«Δεν ξέρω να τα δουλεύω αυτά τα πράγματα» μονολογεί ο Τόμι Λι Τζόουνς ενώ σπρώχνει τα διορθωτικά γυαλιά του προς την κορυφή της μύτης του. Σουφρώνει τα χείλη και κουνά παραιτημένος το κεφάλι του ενώ κοιτάζει το iPhone του. Βρισκόμαστε σε πολυτελή σουίτα μεγάλου ξενοδοχείου της πόλης των Καννών, στο φεστιβάλ της οποίας ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός παρουσιάζει την τελευταία ταινία του «Μέχρι το τέλος». Κάποιος τον ρωτά αν κοιτάζει τις βαθμολογίες των κριτικών για τις ταινίες που παίζονται εντός διαγωνισμού στο Φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του. «Ναι, κι ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τίποτε!» λέει ο Τζόουνς. Εξακολουθεί να κοιτάζει επίμονα την οθόνη χωρίς να κάνει κάτι και η όλη σκηνή έχει κάτι το κωμικό και σίγουρα πολύ παράξενο. Ξαφνικά ο Τζόουνς σηκώνει το κεφάλι και μας κοιτάζει σαν απορημένος. Κάτι μουρμουρίζει. Σιγά-σιγά καθόμαστε. «Δεν έχουμε αρκετές καρέκλες, να πούμε στην κοπέλα να φέρει» λέει, παρότι υπάρχουν καρέκλες για όλους. Ο Τζόουνς ζητεί να μάθει τα ονόματα και τις χώρες μας. Σε κάθε όνομα λέει ένα «OK» ή ένα «All right».
Ο ευφυής του Χόλιγουντ


Είναι αξιοπαρατήρητο που όταν ο Τόμι Λι Τζόουνς μιλάει κομπιάζει, σαν να διστάζει να πει ολόκληρη τη φράση. ‘Η σαν να ντρέπεται ίσως; Συχνά μακρηγορεί, με αποτέλεσμα στο τέλος να έχει ξεχάσει την αρχική ερώτηση. Δείχνει πολύ απλός άνθρωπος. Δεν έχει –ή, αν θέλετε, δεν δείχνει ότι έχει –την έπαρση του αποφοίτου του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (συγκάτοικος με τον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Αλ Γκορ, με τον οποίο διατηρεί φιλικές σχέσεις), του ανθρώπου με το εξαιρετικά υψηλό ΙQ που τον κατατάσσει στους ευφυέστερους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ. Αλλά και στους πιο πλούσιους. Διαθέτει παραπάνω από 3.000 στρέμματα στην Πολιτεία όπου γεννήθηκε, το Τέξας. Και όμως για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα της ζωής του, όταν ήταν νέος, πριν από το ντεμπούτο του στο «Love story», δούλεψε εργάτης σε πετρελαιοπηγές.
Τελειομανής και συγκεντρωτικός


Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, όχι πάντα εύκολα. Υπήρξε μια εποχή την περίοδο της δεκαετίας του 1980 που ο Τόμι Λι Τζόουνς ανήκε στα «δεύτερα» του Χόλιγουντ, αναγκασμένος να παίζει σε φτηνές περιπέτειες που σύντομα ξεχνιούνταν. Ωστόσο από τη χρονιά που κέρδισε την πρώτη υποψηφιότητά του για Οσκαρ Β’ ρόλου έχοντας υποδυθεί έναν ομοφυλόφιλο παρακρατικό στο «JFK» του Ολιβερ Στόουν και κυρίως από το 1993, χρονιά που κέρδισε το Οσκαρ για τον ρόλο του διώκτη του Χάρισον Φορντ στον «Φυγάδα», ο κόσμος άρχισε να ανακαλύπτει σιγά-σιγά και πάλι τον Τόμι Λι Τζόουνς. Aλλά η ακόμη μεγαλύτερη αποκάλυψη θα ερχόταν μία δεκαετία αργότερα, όταν με τις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» ο ηθοποιός θα έβγαζε στην οθόνη μια αληθινά ποιητική πλευρά του, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης.
Περιγράφοντας πώς αποφάσισε να γυρίσει το «Μέχρι το τέλος» η εξιστόρηση του Τόμι Λι Τζόουνς δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλή. Κάποιος του έστειλε το βιβλίο του Γκλέντον Σουάρθαουτ ζητώντας του να σκεφθεί την πιθανότητα μιας ταινίας. Εκείνος το διάβασε και μία ημέρα αργότερα ζήτησε αμέσως να αγοραστούν τα δικαιώματα για να γραφεί το σενάριο που χρειάστηκε περίπου έναν χρόνο για να ολοκληρωθεί. Εν συνεχεία μπήκε στη μέση ο γάλλος παραγωγός Λικ Μπεσόν που χρηματοδότησε τα 2/3 της ταινίας.
Μιλώντας για σινεμά ο Τζόουνς ακούγεται πολύ δημοκρατικός άνθρωπος αλλά την ίδια ώρα αντιλαμβάνεσαι το πόσο σκληρός στη δουλειά του μπορεί να γίνει. Οταν κάποιος εκθείασε τη διεύθυνση φωτογραφίας του Ροντρίγκο Πιέτρο στο «Μέχρι το τέλος», ο Τζόουνς είπε ότι δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο σε αυτή την ταινία που να μην το είχε σχεδιάσει από πριν ο ίδιος ή να μην το έλεγξε όταν γύριζαν. Η τελειοθηρία και ο συγκεντρωτισμός του φαίνονται από την εξής πρόταση: «Ελέγχω 100% τα πάντα και αν υπάρχει ένα στοιχείο που δεν μπορώ να ελέγξω θα ελέγξω το άτομο που θα το ελέγξει».
Την ίδια ώρα αντιφάσκει μνημονεύοντας τον φίλο του, τον αμερικανό συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ, που του έλεγε ότι «οι καλοί καλλιτέχνες κλέβουν από τους άλλους ή αντιγράφουν τους άλλους». Ο ίδιος ο Τζόουνς προσθέτει: «Εγώ κλέβω από όποιον θεωρώ ότι αξίζει να κλέψεις», χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιον ακριβώς αντέγραψε ή από τι ακριβώς έκλεψε και πού το χρησιμοποίησε. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο που ο 68χρονος καλλιτέχνης λέει πολύ συχνά ότι προτιμά να αφήνει την ταινία να μιλήσει από μόνη της.
«Είμαστε σύστημα από μόνοι μας»


