Είμαστε πιο Γερμανοί από όσο νομίζουμε. Η γερμανική σκέψη μας επηρεάζει από πολλές εκατονταετίες. Αυτό άρχισε με τις μελέτες των ουμανιστών λογίων για την αρχαία Ελλάδα, συνεχίστηκε με το κίνημα του φιλελληνισμού μετά το 1821 και εδραιώθηκε με την αναγόρευση του βαυαρού Όθωνα το 1832 σε έλληνα βασιλιά. Η γκρεκομανία στη Γερμανία στα μέσα του 19ου αιώνα εμπέδωσε αυτή την επιρροή. Δίκαιο, αρχιτεκτονική και άλλες επιστήμες φέρνουν από τότε εν πολλοίς γερμανική σφραγίδα.

Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα ανέπτυξε στην ομιλία του ο πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βασίλειος Σκουρής το βράδυ της Παρασκευής στα εγκαίνια του Κέντρου Σύγχρονης Ελλάδας CeMoG στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.

Το Κέντρο, που διευθύνεται από τον καθηγητή των νεοελληνικών σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Μίλτο Πεχλιβάνο, έχει φιλόδοξους στόχους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται:

– η εντατικότερη ανταλλαγή γνώσεων

– η επέκταση και εμβάθυνση των ελληνικών σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, και

– η μετάφραση ελληνικών λογοτεχνικών και επιστημονικών κειμένων στα γερμανικά. Το «εργαλείο» γι αυτό είναι ο εκδοτικός οίκος «Ρωμιοσύνη», που για 38 χρόνια λειτουργούσε στην Κολωνία υπό τη διεύθυνση της Νίκης και του Χανς Αϊντενάγιερ και τώρα ενσωματώνεται στο CeMoG. Η έκδοση της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες» θα είναι η πρώτη δραστηριότητα της νέας «Ρωμιοσύνης». Παράλληλα θα προωθηθεί η ψηφιακή «επαναγραφή» των 182 βιβλίων της.

Οι τρεις πρώτες εκδηλώσεις, που προετοιμάζει το Κέντρο, είναι εντυπωσιακές.

– Στις 20 Ιουνίου θα γίνει ανοικτή συζήτηση με αφορμή τα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα σε συνεργασία με τη Deutsche Welle και το Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο. Θέμα: Η Χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και η γερμανική δημοσιότητα

– Η επόμενη ημέρα (21 Ιουνίου) θα είναι αφιερωμένη στο έργο του Θανάση Βαλτινού, «του σημαντικότερου σύγχρονου έλληνα συγγραφέα» όπως τον αποκάλεσε ο κ.Πεχλιβάνος

– Στις 8 και 9 Ιουλίου θα διεξαχθεί η πρώτη διεθνής διάσκεψη με θέμα τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα με συμμετοχή του Κέντρου για Αντισημιτική Έρευνα στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Εθνικού Κέντρου για Κοινωνική Έρευνα στην Ελλάδα.

Στο λόγο του στα εγκαίνια, ο κ.Πεχλιβάνος έθεσε ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Αν αποτελεί «αναχρονισμό» η ίδρυση ενός Κέντρου για την έρευνα διμερών σχέσεων, όπως το CeMoG, τη στιγμή που η επιστημονική κοινότητα ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά πλέον με τις «μεταεθνικές» καταστάσεις, τις παγκόσμιες διασυνδέσεις και την διαπολιτισμικότητα.

Η απάντησή του: Ο «αναχρονισμός» είναι αναγκαίος, όσο υπάρχουν ακόμα «σκοτεινές πλευρές» στη σχέση Ελλάδας-Γερμανίας, που ταλαιπωρούν τους επιστήμονες και όχι μόνο. Η κατάργησή του έχει νόημα μόνο ύστερα από τον άπλετο φωτισμό αυτών των πλευρών – κάθε τι άλλο θα συνιστούσε ασυγχώρητη εθελοτυφλία.

Το CeMoG έχει να αντιμετωπίσει βέβαια και προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η συνεργασία του με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού ΕΙΠ του Βερολίνου, το οποίο, ύστερα από το κλείσιμό του (κατά το πρότυπο της ΕΡΤ) τον περασμένο Φεβρουάριο από την Αθήνα, ξαναρχίζει τη λειτουργία του με νέο διευθυντή, ή μάλλον διευθύντρια: τη γνωστή θεατρολόγο Ελένη Βαροπούλου. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι το CeMoG και το ΕΙΠ έχουν σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημο πεδίο λειτουργίας – κάτι που κάνει πρακτικά περιττή την ύπαρξη ενός εξ αυτών.

Ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας είναι εδώ σίγουρα η κ.Βαροπούλου, η οποία, από τη μια, είναι ότι καλύτερο υπάρχει στο χώρο, από την άλλη όμως έχει τα χέρια της δεμένα: Πρώτον, επειδή έχει στο «σβέρκο» της μια κεντρική διεύθυνση του Ιδρύματος στην Αθήνα, που έχει περιέλθει υπό τον έλεγχο της σκληροπυρηνικής πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας, δεύτερον, επειδή θα έχει χρήματα για λίγες εκδηλώσεις, και τρίτον, επειδή και αυτές οι λίγες θα βρίσκονται, καταστατικά, στην υπηρεσία της ελληνικής πολιτισμικής διπλωματίας – κάτι που μειώνει εκ των προτέρων την αξιοπιστία τους ως αυτόνομα πολιτιστικά συμβάντα.

Σε σύγκριση με το Ίδρυμα Πολιτισμού, το CeMoG είναι πραγματικά προνομιούχο. Οικονομικά, επειδή θα χρηματοδοτείται επαρκώς τα πρώτα οκτώ χρόνια (κατά 70%) από το Ίδρυμα Νιάρχος και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Και καταστατικά, επειδή, ως πανεπιστημιακός θεσμός, δεν βρίσκεται στην υπηρεσία πολιτικών σκοπιμοτήτων. Επιπλέον, επειδή εμφανίστηκαν ήδη τα πρώτα θετικά σχόλια στα μέσα ενημέρωσης. «Περισσότερη Ελλάδα» στο Βερολίνο ήταν χαρακτηριστικά ο τίτλος της εφημερίδας «Tagesspiegel».

Στα εγκαίνια μίλησε σύντομα και ο Χανς-Γιόακιμ Φούχτελ. «Μαζί μπορούμε!» αναφώνησε ο εντεταλμένος της Άνγκελα Μέρκελ για τις ελληνογερμανικές σχέσεις στον τομέα της αυτοδιοίκησης. Οι παριστάμενοι χειροκρότησαν ευγενικά – μάλλον όχι, επειδή τους συνεπήρε η φράση, αλλά επειδή την είπε στα ελληνικά.