«Ολοι μας που έχουμε δει τουλάχιστον από μια φορά την ταινία του Λικ Μπεσόν «Απέραντο γαλάζιο» έχουμε αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μπορεί να καταδυθεί με μια μόνο ανάσα τόσο βαθιά» αναρωτιέται ο λέκτορας και διακεκριμένος δύτης Γιώργος Σακκάς. Είναι αλήθεια. Καμία άλλη ταινία μυθοπλασίας δεν έχει καταφέρει να μπει τόσο βαθιά μέσα στον ψυχισμό του δύτη. Και καμία άλλη ταινία δεν έχει μπορέσει να μπει στη συνείδηση εκατομμυρίων θεατών σε όλο τον κόσμο και να τους κάνει κοινωνούς αυτής της παράξενης σχέσης δύτη – θάλασσας σε ένα extreme σπορ στο οποίο ο αθλητής με μόνα όπλα τα χέρια και τα πόδια του και με μόνο μια ανάσα, θα πρέπει να καταδυθεί όσο πιο βαθιά μπορεί και να επιστρέψει στην επιφάνεια. Η ελληνική θάλασσα έχει παίξει τεράστιο ρόλο σε όλα τα παραπάνω, καθότι το μεγαλύτερο μέρος του «Απέραντου γαλάζιου» είναι η απεραντοσύνη του γαλάζιου Αιγαίου Πελάγους. Ολα ξεκίνησαν από μια πραγματικότητα· τη ζωή και τις δραστηριότητες των διάσημων αθλητών ελεύθερης κατάδυσης Ζακ Μαγιόλ και Ενζο Μαγιόρκα. Το μυθοπλαστικό σενάριο της ταινίας (ο Μπεσόν συνεργάστηκε με τέσσερις ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Μαγιόλ) είναι εμπνευσμένο από τις ζωές των δυο ανδρών και ο πυρήνας της ιστορίας που αφηγείται η ταινία ο ανταγωνισμός τους. Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια τους με ασπρόμαυρες σκηνές γυρισμένες στο νότιο άκρο του νησιού της Ιου όπου βρίσκεται ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός Μαγγανάρι (γνωστός για την υπέροχη παραλία του η οποία ανήκει στις πιο διάσημες του νησιού), η ταινία σιγά-σιγά θα μεταφερθεί στην Αμοργό που χάρη στο «Απέραντο γαλάζιο» απέκτησε χιλιάδες θαυμαστές.
Ερωτευμένος με τη θάλασσα


Το ότι η σχέση Μαγιόλ (Ζαν Μαρκ Μπαρ) – Μαγιόρκα (που στην ταινία λέγεται Μολινάρι και έχει το πρόσωπο του Ζαν Ρενό) έγινε η ραχοκοκαλιά του «Απέραντου γαλάζιου» οφείλεται στο ότι από παιδί ακόμη ο μετέπειτα διάσημος γάλλος σκηνοθέτης και παραγωγός Λικ Μπεσόν είχε τρέλα με τη θάλασσα και τις καταδύσεις. Οι γονείς του Μπεσόν ήταν εκπαιδευτές καταδύσεων και ο γεννημένος στις 18 Μαρτίου 1959 στο Παρίσι σκηνοθέτης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ακολουθώντας τους σε διάφορα μέρη του κόσμου, ένα από τα οποία ήταν η Κέρκυρα όπου εργάστηκαν στο Club Med. Σιγά-σιγά ο Μπεσόν απέκτησε πολλές γνώσεις γύρω από τις καταδύσεις και μάλιστα εμφανίζεται στην ταινία του κρατώντας τον μικρό ρόλο-πέρασμα ενός δύτη. Προτού άλλωστε ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο, ο Μπεσόν ονειρευόταν μια καριέρα θαλάσσιου βιολόγου. Ωστόσο, στην ηλικία των 17 υπέστη ατύχημα κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης κατάδυσης με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να κάνει καταδύσεις. «Το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας μου το πέρασα μέσα στο νερό» έχει πει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση που το «Απέραντο γαλάζιο», όπως και μια άλλη, εντελώς διαφορετική ταινία του, το «Πέμπτο στοιχείο», είναι δυο σχέδια που τον απασχολούσαν από τα εφηβικά χρόνια του, όταν ο Μπεσόν σκότωνε την ανία του στο σχολείο με τρομερά δείγματα δημιουργικότητας. Εγραφε προσχέδια σεναρίων και σχεδίαζε storyboards. Εκείνο το διάστημα ζούσε μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, έχοντας επανειλημμένα εκφράσει τα φιλελληνικά του αισθήματα. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και όταν ενηλικιώθηκε άρχισε να προσαρμόζεται στην αστική ζωή και ενώ ο κινηματογράφος τον είχε πλέον σκλαβώσει δεν ξέχασε ποτέ μία από τις πρώτες του αγάπες.
Το ναυάγιο του «Ολυμπία»


