Με ένα μάθημα τάι τσι ανοίγει η αυλαία στις «Ψευδοεξομολογήσεις» (1737): Στο βάθος της σκηνής, περίπου δώδεκα ζευγάρια γυναικεία παπούτσια μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή. Είναι σαφές: Το θεατρικό του Μαριβό (1688-1763) στη σκηνοθεσία του Λικ Μποντί δεν υπακούει στο παρελθόν αλλά ακολουθεί τους σύγχρονους κανόνες του 21ου αιώνα με το σκηνικό να υποτάσσεται στις ίδιες απαιτήσεις. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι, στο Θέατρο Odeon στις αρχές του 2014 και έκτοτε περιόδευσε εντός και εκτός Γαλλίας.
Χωρίς κλισέ ή κοστούμια εποχής, το έργο, το τελευταίο μεγάλο του γάλλου συγγραφέα, μοιάζει να έχει απορροφήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν, φτιάχνοντας ένα εξαιρετικό απόσταγμα. Με την κομψότητα και τη φινέτσα της γλώσσας του, το γνωστό «marivaudage» καταφέρνει και κερδίσει τις εντυπώσεις, και η παράσταση χρωστά πολλά στους ηθοποιούς.
Οταν ανοίγει η σκηνή, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ξυπόλυτη, φορώντας μια λευκή μεταξωτή φόρμα, έχει μόλις ολοκληρώσει το μάθημά της και πληρώνει τον δάσκαλό της. Είναι σαφές ότι αυτή η γυναίκα είναι οικονομικά ανεξάρτητη και επιβάλλεται ως κυρίαρχη φυσιογνωμία στην αρχή του έργου –τίποτα ωστόσο δεν θα είναι το ίδιο στο τέλος. Οι κινήσεις της, η συμπεριφορά της μαρτυρούν τη δύναμή της –παράλληλα είναι χήρα, όμορφη και νεότατη… Πλάι της, ο Λουί Γκαρέλ θα συμπληρώσει το επιτυχημένο παζλ μιας παράστασης που ανεβαίνει ξαλαφρωμένη και απαλλαγμένη από στερεότυπα. Παράλληλα την ακολουθεί η φήμη και η επιτυχία που γνώρισε στη Γαλλία αλλά και κατά τη διάρκεια της περιοδείας που έχει κάνει ως τώρα.

