Συνθέτης, στιχουργός και ενορχηστρωτής, ο Μανώλης Γαλιάτσος μετρά επισήμως περί τα 25 χρόνια στην ελληνική μουσική. Πρώτη του εμφάνιση το 1989 με το «Φως του Αυγούστου». Από τότε ως σήμερα έχει κατορθώσει να διαμορφώσει το προσωπικό του συνθετικό στίγμα. Μακριά από «συνταγές», παρουσιάζει αυτή την περίοδο δύο νέα CD σε ταυτόχρονη κυκλοφορία. Στη «Θερμότητα των πραγμάτων» διακρίνεται η μελωδική πλευρά του, ενώ το «Τρέξε σαν σφαίρα» είναι μια «αντίστροφη» συνέχεια του CD «Αφοβοι – Εφηβοι» με έναν ηλεκτρικό και δυνατό ήχο.
Αξιοπρόσεκτη και σημαντική η πορεία σας όλα αυτά τα χρόνια αλλά «χαμηλόφωνη». Οι συνθήκες ή επιλογή σας;
«Βλέπετε πώς ακόμη και ένας ευφυής άνθρωπος σαν κι εσάς πέφτει στην παγίδα να ταυτίζει τη δημοσιογραφική τοποθέτηση, αξιολόγηση, ανάδειξη, ανάσυρση, αποσιώπηση, άγνοια, ακύρωση, επικύρωση, σούσουρο με την ίδια την ουσία των πραγμάτων. Η μουσική μου δεν είναι καθόλου «χαμηλόφωνη» εφόσον καταφέρνει και αποδίδει δυνατά αισθήματα, με μουσικές ιδέες μονίμως της πρώτης γραμμής και με μιαν εξέλιξη πράγματι αξιοπρόσεκτη. Συγχωρήστε μου την προτεινόμενη αυτοεκτίμηση, αλλά αφενός έχω δουλέψει πολύ για να την κερδίσω, αφετέρου είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να σας «φωνάξω» ότι δεν είμαι «χαμηλόφωνος». «Χαμηλόφωνα», αντίθετα, υπήρξαν συχνά τα μέσα πληροφόρησης έναντι της δουλειάς μου, δέσμια της ρουτίνας και των εξαρτημένων αντανακλαστικών τους και των λοιπών δουλικών και οκνηρών συνηθειών τους, και αυτό είναι μάλλον που σας μπέρδεψε και αποδώσατε στη δουλειά μου αυτό το χαρακτηριστικό. Το «χαμηλόφωνο», παρ’ όλα αυτά, δεν είναι το βασικό πρόβλημα. Το απευθείας χαμηλό είναι το βασικό πρόβλημα, όταν δηλαδή εμφανίζεται σε κανονική, γυμνή μορφή, άνευ εισαγωγικών».
Τι μπορεί να σημαίνει στη σημερινή Ελλάδα η λέξη «δημιουργός»;
«Αυτό που σήμαινε και στη χθεσινή. Οι έννοιες ενίοτε αλλάζουν –ή και ξεπέφτουν στην αχρηστία -, όχι όμως τόσο συχνά ή τόσο εύκολα όσο έχουμε την τάση να πιστεύουμε. Δημιουργός είναι κάποιος ο οποίος σμιλεύει –σε πολλά και διαφορετικά κεφάλαια –ένα συνήθως ισόβιο πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο, συνεπές ως προς την ενότητα, τις αντιφάσεις και τις αυτοαναιρέσεις του και διά του οποίου αναπτύσσει έναν διάλογο ανάμεσα στο καθημερινό και στο οραματικό, στο περιστασιακό και στo περιέχον ένα αισθητικό και νοητικό πλαίσιο με ορίζοντα βάθους».
Υπάρχει ιδεολογία στη μουσική;
«Νομίζω ότι προσπαθείτε με μια φαινομενικά απλή ερώτηση των τεσσάρων λέξεων να με πνίξετε σαν νεογέννητο στην κούνια του. Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα: Υπάρχει μουσική στις ιδεολογίες; Παντού υπάρχει μουσική, αρκεί να βρεθεί αυτός που μπορεί να την ακούσει. Η μουσική, από την άλλη, έχει ως μόνιμη υποχρέωση την καλλιέργεια και τη φροντίδα του εαυτού της. Συνίσταται δε αυτή η φροντίδα σε κάτι που θα ορίζαμε γενικά ως μουσικότητα. Με τη μουσικότητα διεκδικεί την καλλιτεχνική αξίωση να ανοίγει τους κόλπους της και στους μη μυημένους ιδεολογικά, οι οποίοι συναντιούνται με τους μυημένους επί του κοινού εδάφους της υπερβατικής διατύπωσης. Για να αποκτήσει λοιπόν νόημα η σχέση της μουσικής με οποιοδήποτε περιεχόμενο πρέπει να είναι σε θέση να το υπερβεί. Διαφορετικά είναι άνευ μουσικής αξίας και σε μια τέτοια περίπτωση η ιδεολογία είναι το τελευταίο που θα μας ενδιέφερε».