Ο φυσικός σκηνικός χώρος στο «Απέραντο γαλάζιο», η τοποθεσία όπου επρόκειτο να γυριστεί η ταινία, υπήρξε όχι απλώς σημαντικός αλλά πρωταρχικός παράγοντας για τη δημιουργία της. Ετσι μπαίνει στη μέση η Ελλάδα. Με την εξαίρεση των σκηνών της Ιου, το μεγαλύτερο (και ελκυστικότερο) κομμάτι της ταινίας γυρίστηκε στη διάσημη παραλία της Αγίας Αννας, κάτω από το Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Το μέρος, όπως άλλωστε όλα τα μέρη γυρισμάτων της ταινίας (στη Σικελία, στις Παρθένες Νήσους κ.α.) ήταν επιλογή του ιδίου του Μπεσόν, ο οποίος πέρα από τη σχολαστική φροντίδα που επιδεικνύει για κάθε λεπτομέρεια όλων των ταινιών του (χάρισμα για το οποίο θεωρείται και ένας από τους καλύτερους κινηματογραφικούς παραγωγούς της Ευρώπης), μπορούσε να έχει και προσωπική άποψη για τα νερά του νησιού, καθότι ο ίδιος ο Μαγιόλ εργάστηκε στο «Απέραντο γαλάζιο» ως σύμβουλος παραγωγής. Ωστόσο, ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Μπεσόν στην απόφαση να γυρίσει την ταινία στην Αμοργό ήταν το ναυάγιο του πλοίου «Ολυμπία». Μετά τη λεηλασία του από πειρατές το «Ολυμπία» κατέληξε σε έναν όρμο στο δρόμο προς την Καλοταρίτισσα όπου ο Μπεσόν το είδε και με μια λέξη το ερωτεύθηκε χρησιμοποιώντας το σε σκηνές της ταινίας.
Χάρη στη σύλληψη του Μπεσόν, την οποία υπηρέτησε πιστά ο διευθυντής φωτογραφίας Κάρλο Βαρίνι, η Αμοργός αναδύθηκε μέσα από το απέραντο, αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο και κάτω από το εκτυφλωτικό φως του δυνατού ήλιου· τα τέλεια φυσικά σκηνικά της ταινίας. Δεν χρειάζεται φυσικά να αναφερθούμε στην ολόκαρδη συμμετοχή πολλών κατοίκων του νησιού οι οποίοι πρόσφεραν όλο το είναι τους για την υλοποίηση πολλών σκηνών της ταινίας. Το κέρδος φυσικά ήταν η τρομερή διαφήμιση που έγινε για τον τόπο. Μετά την προβολή της ταινίας το νησί της Αμοργού γνώρισε τεράστια τουριστική άνθηση αφού άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη ήθελαν να επισκεφτούν τον μαγευτικό παράδεισο με τα υπέροχα γαλάζια νερά. Το διάσημο Καφέ Μπαρ «Le Grand Bleu», που βρίσκεται στο Ξυλοκερατίδι στα Κατάπολα της Αμοργού, ακριβώς απέναντι από τη θάλασσα, είναι ένα μικρό παράδειγμα του αντίκτυπου που είχε η επιτυχία της ταινίας για το νησί.
Το «Απέραντο γαλάζιο» είναι ένα κλασικό παράδειγμα ταινίας που κατάφερε να διαψεύσει εκείνους που αρχικώς δεν την πίστευαν και να γίνει μια από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιτυχίες της δεκαετίας του 1980 (στη Γαλλία δε όπου προβαλλόταν επί έναν ολόκληρο χρόνο θεωρείται η πιο επιτυχημένη γαλλική ταινία για τη συγκεκριμένη δεκαετία (στην Αμερική είχε περιορισμένη διανομή αλλά σύντομα έγινε και εκεί cult). Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά σχόλια που γράφτηκαν στον διεθνή Τύπο την εποχή που το «Απέραντο γαλάζιο» πρωτοπαίχθηκε στις αίθουσες αναφέρονται σε ταινία-ύμνο στη φύση, την ελευθερία, τη ζωή στην οποία οι εικόνες αρκούν και τα λόγια είναι περιττά. Η ταινία τιμήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία Κινηματογράφου με τα βραβεία Καλύτερης Εικόνας και Καλύτερης Μουσικής (Ερίκ Σερά) στην απονομή του 1988.
Φλερτάροντας τους ροφούς


