Ολα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους το βράδυ του Σαββάτου 12 Ιουλίου στην Επίδαυρο. Το πολυάριθμο κοινό που γέμισε το θέατρο, το εντυπωσιακό σκηνικό, μία γιγάντια ανθρώπινη φιγούρα ξαπλωμένη στο έδαφος να μαρτυρά το λαβωμένο, καθηλωμένο σώμα ενός Τιτάνα, τα κοστούμια στα σώματα των ηθοποιών, που παρέπεμπαν σε στολές ενός αυστηρού σχολείου άλλων εποχών, ή άλλων χωρών.

Ο θίασος της παράστασης «Προμηθέας Δεσμώτης» με επικεφαλής τον σκηνοθέτη Εκτορα Λυγίζο και τη Στεφανία Γουλιώτη που μοιράστηκαν τον όμωνυμο ρόλο, μπήκε παραταγμένος, θυμίζοντας καλούς μαθητές που φόρεσαν τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους και ήρθαν να πουν ένα μάθημα που μελέτησαν πολύ καλά και το κατέχουν. Και ως έναν βαθμό κατάφεραν να μας πείσουν. Σχηματίστηκαν όμως και αρκετά ερωτηματικά.

Το πρώτο εικοσάλεπτο κύλησε σα νερό καθαρής πηγής. Εντυπωσιαζόσουν από τους καλοδουλεμένους ηθοποιούς, οι οποίοι, χωρισμένοι σε τέσσερα αχώριστα ζευγάρια, ακολουθούσαν τη φορά των δεικτών του ρολογιού και κάθε τόσο στέκονταν αντικρυστά και εξιστορούσαν τα πάθη ενός διαφορετικού Χριστού, του Προμηθέα, ο οποίος θυσιάστηκε για να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση στους θνητούς.

Το θέατρο λόγου, κάτι στο οποίο επιδίδεται με επιτυχία ο Εκτορας Λυγίζος είχε κι εδώ, στον ανοιχτό, ορθάνοιχτο χώρο της Επιδαύρου, την τιμητική του. Από ένα σημείο και μετά όμως, η παράσταση άρχισε να κουράζει.

Αυτός ο εξαντλητικός τονισμός κάθε, μα κάθε λέξης του κορυφαίου κειμένου του Αισχύλου, από εύρημα μετατράπηκε σταδιακά σε παγίδα. Και αυτό το μοίρασμα των ρόλων, ότι ο κάθε ήρωας είχε και το πιστό του αντίγραφο σε κάθε σκηνή, μάλλον διαίρεσε το τελικό αποτέλεσμα αντί να το πολλπασιάσει. Αν είχε κρατηθεί μόνο για το πρωταγωνιστικό «ζευγάρι» Λυγίζος-Γουλιώτη ίσως να είχε ένα παραπάνω εκτόπισμα, έναν πιο δυνατό συμβολισμό. Οσο περνούσε η ώρα όμως, το κοινό ένιωθε ότι παρακολουθεί μια παράσταση-εσωτερική υπόθεση, αρκετά εσωστρεφή, καμωμένη για να εντυπωσιάσει σε μικρότερη κλίμακα, σε ένα κλειστό θέατρο, όχι όμως για να αφήσει ένα γερό αποτύπωμα στην Επίδαυρο.

Απολαυστική στιγμή της παράστασης, η πιο σαφής και η πιο αβανταδόρικη, ήταν όταν η «Ιώ» (Γαλήνη Χατζηπασχάλη-Δήμητρα Βλαγκοπούλου) άρχισε να εξιστορεί τις συμφορές που τη βρήκαν από τότε που έπεσε στον έρωτα του Δία, αλλά και να τρέμει για όσα ακόμη πρόκειται να τη βρουν. Η συγκεκριμένη σκηνή ήταν τόσο δυνατή όμως, που έμελλε να επισκιάσει τα δεινά του ίδιου του Προμηθέα. Από αυτό το κλειστό κύκλωμα, αισθητή ήταν και η απουσία της μουσικής-χρειαζόσουν μια ρυθμική, κυματιστή ανάπαυλα να πάει κόντρα στη γραμμικότητα του λόγου.

Οι συζητήσεις που προκάλεσε η συγκεκριμένη παράσταση ήταν πολλές και αυτό είναι πάντα καλό. Οπως το ότι ο Εκτορας Λυγίζος επέλεξε να αναμετρηθεί με ένα από τα δυσκολότερα και πιο απαιτητικά κείμενα του αρχαίου δράματος. Και ότι αυτό το ζευγάρωμα του κάθε ρόλου, συμβόλιζε ότι «δύο μαζί κάνουν το ένα, το ολόκληρο».

Και ότι τα κοστούμια-σχολικές στολές έδειχναν τις τρυφερές προθέσεις των συντελεστών, οι οποίοι αντιμετώπισαν όλο αυτό το εγχείρημα όχι σαν κάποιοι που τα ξέρουν όλα, σαν σοφοί δάσκαλοι, αλλά σαν ενθουσιώδεις μαθητές που ήρθαν για να μας πουν τι έχουν καταλάβει απ’ την παράδοση, να δώσουν τις δικές τους προφορικές εξετάσεις. Σίγουρα ήρθαν διαβασμένοι.