Είκοσι χρόνια κλείνουν τον ερχόμενο Φεβρουάριο από τον θάνατο της αμερικανίδας συγγραφέως Πατρίτσια Χάισμιθ και το έργο της εξακολουθεί να ηχεί επίκαιρο απασχολώντας –τι άλλο; –τον κινηματογράφο. Μία από τις μεγάλες επιτυχίες του εφετινού καλοκαιριού από τις ταινίες πρώτης προβολής στην Ελλάδα είναι «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» που γυρίστηκε στη χώρα μας από τον Χοσέιν Αμίνι με πρωταγωνιστές τους Βίγκο Μόρτενσεν, Κίρστεν Ντανστ και Οσκαρ Αϊζακ.

Πριν από λίγο καιρό όμως ολοκληρώθηκαν και τα γυρίσματα της «Κάρολ» (πρωτότυπος τίτλος «The price of salt»), η οποία αναμένεται να είναι μία από τις ταινίες που θα συζητηθούν αρκετά την ερχόμενη κινηματογραφική σεζόν.

Σκηνοθετημένη από τον διακεκριμένο αμερικανό σκηνοθέτη Τοντ Χέινς και με πρωταγωνίστριες δύο σπουδαίες ερμηνεύτριες διαφορετικών γενεών, την Αυστραλέζα Κέιτ Μπλάνσετ και την Αμερικανίδα Ρούνεϊ Μάρα, η «Κάρολ» στηρίζεται στην ιστορία που πλάθεται μέσα από μια ιδιαίτερη γυναικεία σχέση, ιστορία που, σε αντίθεση με τα περισσότερα μυθιστορήματα της συγγραφέως, δεν διακρίνεται από δολοφονίες, παραχαράξεις, πλαστοπροσωπίες και άλλα εγκλήματα. Είναι μια ψυχολογική περιπέτεια ενταγμένη στην καθημερινότητα.
Η σχέση των δύο γυναικών είναι βεβαίως ομοφυλοφιλική (η Χάισμιθ άλλωστε ήταν ομοφυλόφιλη) και αναπτύσσεται από τη στιγμή που η νεαρότερη εκ των δύο, η Τερίζ (Μάρα), νιώθει μια ανεξήγητη έλξη προς τη μεγαλύτερη, την Κάρολ (Μπλάνσετ). Το τολμηρό για την εποχή του μυθιστόρημα της Χάισμιθ κυκλοφόρησε το 1952 και μάλιστα η συγγραφέας το εξέδωσε με ψευδώνυμο (Κλερ Μόργκαν). Ακόμη και ο τίτλος με τον οποίο πρωτοεκδόθηκε (στα ελληνικά «Η τιμή του αλατιού») δεν ήταν εκείνος που η Χάισμιθ επιθυμούσε, γι’ αυτό και σε μια μεταγενέστερη έκδοσή του το 1990 το βάφτισε εκ νέου «Carol».
Μπορεί μεν η «Κάρολ» να μην έχει την ίντριγκα και το μυστήριο των περιπετειών του δολοφόνου Τομ Ρίπλεϊ, διασημότερου ήρωα της Χάισμιθ, η ευμετάβλητη φύση της ταυτότητας όμως σε συνδυασμό με τον διχασμό της προσωπικότητας είναι θέματα που και εδώ την απασχολούν, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα βιβλία της.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τη σύντομη αλλά χαρακτηριστική επαφή της Χάισμιθ με τη γυναίκα που την ενέπνευσε για τη συγγραφή της «Κάρολ». Ως γνωστόν, μετά την έκδοση του «Ξένοι στο τρένο» και τη μεταφορά του στο σινεμά από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, η καριέρα της Χάισμιθ είχε κατακόρυφη άνοδο. Ως τότε όμως ήταν άσημη και αναγκασμένη να κάνει διάφορες δουλειές για τα προς το ζην, μία εκ των οποίων ήταν πωλήτρια καταστήματος στο Μανχάταν. Εκεί έτυχε να γνωρίσει μια ξανθιά γυναίκα ντυμένη με γούνα που ψώνισε για την κόρη της. Σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφεί, η Χάισμιθ όταν την είδε αισθάνθηκε έναν παράξενο ηλεκτρισμό, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωινό να φτιάξει ένα προσχέδιο ιστορίας με αφορμή αυτή τη συνάντηση. Το προσχέδιο αργότερα το υλοποίησε σε μυθιστόρημα.
Η σεξουαλικότητα και οι ιδιομορφίες της είναι θέμα που ταιριάζει πάντως στον Τοντ Χέινς. Ο αμερικανός σκηνοθέτης έχει υπογράψει εξαιρετικές ταινίες που φλερτάρουν με αυτή την ιδέα, ανάμεσα στις οποίες το «Safe» με την Τζουλιάν Μουρ, «Ο Παράδεισος είναι μακριά», επίσης με τη Μουρ, και η «ψευδοβιογραφία» του Μπομπ Ντίλαν «I’ m not there», στην οποία μάλιστα ήταν η Κέιτ Μπλάνσετ που υποδύθηκε τον θρυλικό τραγουδιστή σε μία από τις περιόδους της καριέρας του (και προτάθηκε για το Οσκαρ Β’ ρόλου).

HeliosPlus