Τη ζωή της κομμουνίστριας και αντιστασιακής Ηλέκτρας Αποστόλου (1912-1944), η οποία βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από την Ειδική Ασφάλεια στη διάρκεια της Κατοχής, αφηγείται η Διδώ Σωτηρίου στη μυθιστορηματική βιογραφία της Ηλέκτρα που πρωτοκυκλοφόρησε το 1961. Ήταν το δεύτερο κείμενό της, που άρχισε να γράφει αμέσως μετά την έκδοση του Οι νεκροί περιμένουν (1959), και το οποίο εκδόθηκε έναν χρόνο πριν από τα Ματωμένα χώματα (1962).

Η Ηλέκτρα τυπώθηκε, ως εκτενές αφήγημα, στην ανθολογία αντιστασιακού διηγήματος που επιμελήθηκε ο Θέμος Κορνάρος, στον δεύτερο τόμο με τίτλο

Αρματωμένη Ελλάδα (Αναγέννηση, 1961), μαζί με τη Φωτιά του Δημήτρη Χατζή, το Αγρίμι του Νικηφόρου Βρεττάκου, τον Καπνισμένο ουρανό του Κώστα Κοτζιά και τις Κλούβες του Ζήση Σκάρου. Επανεκδόθηκε αυτοτελώς από τα Ελληνικά Γράμματα 1999. Εξαντλημένη από καιρό, κυκλοφορεί τώρα, σε επετειακή έκδοση (Ηλέκτρα, Κέδρος, 2014) και με πρόλογο του Νίκου Μπελογιάννη, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τον θάνατο της Διδώς Σωτηρίου (1909-2004) και 70 χρόνων από τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου.

«Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1942 οι κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών σταμάτησαν το σουλάτσο τους στο προαύλιο κι έβαλαν αυτί. Άκουγαν καλά; Ή μήπως έπαθαν παράκρουση από την πείνα; Ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο βγαίνει από το σκοτεινό κελί των κρατουμένων γυναικών. Παιδικό γέλιο σ’ έναν τάφο;

Μερικοί κατάφεραν να ρίξουν στα κλεφτά λίγες ματιές και τα πρόσωπά τους, που η πείνα τα ’κανε να μοιάζουν με φοβερές μάσκες, χαμογέλασαν. Είδαν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι ως τριών χρονώ να παίζει με τη μάνα του».

Η Διδώ Σωτηρίου αρχίζει τη βιογραφία της με ένα επεισόδιο φυλάκισης, από τα πολλά στη ζωή της κομμουνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου. Γεννημένη στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια, εντάχθηκε από μικρή στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) ερχόμενη σε σύγκρουση με την οικογένειά της. Το 1930 έγινε μέλος του ΚΚΕ και εστάλη ως αντιπρόσωπος στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό-Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι το 1934 και το 1935 πήρε μέρος στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων στη Μόσχα. Τα χρόνια εκείνα της δίωξης των κομμουνιστών, η Αποστόλου φυλακίστηκε αρκετές φορές για τη δράση της. Στο επεισόδιο που αφηγείται η Σωτηρίου, η Αποστόλου έχει ήδη γεννήσει την κόρη της από τον γάμο της με τον κομμουνιστή γιατρό Γιάννη Σιδέρη.

Στη φυλακή η Αποστόλου μαθαίνει ότι ο άντρας της, φυλακισμένος κι εκείνος στις φυλακές Κέρκυρας, υπέγραψε δήλωση μετανοίας: «Σκληρό χτύπημα δέχτηκε στην Ανάφη σαν έμαθε πως ο πατέρας του παιδιού της, ο άντρας της που φώτισε σαν ήλιος τις πρώτες αγωνιστικές εξορμήσεις της, λύγισε στην Κέρκυρα και συμβιβάστηκε! “Φρόντισε μην πέσεις πιο χαμηλά…” του ’γραψε κι ύστερα σταμάτησε να του γράφει. Έσφιξε την καρδιά της και ζήτησε διαζύγιο. Αργότερα εκείνος πέθανε φυματικός σε γερμανικές φυλακές! Ο σπαραγμός της Ηλέκτρας ήταν διπλός…».

Αφηγούμενη την ιστορία της Ηλέκτρας Αποστόλου, η Διδώ Σωτηρίου αναπαριστά με τη χυμώδη γλώσσα της την εικόνα της Κατοχικής Αθήνας, την καθημερινότητα των κατοίκων της και τη ζωή των αντιστασιακών. Για τη μαχητική αντικατοχική συγκέντρωση που πραγματοποιούν οι αντιστασιακές οργανώσεις στην επέτειο του ΟΧΙ, στις 28 Οκτωβρίου του 1942, γράφει:

«Ξημερώνει επιτέλους η 28η Οκτωβρίου του 1942 και το θαύμα γίνεται. Πλημμύρισαν οι δρόμοι της Αθήνας. Άντρες, γυναίκες, κορίτσια, παιδιά, εργάτες, υπάλληλοι, ανάπηροι με τις πατερίτσες και τα καρότσια, φοιτητές, μαθητές, ο λαός, ο Λάζαρος, να τος που ζωντάνεψε και προχωρεί… Φάλαγγες ατέλειωτες ξεκινούν από την πλατεία Κλαυθμώνος, απ’ την Κάνιγγος, απ’ το Κολωνάκι, τον Ξυλοθραύστη, τη Χρυσοσπηλιώτισσα, τον Άγιο Κωνσταντίνο… Μοιάζουν με τα σύγνεφα που μαζεύονται ολόγυρ’ απ’ τον ορίζοντα κι ύστερα προχωρούν, σκεπάζουν τον ουρανό, πυκνώνει ο ηλεκτρισμός, αστράφτει, βροντάει, ξεσπά η μπόρα και χιμάει ο χείμαρρος…

“Λευτεριά!”

