Το γεγονός που την Πέμπτη 5 Ιουνίου 1955 ελάμβανε χώρα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» του Συντάγματος δεν ήταν κάτι που έβλεπες συχνά στην Ελλάδα. Ο αμερικανός παραγωγός Σάμουελ Ενγκελ έδινε συνέντευξη Τύπου εκπροσωπώντας ένα στούντιο- κολοσσό της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, την 20th Century Fox. Δίπλα στον μεγαλοπαραγωγό καθόταν ο σεναριογράφος Αλεκ Κόπελ. Θέμα της συνέντευξης Τύπου η ανακοίνωση της έναρξης των γυρισμάτων της αμερικανικής παραγωγής «Παιδί επάνω σ’ ένα δελφίνι» όπως είχε αρχικώς γραφεί ο τίτλος της ταινίας που θα γινόταν γνωστή ως «Το παιδί και το δελφίνι» («Boy on a dolphin»).
«Κατά το πρόσφατο παρελθόν» τόνισε στη συνέντευξη Τύπου ο Ενγκελ, «τόσο ο πρόεδρος της εταιρείας κ. Σκούρας όσο και ο πρώην πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Τζον Πιουριφόι αναζητούν το σενάριο μιας ταινίας που θα έκαμνε γνωστή την Ελλάδα στην Αμερική». Ο ίδιος ο Ενγκελ άλλωστε, που εκείνη την εποχή ήταν πρόεδρος της Ενώσεως Κινηματογραφικών Παραγωγών του Χόλιγουντ και αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, είχε εκθειάσει τα προσόντα της Ελλάδας εμμένοντας στην αξιοποίησή της για λογαριασμό της μεγάλης κινηματογραφικής βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ειδικοί της 20th Century Fox έκριναν ότι το μυθιστόρημα του ως τότε ακυκλοφόρητου στην Ελλάδα ομότιτλου μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Ντιβάιν συγκέντρωνε όλα τα σχετικά προσόντα για κάτι τέτοιο. Για τον Ενγκελ η Ελλάδα ήταν μια χώρα «κατά παραγγελία φτιαγμένη για τις μοντέρνες μεθόδους κινηματογράφου».
Η υπόθεση του μυθιστορήματος του Ντιβάιν και της ταινίας που επρόκειτο να το ακολουθήσει είναι μια σύγχρονη ιστορία: μια αρχαιολογική αποστολή ανασύρει από τον βυθό ένα αρχαίο πλοίο. Ωστόσο, το πιο πολύτιμο εύρημα του ναυαγίου, ένα αρχαίο χρυσοχάλκινο άγαλμα ενός παιδιού πάνω σε ένα δελφίνι (το οποίο μάλιστα υποτίθεται ότι έχει μαγικές δυνατότητες), το ανακαλύπτει μια φτωχή υδραία δύτρια σφουγγαριών. Το γεγονός θα προκαλέσει φασαρίες. Ο φίλος της «σφουγγαρούς» θέλει να το πουλήσει σε έναν ύποπτο συλλέκτη αρχαιοτήτων, ενώ η Φαίδρα θέλει να το δώσει στον ανθρωπολόγο που τη φλερτάρει και που με τη σειρά του θα το επιστρέψει στην ελληνική κυβέρνηση.
H Ελλάδα με βλέμμα Ρουμάνου


Το στοίχημα του ρουμανικής καταγωγής, διακεκριμένου στο Χόλιγουντ Γιαν Νεγκουλέσκο, ο οποίος ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ταινίας, ήταν να γυρίσει ένα φιλμ πλημμυρισμένο από Ελλάδα. Αυτή ήταν «η σαφής εντολή» του Σκούρα. Στην πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο σκηνοθέτης των επιτυχιών «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο», «Πιστεύουμε στον έρωτα» και «Σιωπηλή τραγωδία» (για την οποία είχε προταθεί για Οσκαρ) γύρισε τη χώρα από άκρη σ’ άκρη. Ο Νεγκουλέσκο επισκέφτηκε πολλά σημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας αναζητώντας και επισημαίνοντας τοπία κατάλληλα για κινηματογράφηση.
Η παραγωγή ήταν πραγματικά φιλόδοξη για τα μέτρα της εποχής γιατί το «Παιδί επάνω στο δελφίνι» θα ήταν η πρώτη ταινία που θα γυριζόταν σε σύστημα Σινεμασκόπ 55 χιλιοστών και όλη με εξωτερικά γυρίσματα. Νησιά-αρχαιολογικοί χώροι και Αιγαίο Πέλαγος θα ανήκαν στους πρωταγωνιστές του «Δελφινιού». Ο Νεγκουλέσκο από την αρχή ήταν της γνώμης ότι η ταινία θα είχε και υποβρύχια γυρίσματα, γι’ αυτό και πριν από την πρώτη επίσκεψή του είχε μιλήσει διεξοδικά με τον Ζακ Ιβ Κουστό, μετρ των υποβρύχιων ντοκιμαντέρ.
Η Σοφία στη θέση της Τζίνα


