Τι συμβαίνει σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί όταν εκπνέει το καλοκαίρι, όταν οι εγχώριοι παραθεριστές και οι εισαγόμενοι τουρίστες τα μαζεύουν και φεύγουν; Ο τόπος ησυχάζει μεν αλλά, καθώς αναδιπλώνεται στον ίδιο του τον εαυτό για να υποδεχθεί αναπόδραστα το καταχείμωνο, αργοβυθίζεται στην εγκατάλειψη. Για την 37χρονη Στέλλα Σαλαγιά, βέβαια, αυτό δεν συνιστούσε καν πρόβλημα, στα Κάτω Πατήσια έμενε και μετρούσε τις χασούρες της ζωής της. Στην «Κωλόνησο» όπου κατοικούσαν αλλοπαρμένα σώματα και πνεύματα –όπου διαδραματίζεται δηλαδή το τρίτο κατά σειράν μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Ο άγιος της μοναξιάς» (2003) –η ίδια έφτασε για να διδάξει Φυσική στο τοπικό λύκειο. Αρνιόταν, ούτως ή άλλως, να δεθεί ξανά με τόπους και ανθρώπους –Μάκης λεγόταν ο τελευταίος επώδυνος χωρισμός της –και προσπαθούσε να ξεχάσει, στο κατώφλι των σαράντα χρόνων της, πως μύριζε ήττα από την κορφή μέχρι τα νύχια. Εγκαταστάθηκε σε μια γκαρσονιέρα των «Toula Studios» και, προκειμένου να συντονίσει πλήρως το μέσα της με το έξω της, χρησιμοποιούσε μόνο μια ραγισμένη κούπα, σε αιγυπτιακό μπλε χρώμα, για να πίνει το αλκοόλ της. Εξασκούσε καθημερινά τη μοναξιά της. Αλλωστε «πάνε πια οι εποχές τού όλοι μαζί, ήρθε η ώρα τού καθένας μόνος». Παλαιότερα, φέρ’ ειπείν, η ίδια πίστευε πως «η μονίμως αναμμένη τιβί εμπόδιζε τους ανθρώπους να μιλήσουν, με τον καιρό κατάλαβε ότι τους εμπόδιζε να σφαχτούν». Τεράστια η διαφορά, νέας κοπής η αποξένωση. Και οι έρωτες; Αυτοί «λιγόστεψαν σε αριθμό, ένταση και διάρκεια».
Ξεσηκωμένος σαρκασμός και ποιητική γλώσσα
Ολα αυτά στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η Στέλλα Σαλαγιά πεταγόταν πότε-πότε με το φέρι στην πρωτεύουσα αλλά βασικώς είχε αφήσει τον πατέρα της στην Αθήνα να τον φροντίζει μια Γεωργιανή –στο νησί τις περισσότερες δουλειές τις έκαναν οι Αλβανοί και οι Ρωσίδες –ενώ δεν παρέλειπε να συνομιλεί τηλεφωνικώς και με τη θεία Ριρίκα, την οποία μάλιστα ακολούθησε μια φορά στον Γράμμο προς τιμήν του αντάρτη θείου της, αδελφού του βουβαμένου αριστερού Ευγένιου Σαλαγιά. Εν πάση περιπτώσει, τότε, η Στέλλα είχε άλλες προτεραιότητες, για την ακρίβεια «κάθε γαλανό ουρανό ήθελε να τον βρομίσει, κάθε χρυσό δειλινό να το καταργήσει», όπως γράφει η Ιωάννα Καρυστιάνη με τον ξεσηκωμένο σαρκασμό της και την ποιητική πυκνότητα της γλώσσας της, μια συγγραφέας που καταφέρνει πάντοτε να τρυπώσει στο μεδούλι των χαρακτήρων που δημιουργεί. Ετσι ένιωθε στα τρίσβαθα της ψυχής της η Στέλλα και αυτό δύσκολα μπορούσε να το ανατρέψει, ας πούμε, η φωνή του λαϊκού τραγουδιστή Βασίλη Τερλέγκα, τα άπαντα του οποίου άκουγε σε κασέτες παρέα με τις σουρωμένες συναδέλφισσές της, την Καρδιτσιώτισσα Πόπη Μπουλαμάτη, την Πρεβεζάνα Σόφη Τσαγκλή και την Κρητικιά Μαρίνα Μαρκουλάκη, τις αδέσποτες εκείνες νύχτες που έσμιγαν οι ετερόκλητοι καημοί τους στην επιφάνεια του νησιού και των πραγμάτων.
