Ο Γκρέιαμ Γκριν την αποκάλεσε «ποιήτρια του φόβου» και ο Γκορ Βιντάλ τη συμπεριέλαβε στους «σπουδαιότερους αμερικανούς μοντερνιστές συγγραφείς». Τα είκοσι μυθιστορήματα αλλά και τα πολλά διηγήματά της «φωνάζουν» στον αναγνώστη «μη με αφήσεις αν πρώτα δεν με τελειώσεις». Γιατί η συγγραφέας Πατρίτσια Χάισμιθ, που γεννήθηκε το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας και πέθανε τον Φλεβάρη του 1995 στην Ελβετία, δεν είναι απλώς μια καταπληκτική συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Είναι μια σχολαστική και ουσιαστική ερευνήτρια του υποσυνείδητου. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η επιρροή που ασκεί η ενοχή στους ήρωές μου» είπε κάποτε.
Ο κινηματογράφος όχι μόνο δεν την αγνόησε αλλά παρήγαγε μικρά αριστουργήματα από βιβλία της, όπως για παράδειγμα ο «Αγνωστος του εξπρές» («Strangers on a train») που γυρίστηκε από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου, το 1950. Ενα πανέξυπνο παιχνίδι ανταλλαγής φόνων που σχεδιάζει ο Μπρούνο Αντονι (Ρόμπερτ Γουόκερ), από τους πιο γοητευτικά νοσηρούς ήρωες που έπλασε η πένα της Χάισμιθ.
Και τι να πει κανείς για τον Τομ Ρίπλεϊ, τον διασημότερο ήρωα της συγγραφέως που εμφανίζεται σε πέντε βιβλία της, με πρώτο το «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ». Ψεύτης, εγκληματίας, μηχανορράφος, ο Ρίπλεϊ ξεπερνά τα όριά του, διότι γι’ αυτόν δεν υπάρχουν σύνορα καλοπιστίας και αρχών. Και πάντοτε καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή…
Ο Ρίπλεϊ παραμένει ο πιο δημοφιλής ήρωας της Χάισμιθ και στον κινηματογράφο, όπου μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Ρενέ Κλεμάν στην ταινία «Γυμνοί στον ήλιο» («Plein soleil», 1958) –μία από τις ταινίες που καθιέρωσαν το άστρο του Αλέν Ντελόν. Ο Ντελόν ήταν ο αγαπημένος Ρίπλεϊ της Χάισμιθ, η οποία εξέφρασε σοβαρές αντιρρήσεις όταν πολλά χρόνια αργότερα ο Βιμ Βέντερς τής πρότεινε τον Ντένις Χόπερ για τον «Αμερικανό φίλο» («Der Amerikanische Freund», 1976), τη δεύτερη «ταινία Ρίπλεϊ», βασισμένη στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ». Στις αρχές του 2000 η Λιλιάνα Καβάνι έδωσε τη δική της εκδοχή στο ίδιο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς. Οσο για τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» ξαναγυρίστηκε το 1999 από τον Αντονι Μινγκέλα σε μια εικαστικά πανέμορφη ταινία, στην οποία ο Ματ Ντέιμον αποδείχθηκε σοφή επιλογή για τον ρόλο του Τομ. Ατού της ταινίας είναι ο χειρισμός της σεξουαλικότητας του ήρωα με σκηνές που υπονοούν τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του.
H πιο πρόσφατη κινηματογραφική εκδοχή έργου της, που προβάλλεται από την Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες, είναι τα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» του Χοσεΐν Αμινί που γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα (κάποιες σκηνές έχουν γυριστεί στην Κωνσταντινούπολη). Η Χάισμιθ άλλωστε έγραψε το μυθιστόρημα μετά την επίσκεψή της στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπου η ιστορία τοποθετείται.
Βρισκόμαστε στο 1962. Ο Τσέστερ (Βίγκο Μόρτενσεν) και η γοητευτική σύζυγός του Κολέτ (Κίρστεν Ντανστ) βρίσκονται στην Αθήνα για διακοπές. Κατά την επίσκεψή τους στην Ακρόπολη συναντούν τον Ράινταλ (Οσκαρ Αϊζακ), έναν νεαρό Αμερικανό που εργάζεται ως ξεναγός. Μαγεμένος από την ομορφιά της Κολέτ και τα πλούτη του Τσέστερ, θα δεχθεί μετά χαράς την πρόσκληση για δείπνο μαζί τους, αλλά όλα θα αλλάξουν όταν ο Τσέστερ δολοφονεί έναν άντρα ζητώντας από τον Ράινταλ να τον βοηθήσει να διαφύγει από την Ελλάδα. Ο Τσέστερ συγχρόνως πνίγεται από τη ζήλια βλέποντας τον Ράινταλ να έρχεται πιο κοντά στην Κολέτ… Το διαστροφικό ερωτικό τρίγωνο δίνει στην ταινία τον χαρακτήρα μιας σπουδής πάνω στην ενοχή και στην αμαρτία –θέματα τα οποία ανέκαθεν απασχολούσαν το έργο της Χάισμιθ και ο Αμινί υπηρετεί με συνέπεια.
Στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου όπου τα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» έκαναν πρεμιέρα, ο Αμινί δήλωσε ότι γνώριζε εξαρχής την πρόκληση του να αναλάβει τη μεταφορά ενός λιγότερου γνωστού βιβλίου της Χάισμιθ. Τα «Δύο πρόσωπα» εκδόθηκαν περίπου εννέα χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ», αλλά δεν γνώρισαν ανάλογη δόξα –η Χάισμιθ μάλιστα είχε λάβει ένα γράμμα από τον εκδότη της που έγραφε μεταξύ άλλων «μια ιστορία μπορεί να χειριστεί δύο νευρωτικούς χαρακτήρες, αλλά όχι τρεις». Παρ’ όλα αυτά τα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» εξακολουθούσαν να ασκούν πολύ δυνατή επιρροή στον Αμινί. «Οποτε επέστρεφα στο βιβλίο, έβρισκα και κάτι νέο. Εμαθα ακόμη περισσότερα ενώ έγραφα το σενάριο. Θεώρησα ότι έφευγα αρκετά από το μυθιστόρημα, αλλά στην ουσία ένα μεγάλο μέρος του βρήκε τον δρόμο του και στο σενάριο».
Σίγουρα δε ο Αμινί δεν έχασε τον δρόμο του στην Ελλάδα, τις ομορφιές της οποίας εκμεταλλεύθηκε με τον καλύτερο τρόπο γυρίζοντας σκηνές στον Παρθενώνα, σε περιοχές της Πλάκας αλλά και στην Κνωσό. Ας ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι τα εξωτερικά γυρίσματα είχαν μια έξτρα δυσκολία, διότι εφόσον η ταινία είναι εποχής (δεκαετία του 1960) έπρεπε να μην αποτυπωθεί τίποτε σύγχρονο.

HeliosPlus