Είκοσι δύο χρόνια μετά όλοι (συνεχίζουν να) μιλούν για το «Θαύμα της Βαρκελώνης»: τη μοναδική περίπτωση μιας πόλης που εκμεταλλεύτηκε ιδανικά τα κονδύλια για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992 και κατάφερε να μεταμορφωθεί εν μία νυκτί από μια πόλη-ασχημόπαπο στον απόλυτο κύκνο των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, με πρωτοφανή πολιτιστική άνθηση, κοσμοπολίτικο αέρα, κέντρο της διεθνούς αρχιτεκτονικής ζωής καθώς και προορισμό ζωής για τους απανταχού νέους καλλιτέχνες. H πρωτεύουσα της Καταλωνίας -δηλαδή κάποιοι ιδιώτες με την αμέριστη και στιβαρή οικονομική συμπαράσταση του δήμου της Βαρκελώνης –αποφάσισε όμως να επενδύσει όχι μόνο σε δρόμους και οικιστική ανάπτυξη, αλλά και στη δημιουργία ενός μουσικού φεστιβάλ που μετά από πέντε-δέκα χρόνια θα ήγειρε σοβαρές αξιώσεις να γίνει το νέο Γκλαστονμπέρι ή το νέο Κοατσέλα, δηλαδή τα δυο σημαντικότερα και πιο ιστορικά φεστιβάλ που μονοπωλούν το ενδιαφέρον των μουσικόφιλων σε Βρετανία και ΗΠΑ, αντιστοίχως. Κάπως έτσι εγένετο το 2001 το Primavera Sound Festival (για τους φίλους απλώς «Πριμαβέρα»): στην αρχή με ταπεινότητα, μικρομεσαία ονόματα και χωρίς πολλές φιλοδοξίες, με την «μπάλα χαμηλά», που λέμε και στο ποδόσφαιρο. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια με μερικές μόλις χιλιάδες θεατές. Εφέτος με το δεκαπενταπλάσιο κοινό.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσεις τους λόγους της απήχησης και της επιτυχίας του Primavera Sound Festival: το φεστιβάλ πραγματοποιείται στο Παρκ ντελ Φόρουμ, λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, στην περιοχή Ντιαγονάλ Μαρ, ακριβώς δίπλα στις ακτές της Μεσογείου. Ο τεράστιος χώρος του πάρκου φιλοξενεί οκτώ σκηνές, όλες ανοιχτές και υπαίθριες, με εξαίρεση την Auditori και για πρώτη φόρα φέτος την «κρυμμένη» υπόγεια σκηνή του Hidden Stage. Σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ μουσικής, στο Primavera Sound δεν υπάρχουν εγκαταστάσεις κάμπινγκ, αλλά η μετακίνηση γίνεται καθημερινά από και προς τη Βαρκελώνη με το μετρό και τα λεωφορεία να λύνουν το πρόβλημα με τακτά –ακόμη και εμβόλιμα, αν χρειαστεί –δρομολόγια. Η δε οργάνωση που έχει το Primavera είναι πραγματικά υποδειγματική: η αναμονή για τις δεκάδες καντίνες φαγητού, τα ανοικτά μπαρ και τις (200-300) χημικές τουαλέτες είναι απειροελάχιστη, κάτι που οι διοργανωτές έχουν φυσικά σκεφτεί σοβαρά, αφού ο χρόνος που έχει ο επίδοξος πριμαβεριστής (sic) είναι ελάχιστος. Το τριήμερο line-up είναι γαργαντουικών μεγεθών (περί τα 120 ονόματα από κάθε μουσικό είδος) έτσι ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να θέλεις να ξεκουραστείς, με τη μια συναυλία να διαδέχεται την άλλη. Σε κάποιο από τα λιγοστά κενά ανάμεσα στις συναυλίες των καλλιτεχνών που διαδέχονται ο ένας τον άλλον συναντήσαμε τους καταλανούς υπευθύνους του φεστιβάλ και είχαμε μια σύντομη συνομιλία μαζί τους.
Η πρώτη μας ερώτηση αφορούσε το κατά πόσο είναι δύσκολο να εξισορροπήσουν ανάμεσα στα προσωπικά γούστα του καθενός και τον προϋπολογισμό τους. Λόγου χάρη, τι γίνεται αν ένα συγκρότημα που θέλουν πολύ έχει υψηλό, σχεδόν απαγορευτικό κασέ; «Ευτυχώς, το γούστο μας δεν είναι ακριβό! Αυτό που είναι πραγματικά δύσκολο είναι να εξισορροπήσεις τη σχέση μεταξύ του προσωπικού μας γούστου κι ενός εμπορικού καλλιτέχνη που θα πουλήσει πολλά εισιτήρια» λέει στο «Βήμα» ο Αμπελ Γκονζάλες από το τμήμα Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης τουPrimaveraSound προσθέτοντας πως «από όλους τους καλλιτέχνες ή τα συγκροτήματα που έχουν εμφανιστεί εδώ μέχρι σήμερα, η εμφάνιση του (Καναδού) Νιλ Γιανγκ (το 2009) αποτέλεσε ιστορική στιγμή για το φεστιβάλ».

