Επίδαυρος, 18 Ιουλίου

Ενθερμο και μακράς διαρκείας το χειροκρότημα μετά από μια παράσταση που χωρίς ποτέ να απογειώνεται είχε την δυνατότητα να σου προκαλέσει ποικιλία συναισθημάτων και να σε αφήσει σε σκέψεις. Μοντέρνος, μίνιμαλ, ευφάνταστος και επίκαιρος ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή έτσι όπως τον φαντάστηκε ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου στη συμπαραγωγή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Πάτρας της εταιρίας αρτIVITIES και του φεστιβάλ Αθηνών, καταχειροκροτήθηκε την Παρασκευή 18 Ιουλίου στην Επίδαυρο_ παρότι το χειροκρότημα άρχισε πριν το έργο τελειώσει με τον μονόλογο του κεντρικού ήρωα.
Η παράσταση συγκέντρωσε κάτι παραπάνω από 5.000 θεατές σε μια νύχτα που εν τέλει αποδείχθηκε γλυκιά και δροσερή παρότι προς το απόγευμα ο καιρός μπορούσε να ξεγελάσει (σε αρκετές περιοχές είχε βρέξει). Αρκετοί θεατές είχαν έρθει στο θέατρο με την ομπρέλα τους. Μετρήσαμε παραπάνω από 30 πούλμαν, ενώ ανάμεσα στα γκρουπ υπήρχαν Αμερικανοί, Γάλλοι και Ιάπωνες θεατές που όταν η παράσταση τελείωσε την συζητούσαν, όπως άλλωστε και οι Ελληνες, αν και όχι όλοι με θετικά σχόλια. Ενας πατέρας με τον γιο του διαφωνούσαν για το παίξιμο των ηθοποιών _ο πατέρας κάθετος εναντίον, ο γιος υπέρ.
10ος χρόνος Τρωικού Πολέμου. Ξεχασμένος, «βαθιά μέσα στην σιωπή τη μοναξιάς» ο Φιλοκτήτης (Μιχαήλ Μαρμαρινός) ζει στη Λήμνο, απέναντι από την Τροία, με μόνη του συντροφιά ένα σμπαραλιασμένο πόδι _ξένο σώμα πάνω του πλέον_ και το πολύτιμο τόξο που του είχε χαρίσει κάποτε ο Ηρακλής. Σέρνεται στο έδαφος και βογκά από το παράπονο και την απελπισία. Εκεί θα τον βρουν ο Νεοπτόλεμος (Αιμίλιος Χειλάκης), γιος του Αχιλλέα και αγότερα ο Οδυσσέας (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ο μισητός εχθρός του Φιλοκτήτη. Στόχος του Οδυσσέα είναι μέσω του Νεοπτολέμου να πάρουν το τόξο του Φιλοκτήτη, καθώς ο χρησμός λέει ότι με αυτό θα καταληφθεί η πόλη του Ιλίου. Αποστολή του Νεοπτολέμου να ξεγελάσει τον αγαπητό του Φιλοκτήτη βρίζοντας τον Οδυσσέα αφού μόνον έτσι το τόξο θα φύγει από τα χέρια του. «Λόγια εχθρού στο μυαλό φίλου…» Η προδοσία της φιλίας βρίσκεται βαθιά μέσα στην ψυχή του έργου.
Η δράση εκτυλισσόταν μέσα σε έναν τεράστιο κύκλο, κάτι σαν μια στρογγυλή αρένα, η περιφραγμένη περιφέρεια της οποίας ,ένας τεράστιος, στρογγυλός πάγκος, συχνά αποκτούσε ένα μεθυστικό μπλε χρώμα. Χρώμα άλλαζε και το δάπεδο, μια λευκό, μια μαύρο, χάρη στον επιμελή σχεδιασμό φωτισμών του Νίκου Βλασόπουλου. Ο επταμελής χορός αποτελούμενος από άνδρες (στο έργο άλλωστε δεν εμφανίζεται καμία γυναίκα) κουβαλούσε τα «κινούμενα» ξύλινα και σιδερένια σκηνικά στήνοντας κατά καιρούς μικρές σκάλες και γέφυρες ή άλλες κατασκευές που εξυπηρετούσαν την δραματουργία. Τα κοστούμια του Κένι Μακ Λέλαν σύγχρονα (σακάκια, πουκάμισα, λινά παντελόνια), η ατμοσφαιρική μουσική των Lost Bodies άλλοτε έβγαζε ηλεκτρονικούς ήχους και άλλοτε έφερνε στο νου νότες του Μάνου Χατζιδάκι. Συχνά ο χορός έμενε ακίνητος με τα μέλη διάσπαρτα σε διαφορετικά σημεία, σαν κέρινα ομοιώματα, σαν τις φιγούρες των ηθοποιών στο «Πέρσι στο Μαρίενμπεντ» του Αλέν Ρενέ.
Όλα αυτά τα στοιχεία «έδεναν» με ισορροπία μεταξύ τους αλλά και στην μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, ο οποίος δεν δίστασε να προσθέσει αγγλικά, γαλλικά και άλλες γλώσσες στον χορό. Μόνη φάλτσα νότα σε ένα σύνολο που σε διατηρούσε απ’ οίκω, η φωνή του Μιχαήλ Μαρμαρινού που τονίζοντας (όπως το συνηθίζει) υπερβολικά τα σύμφωνα έδινε την εντύπωση ότι τσιρίζει αντί να μιλάει.
Ανάμεσα στους θεατές της παράστασης ήταν αρκετοί καλλιτέχνες, κυρίως ηθοποιοί (Μυρτώ Αλικάκη, Αθηνά Μαξίμου, Μιρέλλα Παπαποικονόμου, Γωγώ Μπρέμπου, Τάνια Τρύπη κ.α.), ο σκηνογράφος Διονύσης Φωτόπουλος, ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος και ο συγγραφέας Γιώργος Βέλτσος.