Το «δρακουλιάρικο» και ο «Ξεγαλανιασμένος»
Απέναντι στην ακατάστατη γκαρσονιέρα της ηρωίδας –αλλά αρκετά κοντά ώστε να βλέπει η Στέλλα Σαλαγιά τα παράθυρα απ’ όπου ξεπετάγονταν οι οργισμένες φωνές και εκσφενδονίζονταν πάσης φύσεως αντικείμενα –έστεκε το «δρακουλιάρικο» Που Φου Σου (Παντοτινά Φθινοπωρινό Σπίτι), ένα εκατόχρονο δίπατο αρχοντικό, στο χρώμα του μοσχολέμονου, που σάπιζε με θέα προς το λιμάνι και προς το ανοιχτό πέλαγος. Εκεί ζούσε με τον «Ξεγαλανιασμένο» τριανταπεντάρη γιο της μια παράξενη και μοιραία γυναίκα η οποία είχε αδυναμία στις ψηλοτάκουνες γόβες. Ηταν η Κλαίρη Αμανατίδη-Σεμερτζίδη που, κατά τα λοιπά, είδε κάποτε τον άνδρα της να επιστρέφει στο σπίτι αποκεφαλισμένος από ένα ελικόπτερο της ΔΕΗ –ο Ιορδάνης, μάστορας της τσαγκαρικής -, έθαψε το πρώτο της παιδί με τα ίδια της χέρια, κατόρθωσε τελικώς να πάψει ν’ αγαπάει την πληθωρική της μάνα όσο ήταν ακόμη ζωντανή αλλά δεν κατάφερε, ακόμη και πεθαμένη αργότερα –για την ακρίβεια σφαγμένη μ’ ένα μπουκάλι αγιασμού –να πάψει να λατρεύει το παιδί της.
Η Lady Giannoula και ο καλόγερος Λεόντιος
Η κυρα-Γιαννούλα, η μάνα που τη γέννησε και λιμπιζόταν τα κουμκουάτ όσο κι εκείνη –άλλο πράγμα δεν τις ένωσε –δεν ήταν από τις Πόντιες των ανεκδότων, ήταν από τις άλλες, τις περπατημένες Πόντιες, και τόσο περπατημένη αποδείχθηκε η Lady Giannoula που κατέληξε παντρεμένη και εξόχως ευκατάστατη στη Μεγάλη Βρετανία με τον λόρδο της, τον Λέσλυ Μπλάντφορντ, στον οποίο έριχνε και μια δεκαετία στο κεφάλι. Παρέμεινε δε περπατημένη και μετά θάνατον. «Βάλτε με στην κατάψυξη για τέσσερις-πέντε μήνες και κατά τον Απρίλιο ή Μάιο, μετά το Πάσχα θα έλεγα, επιστρέψτε με παρακαλώ στο χώμα που πρωτοπερπάτησα και δεν μου είναι ξένο, πιο ζεστό από το αγγλικό», τέτοια πρωτοβουλία πήρε η ετοιμοθάνατη Γιαννούλα και, πράγματι, η κηδεία της χάλασε κόσμο, μέχρι και μαύρες λιμουζίνες πάτησαν στο νησί για το ύστατο κατευόδιο –γεγονός που θα μπορούσε να βεβαιώσει και ο καλόγερος Λεόντιος στη Μονή της Μεταμορφώσεως, λάτρης του Αγίου της Μοναξιάς που «άγιασε επί Βυζαντίου, τον ένατο ή δέκατο αιώνα». Το απομακρυσμένο μοναστήρι μετατράπηκε ουκ ολίγες φορές σε ερωτική φωλιά για τη Στέλλα και τον Σίμο, τον μονάκριβο της Κλαίρης, η κτητική πρέσα της οποίας τον άφησε άνεργο μηχανικό, να νιώθει μισός άνδρας χωρίς το μεροκάματό του. Για τον Σίμο, βλαστάρι «μιας οικογένειας ριζωμένης στην τρέλα και τον τάφο» που δεν άργησε να κατοχυρώσει και την αποκλειστικώς «δική του πατέντα σχιζοφρένειας», η μοναξιά ήταν η φυσική του κλίση, η θλίψη ήταν το καταφύγιό του, και η Στέλλα, με το σώμα της ν’ ανασταίνεται από την τρυφερότητα των χαδιών και των φιλιών του, έπεσε αμαχητί στην «οδυνηρή, σκοτεινή μα και αθώα γοητεία του». Οι επακόλουθες συνέπειες τραγικές, μοιρασμένες ανάμεσα στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνίου και σ’ έναν ξενιτεμό στη Γερμανία.
Η χαρτογράφηση της ανθρώπινης ερημίας
«Ο άγιος της μοναξιάς» είναι μια ιδιαίτερη στιγμή στη μυθιστορηματική πορεία της συγγραφέως μετά τη «Μικρά Αγγλία» (1995) και το «Κουστούμι στο χώμα» (2000). Η Ιωάννα Καρυστιάνη χαρτογραφεί με τρόπο μοναδικό, και σίγουρα διακριτό στη σύγχρονη πεζογραφία μας, την ανθρώπινη ερημία, περιφέρεται σ’ αυτήν με δέος και αφουγκράζεται τις σιωπές της, κατέχει τούτη τη στέρφα επικράτεια σαν την παλάμη της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