«Εχω τη διάθεση και την περιέργεια να μαθαίνω, να συναντώ καινούργιους κόσμους, καινούργιους ανθρώπους. Δεν φοβήθηκα ποτέ τη δουλειά»
λέει η γαλλίδα ηθοποιός, σχολιάζοντας την πρώτη της επαφή με τον σκηνοθέτη. «Μου αρέσει που δεν χάνουμε χρόνο, που πάμε γρήγορα στις πρόβες» είχε δηλώσει σχετικά. Οσο για τον Μποντί, αυτός είναι ο τέταρτος Μαριβό που σκηνοθετεί.
Το ενδιαφέρον στη σκηνοθεσία του, όπως επισημαίνει ο ξένος Τύπος, είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τον κόσμο, τη ζωή σήμερα, τους ανθρώπους –σαν πιόνια. Εκεί, σύμφωνα με τον «Monde», μπορεί να χάθηκε ένα κομμάτι της αλήθειας των συναισθημάτων των ηρώων. «Μοιάζει με φαγητό που σιγοψήνεται, με πιάτο σε εστιατόριο τριών αστέρων» σημειώνει στην κριτική της η «Liberation» για την παράσταση.
Για την Ιπέρ το έργο τη φέρνει για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον συγγραφέα: Εναν δημιουργό που χαρακτηρίζουν «συγγραφέα της μεταφυσικής της καρδιάς» μια που έχει βρει τον τρόπο να οδηγεί, μέσα από περίπλοκους δρόμους, τα πράγματα στη λύση τους. Η «στρατηγική» του αιφνιδιασμού και της «δοκιμασίας» είναι τα βασικά όπλα στα χέρια του.
Ο Μαριβό ήταν 51 ετών όταν έγραψε το έργο και είχε πλέον κατακτήσει πλήρως την τέχνη της θεατρικής γραφής. Με λεπτομέρειες και αποχρώσεις επιχειρεί να επιτύχει τον σκοπό του και να οδηγήσει το ζευγάρι σε γάμο… Κι όλα αυτά ενώ το κωμικό στοιχείο στέκεται από πάνω και δίνει τον τόνο. Ξέρει άλλωστε να βάζει δύσκολα στον θεατή. Είναι απαιτητικός. Γι’ αυτό και είναι περίπλοκο να διηγηθείς τα θεατρικά του. Οσο πλέκει την ιστορία του τόσο πιο απίθανη φαίνεται η λύση της. Κι αυτό γιατί η εξέλιξη της υπόθεσης γίνεται μέσα από φωνές –ρόλους που πιο πολύ μπλέκουν παρά ξεμπλέκουν τα πράγματα. Καθετί που συμβαίνει οδηγεί φαινομενικά στην αποτυχία, στην καταστροφή. Με την τέχνη του εισάγει μέσα στα έργα του πρόσωπα-έκπληξη που καθορίζουν τελικά την εξέλιξη. Οπως στην προκειμένη περίπτωση ο υπηρέτης που διαθέτει τις αρετές του ίδιου του συγγραφέα.
Στις «Ψευδοεξομολογήσεις», ο φτωχός Nτοράντ αγαπάει την πλούσια Αραμίντ, από τότε που την πρωτοείδε. Εκείνη, πάλι, ούτε που τον ξέρει. Κάπως έτσι ξεκινά το θεατρικό. Με το απελπισμένο πάθος του ήρωα να μάχεται την κοινωνική άβυσσο που τον χωρίζει από το αντικείμενο του πόθου του. Ενας ωστόσο «από μηχανής θεός», ο πρώην υπηρέτης του, αναλαμβάνει να λύσει την κατάσταση οδηγώντας τελικά εκείνη στην αγκαλιά του. Στον μακρύ δρόμο προς την κατάκτησή της, οι εξομολογήσεις έχουν το μερίδιό τους: συναισθηματικές εκφράσεις, μικρά ψέματα ίσως οδηγήσουν στην αλήθεια του έρωτα. Ωστόσο, το παιχνίδι ανάμεσα στον έρωτα και στο χρήμα μοιάζει τόσο μπερδεμένο, που κανείς δεν μπορεί εύκολα να εικάσει ποιο είναι το ισχυρότερο…
O Λουί Μπαρό το ανέβασε το 1947 με την Μαντλέν Ρενό, σε μια παράσταση που επί μία δεκαπενταετία παρέμεινε στο ρεπερτόριό τους. Ενώ ο Λουί Ζουβέ έλεγε ότι «όταν παίζουμε Μαριβό, στην αρχή η ατμόσφαιρα του θεάτρου θυμίζει σαν να βρισκόμαστε μέσα σε ένα τραμ χωρίς θέρμανση. Και ξαφνικά μια θέρμη πλημμυρίζει τον χώρο, μια ζεστασιά που απλώνεται». Και συνέχιζε: «Για να παίξεις Μαριβό, πρέπει να παίξεις ότι παίζεις» έλεγε. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που ο γαλλικός Τύπος αναγνωρίζει στα υπέρ της Ιπέρ.
Το πρόσωπο
Λεπτή και μικροκαμωμένη, η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι σήμερα 61 χρόνων (γεννήθηκε το 1953). Η γαλλίδα ηθοποιός έχει παίξει σε περισσότερες από 90 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 που ξεκίνησε την καριέρα της. Εχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου και έχει διακριθεί: δύο φορές απέσπασε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στις Κάννες με τις ταινίες «Violette Noziere» του Κλοντ Σαμπρόλ και «Δασκάλα του πιάνου» του Μίκαελ Χάνεκε. Στη μακρά σταδιοδρομία της έχει προταθεί 13 φορές για βραβείο Σεζάρ καλύτερης ερμηνείας, αλλά το έχει κερδίσει μόνο μία, στην ταινία «La Ceremonie» του Κλοντ Σαμπρόλ. Εφέτος θα είναι η τρίτη της φορά στην Αθήνα για το Φεστιβάλ Αθηνών. Το 2008 συμμετείχε στο «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον, και το 2010 στο «Λεωφορείον ο Πόθος», στην εκδοχή του πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Βαρλικόφσκι.
πότε & πού:
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 12-14/6

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Ψευδοεξομολογήσεις» του Πιερ ντε Μαριβό.

Σκηνοθεσία:
Λικ Μποντί.
Σκηνικά: Johannes Schütz.
Φωτισμοί: Dominique Bruguière.
Κοστούμια: Moidele Bickel.
Πρωτότυπη μουσική: Martin Schütz.
Μακιγιάζ – κομμώσεις – περούκες: Cécile Kretschmar. Με την Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Παίζουν: Jean-Damien Barbin, Manon Combes, Luis Garrel, Yves Jacques, Pierre Yvon, Jean-Pierre Malo, Bulle Ogier, Bernard Verley, Georges Fatna, Arnaud Mattlinger.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