Η βασική αφορμή δημιουργίας ενός -σπουδαίου- καλλιτεχνικού έργου είναι ο πόνος. Απ’ όπου κι αν προέρχεται. Σωματικός, ψυχ(ολογ)ικός, κοινωνικός, πολιτικός -αλλά κυρίως ερωτικός. Ο Κέβιν Μπαρνς, κιθαρίστας και τραγουδιστής των Of Montreal (που, αντιθέτως με ό,τι πρεσβεύει το όνομα τους, δεν είναι από τον Καναδά, αλλά από την Αθήνα της αμερικανικής πολιτείας της Τζόρτζια), βίωσε τον πόνο αυτό πριν οκτώ χρόνια, όταν χώρισε με την γυναίκα της ζωής του.

Αμέσως μετά έσπευσε να συνθέσει ένα τραγούδι που έμελλε όχι μόνο να αποτελέσει το magnum opus του συγκροτήματος του, αλλά και το, κατά πολλούς, Σημαντικότερο Τραγούδι της Εναλλακτικής Σκηνής των ’00s: το ενδεκάλεπτο «The past is a grotesque animal» (Το παρελθόν είναι ένα αποτρόπαιο ζώο) θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός οποιουδήποτε βιβλίου του Φίλιπ Ροθ. Είναι όμως αποκύημα της δημιουργικής φαντασίας ενός άντρα που (θεωρεί πως) έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του μέχρι εκείνη τη στιγμή: τη σύντροφό του.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, με στίχους που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο «Η Ιστορία του Ματιού» του Ζορζ Μπατάιγ και το θεατρικό «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Εντουαρντ Αλμπι, είναι λογικό να κυνηγάει σαν Ερινύα τον εμπνευστή του μέχρι σήμερα. Τον καταδιώκει σε σημείο που δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό, όχι μόνο στο μυαλό του, αλλά και κάθε φορά που η μπάντα του παίζει «ζωντανά».
Όπως λόγου χάρη την περασμένη Τρίτη (15 Ιουλίου) το βράδυ, στο κέντρο της Αθήνας, στον πολυχώρο SIX D.O.G.S., ο οποίος γνώρισε μια από τις ενδοξότερες βραδιές της βραχύβιας λειτουργίας του. Η νύχτα ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς: στη σκηνή βγήκαν οι «δικοί» μας, οι εξαιρετικοί My Wet Calvin, η αλά-Flaming Lips θεατρικότητα των οποίων μας είχε λείψει τον τελευταίο καιρό. Βέβαια αυτή τη φορά ο Άρης κι η παρέα του δεν βγήκαν στη σκηνή, ως είθισται, ντυμένοι… κουνέλια, αλλά σαν θαλάσσιες μέδουσες, με λευκά καπέλα που φωσφόριζαν και μακριές ρόμπες εν είδη πλοκαμιών.
Η συνέχεια, ωστόσο, ανήκε δικαιωματικά στον Μπαρνς -ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στο alter ego του, τον Τζορτζ Φρουτ, ένα ανδρόγυνο πλάσμα που θα ήθελε πολύ να είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Ziggy Stardust. Ο Φρουτ εκτελεί στην σκηνή όλες τις φαντασιώσεις του Μπαρνς: ντύνεται με γυναικεία ρούχα, είναι φιλάρεσκος και ηδυπαθής και συχνά πυκνά χρησιμοποιεί ως μέσο επικοινωνίας του την πρόκληση (για την πρόκληση). Πάντως, βαρετό δεν τον λες. Χορταίνει το μάτι σου από ακκισμούς αλά-Όσκαρ Ουάιλντ και κυρίως μουσική με technicolor χρώματα.
Ο ήχος τους είναι μεν «εναλλακτικός», αλλά είναι και άκρως φιλικός στο αυτί: μέχρι και ντίσκο-ροκ τον έχουν χαρακτηρίσει. Και τι δεν ακούσαμε σε αυτή τη συναυλία: μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της τεράστιας (12 άλμπουμ έχουν κυκλοφορήσει) δισκογραφίας τους, όπως τα «Bunny Ain’t No Kind of Rider», «Plastis Wafers», «Coquet Coquette», «St. Exquisite’s Confessions», «Oslo in the Summertime», «The Party’s Crashing Us» και «Heimdalsgate Like a Promethean Curse». Κι ασφαλώς, κατόπιν παλλαϊκής απαίτησης, το «The past is a grotesque animal», όπου είδαμε τριαντάρηδες, κοτζάμ… άντρες, να επιδίδονται σε συναυλιακά ήθη κι έθιμα άλλων ηλικιών.
Όλοι ένα κουβάρι, στη μέση της σκηνής, σαν να ήταν ξανά είκοσι χρόνων και έβλεπαν το αγαπημένο τους metal συγκρότημα. Σαν ολογράμματα μιας παρελθούσας νιότης. Ο ιδρώτας των περίπου διακοσίων θεατών ακόμη να εξατμιστεί από το ξύλινο πάτωμα του SIX D.O.G.S.
Και, σημειωτέον, όλα αυτά συνέβησαν σε μια χαλεπή, για το συναυλιακό τοπίο, εποχή για τη χώρα μας, όπου οι περισσότερες εταιρείες διοργάνωσης εκδηλώσεων (τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται…) ποντάρουν σε «ασφαλείς» μουσικές λύσεις, κυρίως από την εγχώρια μουσική σκηνή.
Κι όμως, κάποιοι άλλοι διοργανωτές αποφασίζουν να τολμήσουν και να καλέσουν στην Ελλάδα ένα σχετικά άγνωστο συγκρότημα, με κίνδυνο το στοίχημά τους να καταλήξει στον… κουβά. Κι όμως, όπως φάνηκε κι από το γεγονός πως προστέθηκε και μια δεύτερη ημέρα εμφάνισης των Of Montreal στον ίδιο χώρο, σημαίνει πως το στοίχημα κερδήθηκε. Κι αυτό αποτελεί ένα μήνυμα προς πολλούς, διαφορετικούς αποδέκτες.