Οπως μας είπαν οι διοργανωτές, η εφετινή προσέλευση έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ, αφού το φεστιβάλ παρακολούθησαν, τις τρεις ημέρες του, μεταξύ 29-31 Μαΐου, πάνω από 170.000 άνθρωποι. «Οσοι προσέρχονται στο Primavera Sound περιμένουν να δουν μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών μουσικών ειδώνκαθώς και τη δυνατότητα να εξερευνήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις νέες τάσεις στη μουσική βιομηχανία. Φυσικά, είναι σημαντικό να έχουμε και μερικούς «κράχτες», αλλά είναι ακόμη σημαντικότερο να κάνουμε τους θεατές να νιώσουν πως βλέπουν όλα εκείνα τα συγκροτήματα που θα κυριαρχήσουν στη μουσική σκηνή τα επόμενα χρόνια» λέει στο «Βήμα» ο Αλφόνσο Λάνζα, επικεφαλής του τμήματος Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας του φεστιβάλ, καταλήγοντας ως «το πιο πολύτιμο μάθημα που έχουμε πάρει έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησής μας με τα του φεστιβάλ είναι ναείσαιτολμηρός, ναέχειςυπομονήκαιναμηφοβάσαιναπάρειςρίσκα».

Για εφέτος οι «κράχτες» στους οποίους αναφέρεται ο Λάνζα ήταν οι Καναδοί Arcade Fire, οι θρυλικοί Neutral Milk Hotel (εναλλακτικό, σχεδόν… cult συγκρότημα της δεκαετίας του 1990 που επανενώθηκε για λίγες μόνο εμφανίσεις), οι σκοτεινοί, βιομηχανικοί ήχοι των Nine Inch Nails και οι Αμερικανοί Pixies που πριν από 25 χρόνια προλείαναν το έδαφος για την έλευση του grunge και των Nirvana. Δίπλα τους εμφανίστηκαν σπουδαία αλλά και ανερχόμενα ονόματα της διεθνούς ποπ, ροκ και χορευτικής σκηνής, όπως ο ράπερ Kendrick Lamar, οι ατμοσφαιρικοί Godspeed You! Black Emperor ή οι The National. Επίσης, σημαντικοί βετεράνοι με χιλιάδες μουσικά… ένσημα, όπως οι βρετανοί θορυβοποιοί Slowdive, οι νεοκυματικοί Νεοϋορκέζοι Television και ο θρυλικός βραζιλιάνος πρωτοπόρος της tropicalia Καετάνο Βελόσο ή μπάντες που εκπροσωπούν τον πιο σκληρό ροκ ήχο, όπως οι Queens Of The Stone Age και οι Deafheaven. Εκεί όμως όπου το εφετινό φεστιβάλ έδωσε «ρέστα» ήταν στα συγκροτήματα που ρέπουν προς την ηλεκτρονική ποπ της δεκαετίας του 1980: οι πολυαναμενόμενοι (και λόγω παρατεταμένου διαδικτυακού hype) Future Islands του Σαμ Χέρινγκ δικαιολόγησαν απολύτως τον ντόρο γύρω από τις επικές ζωντανές τους εμφανίσεις, οι Καλιφορνέζοι!!! (γνωστοί και ως «Τσουκ Τσουκ Τσουκ») έδωσαν τη δεύτερη καλύτερη συναυλία του τριημέρου, οι Chromeo ηταν ό,τι πιο κοντινό σε Daft Punk θα μπορούσε να έχει το φεστιβάλ, ενώ οι Μetronomy, οι Holy Ghost!, οι Disclosure και οι Chvrches ένωσαν τα πλήθη των απανταχού νοσταλγών των ηλεκτρ(ον)ικών 80s.
Ωστόσο ήταν οι Cut Copy αυτοί που υπήρξαν, κατά γενική ομολογία, η μεγάλη αποκάλυψη του φεστιβάλ: παρ’ όλο που έπαιξαν στις 4 τα ξημερώματα της Κυριακής (λίγες μόλις ώρες προτού το φεστιβάλ ρίξει την αυλαία του για το 2014), οι Αυστραλοί ξεσήκωσαν πάνω από 20.000 κοινού που είχε παραμείνει στον χώρο παρά το περασμένο της ώρας και χόρευαν μέχρι λίγο προτού ανατείλει ο ήλιος πάνω από τη Μεσόγειο. Αποχωρώντας κάθιδροι και με φουσκάλες στα πόδια μας από το Παρκ ντελ Φόρουμ αναλογιστήκαμε για ακόμη μια φορά το αυτονόητο: πως το Ρrimavera Sound είναι από τις λίγες «σταθερές» που έχουμε μάθει να στηρίζουμε και να ακολουθούμε όλα αυτά τα χρόνια γιατί ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να μας απογοητεύσει. Και θα είμαστε εκεί και του χρόνου, όταν θα γιορτάζει τα δεκαπέντε του χρόνια, με τους διοργανωτές του να έχουν υποσχεθεί ήδη μια σειρά από ειδικά events και εμφανίσεις συγκροτημάτων και καλλιτεχνών που θα είναι τόσο μεγάλοι και τρανοί (απωθημένο των διοργανωτών αποτελεί μια εμφάνιση του σπουδαίου Ντέιβιντ Μπάουι) ώστε αναμένεται να… ρίξουν τα τσιμέντα του περιβάλλοντος χώρου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