«Ξοδεύουμε όλη μας τη ζωή στην αναζήτηση πρωτοτυπίας» απάντησε ο Τζόουνς στο τι του άρεσε στην ιστορία. «Αν μπορούσαμε να βγάλουμε μέσα από την ιστορία του βιβλίου μια ταινία, θα είχαμε βγάλει μια ταινία που δεν θα είχε εμφανιστεί ποτέ στο παρελθόν. Και αυτό είναι πολύ γοητευτικό. Η ταινία είναι για τις γυναίκες και τις συνέπειες της εκμετάλλευσης που υφίστανται. Με ενδιέφερε να εστιάσω στη δυσκολία να περάσει ένα μοντέλο ευρωπαϊκής αγροκουλτούρας στη Βόρεια Αμερική του 19ου αιώνα».
Ο Τόμι Λι Τζόουνς δεν είναι εύκολος στις συνεντεύξεις, κάτι που θυμάμαι από τη φορά που τον είχα συναντήσει στο Λος Αντζελες για τους «Αντρες με τα μαύρα». Με το τσιγκέλι μπορείς να του βγάζεις δυο κουβέντες. Για τη δημιουργία του «Μέχρι το τέλος» είπε ότι έγινε μεθοδική έρευνα μέσα από βιβλία και κυρίως σωσμένες φωτογραφίες. «Κοιτάξαμε το παρελθόν με όποιον τρόπο μπορέσαμε» είπε, προσθέτοντας ότι δεν συμφωνεί με όρους όπως «είδος» ή «γουέστερν». Οταν κάποιος τον ρώτησε αν θεωρούσε ρίσκο που καταπιάστηκε με ένα είδος εκτός συστήματος όπως το γουέστερν που «έχει πεθαίνει», ο Τζόουνς δεν έκρυψε την ενόχλησή του. «Eμείς δεν σκεφτόμαστε συστήματα. Είμαστε ένα σύστημα από μόνοι μας. Και έτσι μας αρέσει».

Ενα γουέστερν για τις γυναίκες
Οσο λιτό και απέριττο δείχνει το «Μέχρι το τέλος» τόσο σύνθετο και πολύπλευρο είναι –χωρίς ωστόσο να φθάνει σε αξία την προηγούμενη κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο Τόμι Λι Τζόουνς, «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» (η οποία και του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών του 2005). Ενα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι τοποθετημένο σε κάποιο χωριό της Νεμπράσκα του 19ου αιώνα από όπου θα αρχίσει το ταξίδι προς την Αϊοβα μιας φαινομενικά δυναμικής γυναίκας (Χίλαρι Σουόνκ) αποφασισμένης να παραδώσει σε ένα ίδρυμα τρεις γυναίκες του χωριού με κλονισμένη την ψυχική υγεία τους. Η Μαίρη Μπι κατασκευάζει μια ειδική άμαξα και μισθώνει ως οδηγό της έναν απόκληρο της κοινωνίας (ο ίδιος ο Τζόουνς), του οποίου τη ζωή η ίδια έχει σώσει. «Είναι ένας καλός, γενναιόδωρος άνθρωπος που πιστεύει ότι μπορεί να σώσει αυτές τις γυναίκες που ταλαιπωρούνται, είναι διατεθειμένη να κουβαλήσει τα προβλήματα του κόσμου στους ώμους της, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορεί και ενώ η ίδια έχει τεράστια δικά της προβλήματα να αντιμετωπίσει» λέει ο Τζόουνς. «Με ενδιέφερε μια ταινία εποχής που θα πραγματευόταν τα προβλήματα των γυναικών οι οποίες έπεφταν πάντοτε θύματα εκμετάλλευσης. Δεν ξέρω αν αυτή η ιστορία αντανακλά το παρόν, δεν ήταν πάντως πρόθεσή μου. Πιστεύω ωστόσο ότι αν θέλεις πραγματικά να καταλάβεις ποιο είναι το πρόβλημα σήμερα, θα πρέπει να ερευνήσεις και να μελετήσεις τι στραβό γινόταν χθες».

πότε & πού:
Η ταινία «Μέχρι το τέλος» διανέμεται από τις εταιρείες Weird Wave και Odeon. Παίζεται στις αίθουσες: ΒΟΞ, ΑΡΚΑΔΙΑ, ΑΘΗΝΑ, ΜΑΪΑΜΙ (ΜΑΤΙ), ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ 4

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