Ποιος ο ρόλος του δημιουργού – καλλιτέχνη σε περίοδο κρίσης;
«Ιδιος με κάθε άλλη περίοδο. Η διαφορά είναι ότι σε περιόδους σαν αυτήν που διανύουμε τα πράγματα γίνονται υπερβολικά ευδιάκριτα κάποιες φορές και αυτός είναι ένας κίνδυνος για το έργο τέχνης, να χαθεί δηλαδή μέσα στην πληθωρική εγγύτητα του προφανούς και του άμεσου συνακόλουθου αιτήματος που επιβάλλεται. Θα πρέπει, όπως λέγαμε και πριν, η τέχνη να αντιτάσσει το εκφραστικό και νοητικό βάθος πεδίου της».
Και αφού μιλάμε για κρίση είναι μόνο οικονομική;
«Η άκρως επιτυχημένη οικονομική κρίση που βιώνουμε είναι το τελικό, επιμελώς προετοιμασμένο προϊόν μιας τριανταετούς –και αδιάλειπτης –ηθικής, πνευματικής και αισθητικής παρακμής. Είναι λοιπόν σωστά προετοιμασμένη και εκτελεσμένη η οικονομική αυτή κρίση, διότι σωστά εξετίμησε ότι άνθρωποι χωρίς μνήμη, χωρίς ηθικοπνευματικά και αισθητικά αντισώματα δεν ανθίστανται στον εξανδραποδισμό τους».
Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
«Η ζωή. Και η μουσική. Βρίσκετε να χρειάζεται κάτι άλλο; Με βάση τις δύο αυτές έννοιες, μπορεί να αντλήσει κανείς κάθε πιθανότητα στη φόρμα και στο περιεχόμενο. Με μια μικρή διευκρίνιση: ενδέχεται κάποτε η ζωή να είναι ο φορέας της φόρμας και η μουσική αυτή που προσφέρει το περιεχόμενο. Μη μου ζητήσετε όμως να το εξηγήσω αυτό…».
Πριν από περίπου έναν χρόνο είχατε δηλώσει ότι «αυτό που έχουν ανάγκη οι αριστεροί είναι περιεχόμενο ζωής και όχι συσκευασία ευφορίας». Εχουν αλλάξει οι συνθήκες;
«Εσείς δεν εντοπίζετε στη συγκεκριμένη φράση ένα αίτημα ικανό να προβάλει ως μόνιμο; Θα προτιμούσα να με ρωτούσατε γιατί αυτό να αφορά μόνο τους αριστερούς και εγώ δυστυχώς θα ήμουν υποχρεωμένος να σας απαντήσω ότι πρέπει να διανυθεί ακόμη πολύς δρόμος για να συντελεστεί μια τέτοια κατάκτηση, έστω και αν η αναφορά γίνεται για το πιο ώριμο και έτοιμο –υποτίθεται –κομμάτι του κόσμου, αυτό δηλαδή που αποτελεί την Αριστερά».
Πώς βλέπετε τα νέα παιδιά και το μέλλον;
«Τι θα λέγατε αν αυτή την ερώτηση την υποβάλλατε στον Πρωθυπουργό μας και στους ομογάλακτους –ξεχνάω τώρα τα ονόματά τους, δεν πειράζει, όμως, θα τα ξεχάσει ούτως ή άλλως και η Ιστορία -, με δοσμένες μάλιστα τις εθνικόφρονες πεποιθήσεις τους; Σε είκοσι χρόνια θα παρατηρηθεί ένα τεράστιο χάσμα ολόκληρων γενεών Ελλήνων, αφού τα σημερινά παιδιά δεν διαθέτουν τα στοιχειώδη ούτε για έναν καφέ με μια κοπέλα, πού να μιλήσουμε για τεκνοποίηση… Εμένα με απασχολεί το θέμα. Αυτούς τους εξ επαγγέλματος αρχι-εθνικόφρονες βλέπετε να τους κόπτει καθόλου ή, αντίθετα, παρατηρείτε ότι η τρεμάμενη καριέρα τους προβάλλει μπρος στα άπληστα μάτια τους ως δέλεαρ σημαντικότερο και από την πάλαι ποτέ δεύτερου βαθμού ευγενή πολιτική επιδίωξη, την υστεροφημία;».
Και κάτι που με τρώει χρόνια: Γιατί στην Ελλάδα οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας την εξίσωση μουσική = τραγούδι;
«Διότι όποιος δεν επιδόθηκε στην καλλιέργεια και στην κατανόηση της μουσικής γλώσσας, έστω στο επίπεδο της ενστικτώδους αισθητικο-αισθητηριακής αποτύπωσής της, είναι λογικό να προσπαθεί να αναπληρώσει τη σχετική έλλειψη με μιαν άλλη γλώσσα και που δεν είναι άλλη φυσικά από την καθομιλουμένη γλώσσα. Ετσι το οικείο και μονίμως κατοικήσιμο περιβάλλον της λεκτικής γλώσσας ανοίγει διαμιάς την είσοδο σε έναν καινούργιο, μαγικό κόσμο. Κανονική αποκάλυψη, δηλαδή, αλλά μόνο στα λόγια, και εδώ είναι βέβαια η περίπτωση που κυριολεκτούμε».

HeliosPlus