Τα «Οστά της ηχούς» («Echos’s Bones», εκδ. Grove Press, 16 ευρώ) είναι ένας λεπτός τόμος 121 σελίδων που τυλίγει μια ακόμη πιο λεπτή ιστορία 49 σελίδων. Οι υπόλοιπες 72 εξιστορούν τα καθέκαστα του πώς το μικρό αυτό διήγημα του Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) έμεινε εκτός της πρώτης του συλλογής που κυκλοφόρησε το μακρινό 1933.
81 χρόνια μετά την απόρριψή του από τον Τσαρλς Πρέντις, τότε εκδότη του μεγάλου ιρλανδού πρωτοπόρου του μεταμοντέρνου ύφους, αποτελεί ουσιαστικά δωράκι στους φανατικούς αναγνώστες του νομπελίστα λογοτέχνη ή ταπεινή παραδειγματική ιστορία εκδοτικού παρασκηνίου. Πρόκειται, όπως μαθαίνουμε, για κείμενο που ζήτησε ο ίδιος ο εκδοτικός οίκος, ενώ ο Μπέκετ είχε παραδώσει το σώμα του έργου του, προκειμένου να ολοκληρωθεί δυναμικά η συλλογή. Ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα ήταν «ένας εφιάλτης», όπως έγραφε εκ των υστέρων ο εκδότης στον συγγραφέα. Στα «ελάσσονα έργα» του Μπέκετ το κατατάσσει και ο Ντουάιτ Γκάρνερ των «New York Times» σήμερα: παρά τα χαρακτηριστικά μπεκετικά προτερήματά του (πληθώρα αναφορών, υπερρεαλιστικό σκηνικό, στοχασμός γύρω από το σεξ και τον θάνατο), το τελικό άθροισμα κάθε άλλο παρά υπερβαίνει το σύνολο των μελών που το απαρτίζουν.

Εκδίδοντας τα ανέκδοτα
Δύο ευρύτερα ζητήματα μπορεί να θέσει κανείς στον απόηχο της είδησης. Το ένα είναι η σημασία του βαθμού εκδοτικής επεξεργασίας στο τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς ενός συγγραφέα: εδώ η αρχική επιλογή καθόρισε τη μορφή της συλλογής του Μπέκετ, έστω και με την επιστροφή στον αρχικό σχεδιασμό. Για μια ακραία περίπτωση, το περιοδικό «Newsweek» πρόσφατα θυμήθηκε τον Γκόρντον Λις, τον επιμελητή που ανέδειξε στο έπακρο τη μυθοπλασία του πρόωρα χαμένου Ρέιμοντ Κάρβερ στη δεκαετία του ’80 –με εκτεταμένες παρεμβάσεις όμως στο έργο του, όπως αποδείχθηκε αργότερα, για το ωφέλιμο ή το ζημιογόνο των οποίων ο λογοτεχνικός κόσμος παραμένει διχασμένος ως σήμερα. Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το κατά πόσο όλα όσα κρύβονται στα ερμάρια του λογοτέχνη οφείλουν να βλέπουν το φως της ημέρας. Χωρίς αμφιβολία, οι εμπλουτισμένες εκδοχές κειμένων που εμφανίζονται κατά κανόνα μετά θάνατον δίνουν στο αναγνωστικό κοινό κάτι «νέο», αλλά και την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουν τη διαδικασία της γραφής, την «κουζίνα του συγγραφέα». Από την άλλη πλευρά, παραμένει το ερώτημα αν αυτό συμβαδίζει πάντοτε με τις επιθυμίες του δημιουργού. Ειδικά όταν, όπως στο διήγημα του Μπέκετ, εκείνος είχε εν ζωή τη δυνατότητα να το συμπεριλάβει στο corpus του στις επανεκδόσεις που ακολούθησαν, προτίμησε όμως να το κρατήσει ανέκδοτο.

Ο «ορθόδοξος» Μπέκετ
Ο κανόνας, εν τέλει, είναι ότι σπάνια ο «κανόνας» ενός λογοτέχνη αλλάζει από παρόμοιες προσθήκες. Ωστόσο, ο Ντουάιτ Γκάρνερ επιμένει ότι στην περίπτωση των «Οστών της ηχούς» η έκδοση αξίζει τον κόπο γιατί υπενθυμίζει ότι ο πραγματικός Σάμιουελ Μπέκετ δεν είναι ο γκουρού που ανακάλυψαν πρόσφατα οι νέοι δισεκατομμυριούχοι της Σίλικον Βάλεϊ σε λακωνικά τσιτάτα όπως «να προσπαθήσεις ξανά, να αποτύχεις ξανά, να αποτύχεις καλύτερα». Είναι ο αβανγκάρντ συγγραφέας που πραγματεύθηκε τις τύχες του ανθρώπινου σε ολόκληρα θεατρικά έργα όπως το «Περιμένοντας τον Γκοντό» με απαισιοδοξία, πικρό χιούμορ και, κυρίως, ανατρεπτική διάθεση.

HeliosPlus