου…». Θέλω να πω, ότι υπάρχω ανάμεσα στα παιδιά μου. Τι ‘ναι τούτο πάλι ε; Ενας παράξενος τύπος μέσα στο σπίτι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