Η διάσημη αμερικανίδα ηθοποιός Λορίν Μπακόλ πέθανε σε ηλικία 89 ετών όπως ανέφερε ανακοίνωση του ιδρύματος της οικογένειας Μπόγκαρτ.

«Με βαθιά θλίψη, αλλά με μεγάλη ευγνωμοσύνη για την καταπληκτική ζωή της, επιβεβαιώνουμε το θάνατο της Λορίν Μπακόλ» αναφέρει το ίδρυμα Μπόγκαρτ στο λογαριασμό του στο Twitter.

Η Μπακόλ που ήταν σύζυγος του θρυλικού αμερικανού ηθοποιού Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ τις δεκαετίες του 40′ και του 50′ όταν και χαρακτηρίστηκε ίνδαλμα της μόδας.

Η Λορίν Μπακόλ Μπακόλ ήταν παντρεμένη με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 μέχρι το θάνατο του μεγάλου ηθοποιού το 1957 και μαζί είχαν αποκτήσει δύο παιδιά.

Οπως μετέδωσε η ιστοσελίδα TMZ που ειδικεύεται σε θέματα διασημοτήτων η περίφημη ηθοποιός που είχε περάσει στην ιστορία του κινηματογράφου με το προσωνύμιο «το βλέμμα» υπέστη «αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο» και κατέληξε.

Η Λορίν Μπακόλ είχε χαρακτηριστεί ως μια από τις 20 μεγαλύτερες ηθοποιούς όλων των εποχών.

Η ξανθιά Σειρήνα του φιλμ νουάρ

Με την βαριά φωνή, το αγέλαστο πρόσωπο και το διεισδυτικό βλέμμα η Λορίν Μπακόλ έφτιαξε μια αμίμητη περσόνα.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές γυναικείες φιγούρες του αμερικανικού φιλμ νουάρ η Λορίν Μπακόλ που πέθανε σε ηλικία 89 ετών, έκανε το ντεμπούτο της ακριβώς είκοσι χρονών στην «Σειρήνα της Μαρτινίκα» αποσπώντας καλές κριτικές οι οποίες θα την συνόδευαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο τύπος της αγέλαστης ξανθιάς με την βαριά φωνή που όμως κρύβει μια ευαίσθητη πτυχή στην (φαινομενικά) παγωμένη ψυχή της έγινε το σήμα κατατεθέν της.

Ωστόσο, αυτή η ξανθιά Σειρήνα του Χόλιγουντ η οποία είχε αλλάξει το όνομά της από Μπέτι Τζόαν Περσκ, δεν τιμήθηκε ποτέ όσο της άξιζε από της μεγάλη κινηματογραφική οικογένεια του Χόλιγουντ. Στα 70 περίπου χρόνια καριέρας της, η Μπακόλ μετρούσε μόνον μια υποψηφιότητα για Οσκαρ και μάλιστα Β’ ρόλου για την ταινία «Ο καθρέφτης έχει δυο πρόσωπα» (1997) της Μπάρμπρα Στράιζαντ. Δεν κέρδισε ποτέ το αγαλματίδιο πέρα από ένα τιμητικό που της δόθηκε για το σύνολο της καριέρας της το 2007. Όταν το έλαβε είπε στην απονομή: «Επιτέλους! Ενας άντρας!»

Όπως πολλές κοπέλες που αργότερα έγιναν ηθοποιοί, η καριέρα της Μπακόλ άρχισε από τον χώρο του μόντελινγκ. Η σύζυγος του Χάουαρντ Χοκς την πρόσεξε σε ένα εξώφυλλο του Harper’s Bazaar και του το είπε. Ακολούθησε ένα δοκιμαστικό και το αποτέλεσμα ήταν να δοθεί στην 19χρονη Μπακόλ ο ρόλος της Μαρί στην «Σειρήνα της Μαρτινίκα» του Χοκς που στηρίζεται στο μυθιστόρημα «Να έχεις και να μην έχεις» του Ερνεστ Χέμινγκουεϊ.