Αν και αρχική σκέψη του στούντιο ήταν να δοθούν οι ρόλοι των δύο πρωταγωνιστών στην Τζόαν Κόλινς και στον Ρόμπερτ Βάγκνερ, σύντομα αυτή η σκέψη άλλαξε. Το στούντιο ήθελε να δώσει μεσογειακό χρώμα και στην πρωταγωνίστρια και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον να «κλείσει» τη χυμώδη ιταλίδα σταρ Τζίνα Λολομπρίτζιτα με παρτενέρ τον Κάρι Γκραντ όπως ο ίδιος ο Νεγκουλέσκο είχε δηλώσει. Το μόνο πρόσωπο που είχε κλείσει από την αρχή ήταν ο βρετανός ηθοποιός Κλίφτον Γουέμπ στον ρόλο του μυστηριώδους πλούσιου συλλέκτη αρχαιοτήτων.
Εν τέλει η Σοφία Λόρεν ήταν η ηθοποιός που επελέγη, ένα λαμπρό βήμα στην καριέρα της γιατί το «Παιδί επάνω στο δελφίνι» επρόκειτο να είναι το ντεμπούτο της σε αμερικανική παραγωγή. Ο Γκραντ έκανε πίσω διότι ήθελε να μείνει στο πλάι της συζύγου του, Μπέτσι Ντρέικ, η οποία είχε μόλις γλιτώσει από το ναυάγιο του υπερωκεάνιου «Andrea Doria». Τον αντικατέστησε ο βραχύσωμος Αλαν Λαντ, επίσης μεγάλος σταρ της εποχής, ο οποίος όμως είχε σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ. Θα πρέπει να δώσει κανείς σημασία στο ύψος του Λαντ διότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γυρίσματα. Καθότι κοντύτερος κατά ένα τουλάχιστον κεφάλι της Σοφίας Λόρεν, ο Λαντ ήταν αναγκασμένος να περπατά πάνω σε μια ειδική ράμπα ώστε να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με εκείνη!
Οπως ήταν αναμενόμενο, η άφιξη της Σοφίας Λόρεν στη χώρα μας υπήρξε επεισοδιακή. Την υποδέχθηκε ο Σπύρος Σκούρας μαζί με εκπροσώπους του κινηματογραφικού κόσμου και φυσικά πλήθος θαυμαστών της οι οποίοι «ώρμησαν ευθύς ως η Λόρεν εξήλθε του αεροπλάνου και εδημιούργησαν στενόν κλοιόν πέριξ της καλλιτέχνιδος εν τη προσπαθεία των να την ίδουν από κοντά» όπως αναφέρει δημοσίευμα του «Βήματος» της 12ης Σεπτεμβρίου 1956.
Χρειάστηκε δε η επέμβαση της αστυνομίας προκειμένου να διαλυθεί το πλήθος και να ανοίξει δίοδος για τη φυγή της. Η ίδια παραδέχθηκε αργότερα ότι φοβήθηκε και ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε ζήσει κάτι παρόμοιο με θαυμαστές της. Εξίσου επεισοδιακή βέβαια ήταν και η άφιξη της Λόρεν στην Υδρα.
Γυρίσματα της ταινίας δεν έγιναν μόνον στην Υδρα. Ο φακός του Μίλτον Κράσνερ κατέγραψε σκηνές στον Παρθενώνα ενώ έγιναν επίσης κάποιες γενικές λήψεις στον κόλπο του Σαρωνικού. Αξέχαστη πάντως παραμένει ακόμη και σήμερα η σκηνή στην οποία βλέπουμε τη Λόρεν να τραγουδά μαζί με τον Τώνη Μαρούδα το «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;» μέσα στο ταβερνάκι. Από ελληνικής πλευράς εμφανίζεται επίσης ο Αλέξης Μινωτής στον ρόλο ενός κυβερνητικού εκπροσώπου.
Ο Ζαν Νεγκουλέσκο αργότερα θα έλεγε ότι υπήρξε τυχερός γιατί στην προσωπικότητα της Λόρεν ανακάλυψε ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν αποτελεί παρά το δευτερεύον μέρος των προσόντων της. Οι αρχικοί λόγοι της φήμης και της δόξας της, το σώμα της δηλαδή, αποτελούν σήμερα μια ευχάριστη βέβαια, αλλά και δευτερεύουσα όψη του πλούσιου ταλέντου της. Η Σοφία Λόρεν είναι, όπως λένε και στο Χόλιγουντ, μια «φυσική» (natural) ηθοποιός, πραγματικά ανίκανη να κάνει μια λανθασμένη δραματική κίνηση.
Η μεγάλη ευκαιρία


«Παρουσιάζεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκμεταλλευθούμε το σπουδαίο αυτό γεγονός που για πρώτη φορά συμβαίνει στην Ελλάδα, για καλλιτεχνικούς και τουριστικούς σκοπούς» ανέφερε σε ρεπορτάζ του ο «Ταχυδρόμος» στις 20 Οκτωβρίου 1956. Επεσήμανε όμως ότι εκείνο που προέχει «ήταν η δημιουργία μιας σοβαρής Ελληνικής Κινηματογραφίας, ικανής να καλύψει ως ένα σημείο τον τομέα της τεχνικής του κινηματογράφου, αλλά και να επανδρώσει, με το απαραίτητο προσωπικό, οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια στον τόπο μας. Μια ελληνική κινηματογραφία που να την υπολογίζουν οι ξένοι.

Το όφελος; Από μια τέτοια προετοιμασία θα είναι μεγάλο και η συμμετοχή, όχι μόνο του ελληνικού τοπίου αλλά και των ελλήνων ηθοποιών, τεχνικών και ειδικών για το γύρισμα ταινιών, θα θέσει τις βάσεις μιας στενωτέρας συνεργασίας με τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εταιρείες του εξωτερικού».
Και το ειρωνικό φινάλε του ρεπορτάζ: «Ας ανασκουμπωθούμε και ας δουλέψουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Η εργασία είναι σοβαρή, αποδοτική και προ παντός, προς το συμφέρον της χώρας μας».
Το 1959 σε τρισέλιδο άρθρο του ο αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Χάουζερ έδωσε μια εικόνα των «χρυσών ελληνικών νησιών του Αιγαίου» καλώντας ταυτόχρονα τους συμπατριώτες του να τα γνωρίσουν από κοντά. «Θα βρείτε αρκετά πρωτόγονα νησιά, άλλα ακατοίκητα, γρανιτένια, μερικά βραχώδη, και θα νιώσετε εντός σας να σας καλούν, καθώς θα πλέετε μακριά τους» γράφει χαρακτηριστικά ο Χάουζερ μιλώντας για τις εμπειρίες του στη Μύκονο, στη Δήλο, στην Τήνο, στην Πάρο, στη Σαντορίνη, στη Μήλο και αλλού. «Οπως θα σας καλεί παντοτινά η Υδρα, με το λιμάνι της εκείνο που μοιάζει σαν μια λησμονημένη σκηνοθεσία… Ηδη την έχετε γνωρίσει από τις κινηματογραφικές βουτιές της Σοφία Λόρεν στους ενάλιους βυθούς της αναζητώντας «το παιδί με το δελφίνι«».

Το νησί του κινηματογράφου

«Το τραγούδι του χωρισμού» (1939)

του Φιλοποίμενος Φίνου
Η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο Φίνος (και η πρώτη ομιλούσα ελληνική παραγωγή) έχει γυρίσματα στην Υδρα, όπου μια πλούσια Αθηναία (Λήδα Μιράντα) γνωρίζει έναν φτωχό ψαρά (Λάμπρος Κωνσταντάρας) και τον μετατρέπει σε τραγουδιστή.

«Μαρίνα» (1947)
του Αλέκου Σακελλάριου
Η Στέλλα Γκρέκα υποδύεται την Υδραία που αποφασίζει να ζήσει τη μεγάλη ζωή στην Αθήνα, όπου μπλέκει σε φασαρίες.
«Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956)
του Μιχάλη Κακογιάννη
Η Ελλη Λαμπέτη υποδύεται την ηρωίδα του τίτλου σε αυτό το ατμοσφαιρικό ερωτικό δράμα με την τραγική κατάληξη. Δίπλα της ο Δημήτρης Χορν και ο Νότης Περγιάλης.

«Φαίδρα» (1962)
του Ζυλ Ντασσέν
Η Μελίνα Μερκούρη, ο Ραφ Βαλόνε και ο Αντονι Πέρκινς σε μια εκσυγχρονισμένη διασκευή της τραγωδίας του Ευριπίδη.

«Ραντεβού στην Υδρα» («Island of love», 1963)
του Μόρτον Ντα Κόστα
Ενας δαιμόνιος τυχοδιώκτης (Ρόμπερτ Πρέστον) αποφασίζει να μετατρέψει την Υδρα σε πόλο τουρισμού.

«Γοργόνες και μάγκες» (1967)
του Γιάννη Δαλιανίδη
Ο ήλιος της Υδρας δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από μιούζικαλ του Δαλιανίδη, με φόντο ως επί το πλείστον τα Καμίνια.

«Συντρίμμια ψυχής» («Fugitive pieces», 2007)
του Ζερεμί Ποντεσουά
Η Υδρα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα είναι ο πρώτος σταθμός ενός μικρού Πολωνού προτού καταλήξει στον Καναδά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