Οι διάφορες Κασσάνδρες που οραματίζονταν το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου μισοάδειο στην εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ το Σάββατο 5 Ιουλίου, δεν δικαιώθηκαν.

Το Θέατρο μπορεί να μην γέμισε ασφυκτικά, πάντως γέμισε. Και σε συντριπτική πλειοψηφία από κόσμο που ήξερε τί πηγαίνει να δει. «Είδα το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» το χειμώνα στο Εθνικό και ενθουσιάστηκα με τη ματιά του Καραντζά.

Κατάλαβα ότι είναι ένας νέος άνθρωπος που όχι μόνο είναι σε θέση να διαβάσει σωστά, αλλά και να κατανοήσει σε βάθος τέτοια κείμενα», έλεγε μία κυρία περιμένοντας τη σειρά της στο ταμείο για τα εισιτήρια. Ελειπαν, όπως ήταν αναμενόμενο, όλοι εκείνοι οι (τηλε)θεατές που μπερδεύουν την Επίδαυρο με το Δελφινάριο και ανηφορίζουν κάθε χρόνο για να δροσιστούν ρουφώντας πολύχρωμη γρανίτα, να καταβροχθίσουν χοτ ντογκ και να ξεχάσουν να απενεργοποιήσουν το κινητό τους έτσι όπως έχουν και τα δύο χέρια απασχολημένα. Τί καλά που έλειπαν…

Πίσω από την επιβλητική σκηνή, που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους κατεβάζει, πριν από την έναρξη της ευριπίδειας «Ελένης», ο Δημήτρης Καραντζάς είχε αγωνία και δεν το αρνιόταν. Κατόρθωσε να φτιάξει όμως ένα τόσο ωραίο και συγκροτημένο σύμπαν, που και οι ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί που επέλεξε, ήξεραν ακριβώς πώς να κινηθούν, τί να πουν, πώς να το εκφράσουν.

Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές του Χορού, σε στοίχειωναν οι καλοδουλεμένες πολυφωνίες, σαν λαλιές πολλών διαφορετικών συνειδήσεων που δεν σ’ αφήνουν σε ησυχία. Το είδος της ιλαροτραγωδίας ακολουθήθηκε με ευλάβεια και ίσως με λίγη παραπάνω έμφαση στο ιλαρό και όχι στο τραγικό, εκείνο που κατά τη γνώμη μου έλειψε, ήταν μια κατάδυση στα πιο σκοτεινά σημεία της κεντρικής ηρωίδας, ένα αντίβαρο στην ανάλυση της τραγελαφικής, χειμαρρώδους ύπαρξής της.

Δεν έλειψαν κι εδώ βέβαια, οι θεατές που δυσανασχετούσαν όταν πολλοί ανταποκρίνονταν γελώντας δυνατά στα σαρκαστικά κλεισίματα του ματιού που έχει από γραφής του το κείμενο του ευφυούς Ευριπίδη. Αυτή η νοοτροπία του «στον Αριστοφάνη ξεκαρδίζομαι με το παραμικρό και στους Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη κοιτώ με σοκ και δέος» κάποια στιγμή καλό θα ήταν να τελειώνει.

Υπέροχα και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, η οποία επέλεξε να αφήσει «γυμνή» τη σκηνή και να ντύσει τους ήρωες στα χρώματα των ιερών βράχων, σαν αγάλματα που μόλις σμιλεύτηκαν και χυμούν να βγάλουν ό,τι κρατούσαν τόσες χιλιάδες χρόνια μέσα τους.

Σε τελική ανάλυση, ο νεαρός «πολλά υποσχόμενος» σκηνοθέτης τήρησε αυτή του την υπόσχεση, αποδεικνύοντας ότι διάβασε σε βάθος το κείμενο και όχι παπαγαλία, όπως τόσοι και τόσοι μεγαλύτεροι ηλικιακά σκηνοθέτες κάνουν εδώ και χρόνια.

Η ματαιοδοξία της Ωραίας Ελένης, για χάρη της οποίας χύθηκε τόσο αίμα και μελάνι, δεν εισχώρησε ούτε κατά διάνοια στην ψυχολογία ενός Καραντζά απόλυτα συγκεντρωμένου σε αυτό που είχε να μας πει. Σαν ένα νέο, πολύ νέο παιδί, που έδωσε εξετάσεις στο πιο απαιτητικό πανεπιστήμιο και πέρασε.