“Ανεξαρτησία!”

“Κάτω ο φασισμός!”

Οι Ιταλοί σταματούν το ντουφεκίδι. Τα χάνουν. Είναι τρελοί οι Έλληνες; Είναι γενναίοι;[…] Η ζωντανή δημοκρατική Ελλάδα, χειραφετημένη απ’ το παρελθόν, προχωρεί στην Αντίσταση με απόλυτη συνείδηση της δύναμής της. Ό,τι πιο θαρραλέο κι αποφασιστικό, ό,τι πιο τίμιο και πατριωτικό στοιχείο έχει το έθνος ξεσηκώνεται. Άρχισαν τον αγώνα οι πρωτοπόροι εργάτες, φοιτητές, υπάλληλοι και χωρικοί. Τους ακολουθούν τώρα τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες, οι διανοούμενοι, οι ανώτεροι υπάλληλοι, πολλοί έμποροι και βιομήχανοι, κτηματίες, έφεδροι και μόνιμοι αξιωματικοί, στρατηγοί, μητροπολιτάδες, παπάδες. Στο κοινό απελευθερωτικό μέτωπο ενώνονται οπαδοί του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού, του Σοσιαλιστικού, των παλαιών δημοκρατικών κομμάτων, ειλικρινή φιλελεύθερα στοιχεία, ακόμα και μοναρχικοί. Φουντώνει στην ύπαιθρο τ’ αντάρτικο. Ολόκληρη η Ελλάδα γίνεται ένα απέραντο μέτωπο μ’ έναν ακατάβλητο μυστικό στρατό».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σε αυτή τη δυναμική, «Η Ηλέκτρα κρατάει τώρα στα χέρια της έναν από τους σημαντικότερους τομείς: τη διαφώτιση. Εκατοντάδες φανερά και μυστικά τυπογραφεία, χιλιάδες γραφομηχανές και πολύγραφοι, στο κέντρο, στις συνοικίες, στα περίχωρα, στα δημόσια καταστήματα, στα γραφεία, στα σπίτια, στις παράνομες κρύπτες, δουλεύουν και βγάζουν το έντυπο υλικό που κυριολεκτικά πλημμυρίζει την Αθήνα και τον Πειραιά».

Στις 25 Ιουλίου του 1944 συλλαμβάνεται για τη δράση της από έναν Γκεσταπίτη και μεταφέρεται στα γραφεία της Ειδικής Ασφάλειας, στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ» της οδού Ελπίδος, στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί αρχίζουν τα βασανιστήρια: «Θα παραδώσει στα χέρια τους ένα άδειο κορμί να το βασανίζουν, εκείνη θα στέκει εκεί πλάι, απτόητη, αγέρωχη, ατσαλένια. Όταν την καίνε δε θα καίγεται, όταν την τρυπούν δε θα τρυπιέται, όταν τη μαστιγώνουν, όταν της ξεριζώνουν τα νύχια και τα μαλλιά, εκεινής η καρδιά θα τραγουδάει, η σκέψη της θα ‘ναι στη νίκη, στις γενιές που θα ζήσουνε ξέγνοιαστα σ’ έναν κόσμο δίχως βαρβαρότητα… Όταν μπήκε στον αγώνα ήξερε πως δεν την περιμένανε χαρές και πανηγύρια. Χρόνια έπαιζε κρυφτούλι με το θάνατο».

Ακολουθεί ο θρυλικός διάλογος της Αποστόλου με τους βασανιστές της:

«– Λέγε! Πώς σε λένε;

– Ελληνίδα!

Το στόμα δέχεται μια σιδερένια γροθιά, που την ακολουθεί δεύτερη και τρίτη.

– Πού κάθεσαι;

– Στην Ελλάδα!

– Ποιος σου ‘δινε εντολές;

– Η πατρίδα!

– Ποιον υπηρετούσες;

– Το λαό!»

Προσπαθεί να δραπετεύσει, την πιάνουν. «Τη σπρώχνουν για δεύτερη φορά στο μοιραίο “Κρυστάλ”, απ’ όπου δεν έμελλε να βγει παρά ένα πτώμα με τον αριθμό 59.953». Η Διδώ Σωτηρίου παραθέτει απόσπασμα από το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης. Προτιμά όμως να μείνει στη μνήμη όχι η τελευταία εικόνα του κακοποιημένου σώματος της Ηλέκτρας, αλλά η ηρωική εικόνα της αγωνίστριας: «Δεν έχει όμορφο πρόσωπο, κι όμως σε τραβάει γιατί ’ναι πάντα φωτεινό, γελαστό, όλο έκφραση. Είναι ψηλή η Ηλέκτρα, στητή, με περήφανο παράστημα, λίγο θυμίζει τις Καρυάτιδες. Το βάδισμά της, απίστευτα ανάλαφρο, αρμονικό, σχεδόν θριαμβευτικό…»

Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τρίτη 24 Ιουνίου, στις 12 το μεσημέρι, στο Polis Art Café (Αίθριο της Στοάς του Βιβλίου). Θα μιλήσουν η συγγραφέας Μάρω Δούκα, ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης και ο Νίκος Μπελογιάννης.