Ο Λικ Μπεσόν δεν είναι μόνον φιλέλληνας αλλά και φιλόζωος, κάτι που μας υπενθυμίζει ο έλληνας διανομέας του «Απέραντου γαλάζιου» την εποχή της πρώτης προβολής του, κ. Αλέξανδρος Σπέντζος (πέρσι με αφορμή των 25 χρόνων ζωής της η ταινία επανακυκλοφόρησε το καλοκαίρι από άλλη διανομή). Η πρεμιέρα έγινε στον κινηματογράφο Αττικόν στις 29 Σεπτεμβρίου του 1988 παρουσία του Μπεσόν αλλά και της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. Κατά τη διάρκεια της προβολής ο Μπεσόν μαζί με τον Σπέντζο περίμεναν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Grande Bretagne» όπου θα ακολουθούσε δεξίωση. Οταν ο Σπέντζος, που είναι επίσης δύτης, είπε στον Μπεσόν ότι ψαρεύει ροφούς, ο Γάλλος ενοχλήθηκε λέγοντάς του ότι θα έπρεπε να ντρέπεται! «Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων», όπως μας είπε προσφάτως ο διανομέας, «ο Λικ αγόραζε από την ψαραγορά μοσχοχτάποδα και έκανε καταδύσεις για να ταΐσει με αυτά τους ροφούς. Και αργότερα οι ροφοί τρίβονταν πάνω του χαϊδευτικά για να τον ευχαριστήσουν. Περιττό να πω ότι από τότε δεν ψάρεψα ξανά ροφούς…».

Δελφίνι, δελφινάκι
Μια άλλη σταρ στο «Απέραντο γαλάζιο» υπήρξε η Ζοζεφίν, θηλυκό δελφίνι το οποίο από το 1979 διασκέδαζε με τα «χορευτικά» του τους θαμώνες του θαλάσσιου πάρκου της Αντίμπ στη Νότια Γαλλία όπου ζούσε.

Παίζοντας στο «Απέραντο γαλάζιο» η Ζοζεφίν μοιράστηκε πολλές σκηνές με τον Ζαν Μαρκ Μπαρ και επίσης ήταν εκείνη που επελέγη για να κοσμήσει την επίσημη αφίσα της ταινίας. Η εικόνα του φεγγαροφωτισμένου δελφινιού ενώ πετάγεται από το νερό αγαπήθηκε από εκατομμύρια φαν της ταινίας. Εδώ και μερικά χρόνια η Ζοζεφίν δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας. Επειτα από έναν βίο γεμάτο εμπειρίες, άφησε την τελευταία πνοή της τον Αύγουστο του 2011 σε ηλικία 40 ετών. Η εικόνα της όμως στην ταινία του Μπεσόν την έχει βάλει στην αθανασία…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