Η Μπακόλ συμπρωταγωνίστησε με έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες της εποχής, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, τον οποίο έναν χρόνο αργότερα παντρεύτηκε δημιουργώντας μαζί του ένα από τα πιο χαρακτηριστικά love stories του Χόλιγουντ. Η ατάκα της «ξέρεις να σφυρίζεις έτσι; Ενώνεις τα χείλη και φυσάς…» προς τον Μπόγκαρτ σε αυτή την ταινία έχει μείνει θρυλική στην Ιστορία του σινεμά.

Οι καλύτερες ταινίες της Μπακόλ ήταν και από τις καλύτερες του Μπόγκαρτ με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά την Λέσλι και τον Στίβεν . Ο «Μεγάλος ύπνος» (ή «Πάθος και αίμα») επίσης του Χοκς το 1947 (από το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ) και το «Στη Βοή της καταιγίδας» (1948) του Τζον Χιούστον συγκαταλέγονται στις μεγάλες επιτυχίες του ζευγαριού. Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου εξαιρετική ταινία τους είναι και η «Σκοτεινή διάβασις» του Ντέλμερ Ντέιβις.

Δύσκολα μπορούσε κανείς να φανταστεί την Λορίν Μπακόλ σε κωμωδία, όμως ακόμα και εκεί υπήρξε υπέροχη με απόδειξη το «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» (1953) μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της καριέρας της.

Ωστόσο, όπως η ίδια είχε δηλώσει, ο γάμος της με τον Μπόγκαρτ την ανάγκασε να βάλει σε δεύτερη μοίρα την καριέρα της και να ασχοληθεί με την οικογένεια. Δεν το μετάνιωσε ποτέ, «ήταν μια επιλογή μου» είχε πει.

Μετά τον θάνατο του Μπόγκαρτ στις 14 Ιανουαρίου του 1957, η κινηματογραφική καριέρα της Μπακόλ σημείωσε μεγάλη κάμψη. Η αποτυχία της ταινίας του Ζαν Νεγκουλέσκο «Τι’ ναι αυτό που το λένε αγάπη» (1958) ώθησε την ηθοποιό να εγκαταλείψει το Χόλιγουντ και να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη όπου δοκιμάστηκε με τρομερά αποτελέσματα μπροστά στο ζωντανό κοινό του Μπρόντγουεϊ. Επίσης ξαναπαντρεύτηκε. Δεύτερος σύζυγός της ήταν ο σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός Τζέισον Ρόμπαρντς με τον οποίο παρέμεινε παντρεμένη από το 1961 ως 1969. Μαζί απέκτησαν τον Σαμ Ρόμπαρντς που είναι ηθοποιός.

Η απουσία της από τον κινηματογράφο είχε αρκετά μεγάλη διάρκεια αλλά η επιστροφή της με το ψυχολογικό θρίλερ «Αγωνία μέσα στη νύχτα» (1964) του Ντένις Σάντερς ήταν μια μικρή έκπληξη που έδειχνε ότι η Μπακόλ είχε ακόμη πολλά να δώσει. Ηλικιακά όμως ,πλην κάποιων εξαιρέσεων, δεν μπορούσε πλέον να είναι πρωταγωνίστρια ,γι΄αυτό και η καριέρα της στο σινεμά ήταν σε β’ ρόλους, όλοι τους όμως ενδιαφέροντες, σε ταινίες όπως το «Harper» (1966) δίπλα στον Πολ Νιούμαν, το «Εγκλημα στο Οριαν Εξπρές» (1973) από το μυθιστόρημα της Αγκαθα Κρίστι,το γουέστερν του Ντον Σίγκελ «Με το χέρι στη σκανδάλη» (1976), κύκνειο άσμα του Τζον Γουέιν αλλά και η μνημειώδη ταινία «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ το 2003.

Ενας πρωταγωνιστικός ρόλος της σε προχωρημένη ηλικία που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, είναι εκείνος της βετεράνου ηθοποιού που καταδιώκεται από έναν παθιασμένο θαυμαστή της (Μάικλ Μπιν) στην ταινία «The fan» (1981).

Πέραν της κινηματογραφικής της καριέρας, η Μπακόλ είχε παρουσιάσει αξιόλογα δείγματα ως συγγραφέας με τα αυτοβιογραφικά της βιβλία «Lauren Bacall By Myself» και «By Myself and Then Some».